Με δραστήριο τον ρόλο της βρετανικής διπλωματίας, αλλά με τη Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ να έχει επωμισθεί την κύρια ευθύνη, η δρομολογούμενη νέα πενταμερής διάσκεψη για το Κυπριακό προετοιμάζεται για τις αρχές Απριλίου – καθυστερημένη κατά τουλάχιστον έναν μήνα σε σχέση με τους αρχικούς σχεδιασμούς (ώστε και να παρακαμφθεί και η Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής του Μαρτίου). Πρόκειται για μία διαδικασία η οποία κατά παράδοξο τρόπο θα οδηγήσει, είτε αποτύχει είτε επιτύχει, σε παραπλήσιο αποτέλεσμα: τη νομιμοποίηση μιας μορφής διχοτόμησης του νησιού.
Το ίδιο το σχήμα της πενταμερούς, που πλέον έχει κατοχυρωθεί, αποτυπώνει έναν προσανατολισμό, καθώς διαιωνίζει τον καθοριστικό ρόλο των τριών εγγυητριών δυνάμεων, όπως τον θέλησε η μεταποικιοκρατία, αντί μιας ευρύτερης και ουσιαστικότερης διεθνούς διαμεσολάβησης, περιθωριοποιεί την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία εδώ και 17 χρόνια έχει ενταχθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, και στην πραγματικότητα "εξαφανίζει” και αυτή την τελευταία, με ζητούμενο όχι την μετεξέλιξη και αποκατάσταση της ενότητάς της, αλλά τη δημιουργία ενός εξυπαρχής νέου συνεταιρισμού της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Αλλά η πενταμερής κατοχυρώνεται ως σχήμα, την ίδια στιγμή αμφισβητείται όλο το προηγούμενο διαπραγματευτικό κεκτημένο που περιέγραφε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού. Επικαλούμενη και το προηγούμενο της αποτυχίας του Κραν Μοντανά η τουρκική πλευρά, με πρώτο τον Ταγίπ Ερντογάν, ξεκαθαρίζει ότι δεν προσέρχεται να συζητήσει παρά μόνο επί νέας βάσεως, αυτής που θα προϋποθέτει την κυριαρχία των δύο συνιστώντων κρατών.
Η Γενική Γραμματεία του ΟΗΕ διευκολύνει αυτή την κίνηση, εμφανιζόμενη "ανοικτή σε ιδέες”, καθώς και η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία έχει δια του προέδρου Νίκου Αναστασιάδη λανσάρει την ασαφή ιδέα της "αποκεντρωμένης ομοσπονδίας”.
Το παιχνίδι των λέξεων από όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές δεν μπορεί να αποκρύψει αυτό που συντελείται μέσα από τις ανεπαίσθητες σημασιολογικές μετατοπίσεις στους καθιερωμένους όρους. Η Κύπρος δεν προορίζεται να "επανενωθεί” και πάντως όχι να χειραφετηθεί από την κηδεμονία των εγγυητριών δυνάμεων. Είτε ο κατεχόμενος Βορράς θα συναπαρτίσει "συνιστώσα πολιτεία” μιας χαλαρής συνομοσπονδίας με αδύναμη κεντρική εξουσία και ουσιαστικό δικαίωμα βέτο της τουρκικής πλευράς, είτε η "τελευταία” αυτή προσπάθεια θα ναυαγήσει, με την ευθύνη να επιρρίπτεται στους Ελληνοκύπριους και το ψευδοκράτος να διεκδικεί την διεθνή αναγνώρισή του.
Η "μεγάλη εικόνα” εξηγεί το γιατί, μολονότι οι πρωταγωνιστές του Κυπριακού δεν είναι συνήθως ειλικρινείς στις προθέσεις τους. Η Τουρκία δεν έχει λόγο να παραιτηθεί από κάτι το οποίο εξασφάλισε δια των όπλων πριν από μισό αιώνα: ενδιαφέρεται να νομιμοποιήσει τα κεκτημένα και να επεκτείνει τον έλεγχό της και στο νότιο τμήμα του νησιού μέσα από δυσλειτουργικά σχήμα συγκυβέρνησης τα οποία θα ενισχύουν το στρατηγικό της αποτύπωμα στην ανατολική Μεσόγειο.
Αλλά και η ελληνοκυπριακή πλευρά, μολονότι προφανώς ανησυχεί και δυσφορεί από την παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων στο βόρειο τμήμα του νησιού, δεν είναι πρόθυμη να αποποιηθεί την οικονομική υπεροχή της ή να μοιραστεί την κυριαρχία που σε ό,τι αφορά τις ελεύθερες περιοχές την ασκεί πλήρη και αδιαίρετη. Βρίσκεται έτσι στην άβολη θέση να καταγγέλλει και ταυτοχρόνως να προτιμά (απέναντι στις προσφερόμενες εναλλακτικές) την υφιστάμενη διχοτόμηση.
Το ότι η ελληνοκυπριακή ηγεσία, από την πολιτική μέχρι την εκκλησιαστική, βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε κρίση και βλέπει το κύρος της να τραυματίζεται διεθνώς (από σκάνδαλα τύπου "χρυσών διαβατηρίων” κτλ.) ασφαλώς δεν βοηθά. Όπως δεν δείχνει να βοηθά στο προκείμενο και η επιλογή της πρόσδεσης σε Ισραήλ, Γαλλία και ΗΠΑ, αφού η προτεραιότητα των δυνάμεων αυτών είναι ο εκ νέου προσεταιρισμός της Τουρκίας στο πλαίσιο της ευρύτερης αντιπαράθεσης με Ρωσία, Ιράν και εντέλει Κίνα.
0 Σχόλια