Τα γεωπολιτικά κείμενα αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδιαίτερα απαιτητικής συγγραφικής άσκησης
(Copyright: AP) |
Γράφει ο Βασίλειος Μαρκεζίνης
Στους ανθρώπους αρέσει να μιλούν, να συνομιλούν, να εκφράζουν και να ανταλλάσσουν απόψεις. Το «γιατί» ποικίλλει ανάλογα με τον στόχο του ομιλητή ή του συνομιλητή. Όταν απευθύνεται κανείς νοερά στον εαυτό του, επιδιώκει συνήθως να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του για ένα θέμα που τον απασχολεί. Τις σκέψεις αυτές, στη συνέχεια, μπορεί να τις εξωτερικεύσει δίνοντας μια ομιλία ενώπιον κοινού ή, πάλι, γράφοντας ένα βιβλίο ή ένα άρθρο σε μια εφημερίδα ή σε ένα εξειδικευμένο περιοδικό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το μέσο που επιλέγει ο συγγραφέας θα υπαγορεύσει και το περιεχόμενο και το στιλ του κειμένου του. Και τα δύο αυτά στοιχεία, μάλιστα, είναι πολύ σημαντικά όταν ο συγγραφέας δεν αναπτύσσει απλώς τις απόψεις του γύρω από το εξεταζόμενο θέμα, αλλά προσπαθεί επίσης να επηρεάσει τον τρόπο σκέψης των αναγνωστών του.
Κατά κανόνα, όταν ένα κείμενο δημοσιεύεται σε ένα βιβλίο ή σε ένα εξειδικευμένο περιοδικό, είναι πιο σοβαρό, νοηματικά πιο πυκνό και βαθυστόχαστο, και άρα ενδέχεται να ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή στους αναγνώστες του. Και τούτο συμβαίνει ιδίως όταν ο συγγραφέας εξετάζει κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής – διατυπώνοντας, λόγου χάριν, σοβαρές ενστάσεις για τις κατά καιρούς διακηρύξεις των υπευθύνων χάραξης της πολιτικής αυτής.
Στη χώρα μας έχει εκδηλωθεί πρόσφατα πραγματικός καταιγισμός από κείμενα με θέμα την ελληνική εξωτερική πολιτική. Σύντομα, ωστόσο, θα καταστεί σαφές ότι το στιλ και κυρίως το περιεχόμενο των κειμένων αυτών πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις πολύ αυστηρές απαιτήσεις της γεωπολιτικής, εάν, τουλάχιστον, υποθέσουμε ότι οι συγγραφείς τους θέλουν να συμβάλουν ουσιαστικά, αποτελεσματικά, στη διαμόρφωση τόσο της ελληνικής κοινής γνώμης και εξωτερικής πολιτικής, όσο και, κατ’ επέκταση, της εξωτερικής πολιτικής και των σχετικών κειμένων άλλων χωρών.
Πράγματι, τα γεωπολιτικά κείμενα αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδιαίτερα απαιτητικής συγγραφικής άσκησης, μια και το αντικείμενό τους άπτεται των ξένων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, καθώς και διαφόρων επίμαχων ζητημάτων, όπως είναι σήμερα το μεταναστευτικό. Έτσι, το περιεχόμενό τους μπορεί ενίοτε να γίνει εξαιρετικά περίπλοκο, φτάνοντας να θίξει και ευρύτερα ζητήματα πολέμου και ειρήνης, στο πλαίσιο πάντα της προσπάθειας άσκησης επιρροής στην πολιτική σκέψη της χώρας του συγγραφέα και στις σχέσεις της χώρας αυτής με τις άλλες.
Τα τελευταία χρόνια, στην ελληνική αρθρογραφία για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν κυριαρχήσει οι σκέψεις όχι τόσο των στρατιωτικών ειδικών, όσο μάλλον των πολιτικών και ακαδημαϊκών σχολιαστών, οι οποίοι, σε γενικές γραμμές, έχουν προτείνει την αποφυγή της στρατιωτικοποίησης των εντάσεων που έχουν εκδηλωθεί μεταξύ των δύο χωρών. Μέχρι σήμερα, ιδιαίτερα αξιόλογοι συγγραφείς όπως ο Σάββας Καλεντερίδης και ο Σταύρος Λυγερός, καθώς και οι Καθηγητές Κωνσταντίνος Φίλης, Γιάννης Μάζης και Θεόδωρος Καρυώτης – για να αναφέρω μερικά μόνο ονόματα έγκριτων σχολιαστών –, με έκδηλη (σχεδόν υπέρμετρη) επιφύλαξη, έχουν προτείνει την ενδεδειγμένη στάση που θα έπρεπε να κρατούν χώρες όπως η δική μας απέναντι στα κείμενα και τις απόψεις που δημοσιοποιεί η Άγκυρα.
Εξετάζοντας τον τρόπο σχολιασμού της σημερινής κατάστασης στην ελληνική αρθρογραφία, σκόπιμο είναι να δούμε πώς αναλύουν τα επιδεινούμενα προβλήματα οι συγγραφείς των σχετικών κειμένων. Παρατηρούμε, καταρχάς, ότι έχουν πολλαπλασιαστεί οι γεωπολιτικοί συγγραφείς από τον χώρο του στρατιωτικού κατεστημένου, στους οποίους συγκαταλέγονται ανώτεροι αξιωματικοί ή και στρατηγοί εν αποστρατεία. Το ζήτημα στο οποίο πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας είναι κατά πόσον, αφενός, οι στρατιωτικοί ειδικοί και, αφετέρου, οι ακαδημαϊκοί και πολιτικοί σχολιαστές εξακολουθούν να ομογνωμούν ή εάν διαφέρουν ως προς τις προβλέψεις και τις προτάσεις τους. Αξίζει πράγματι να σταθούμε στον τρόπο με τον οποίο έχουν εξελιχθεί οι στάσεις των δύο αυτών κατηγοριών, προκειμένου να συναγάγουμε τα συμπεράσματά μας.
Τόσο οι ακαδημαϊκοί και πολιτικοί σχολιαστές, όσο και οι στρατιωτικοί ειδικοί, διαπιστώνουν τον τελευταίο καιρό μιαν άκρως επικίνδυνη επιδείνωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Όλοι έχουν εκφράσει έντονες ανησυχίες για την πρόσφατη συμπεριφορά της τουρκικής πλευράς, σχετικά με την οποία, όπως προανέφερα, οι περισσότεροι στρατιωτικοί ειδικοί συμμερίζονταν μέχρι πρόσφατα την προτίμηση των πολιτικών και ακαδημαϊκών σχολιαστών υπέρ μιας στάσης μελετημένης αυτοσυγκράτησης απέναντι στις πολεμοχαρείς διαθέσεις των Τούρκων αξιωματούχων, προτείνοντας σειρά λύσεων, διπλωματικής κυρίως φύσεως.
Παντελώς όμως απούσα από τον κατάλογο των προτεινόμενων διπλωματικών λύσεων είναι η μόνη κίνηση που θα είχε καταλυτικό αντίκτυπο στα πράγματα: η παράλληλη αξιοποίηση των σχέσεων της χώρας μας με τους Κούρδους και, κυρίως, με τους Ρώσους. Στα πρόσφατα χρόνια, το μόνο πολιτικό κόμμα που είχε προκρίνει αυτή την καινοτόμο κίνηση ήταν η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή. Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα το άνοιγμα προς τη Ρωσία, οι στρατιωτικοί σχολιαστές, παρότι είναι διακριτικοί (όπως και οφείλουν), έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι το θεωρούν ευπρόσδεκτο. Το τονίζω με έμφαση αυτό, επειδή όλοι πλέον γνωρίζουμε πως η εναλλακτική επίκληση της νατοϊκής βοήθειας αποδεικνύεται κατά κανόνα ατελέσφορη, αφού το ΝΑΤΟ ποτέ δεν παραλείπει να μας υπενθυμίζει ότι αρνείται να συμπαραταχθεί με κάποιο μέλος της Συμμαχίας όταν αυτό ακολουθεί πορεία σύγκρουσης με κάποιο άλλο μέλος. Το ίδιο άλλωστε ισχύει σήμερα και για την ΕΕ, αν και οι λόγοι για την ευρωπαϊκή απροθυμία εκδήλωσης έμπρακτης φιλελληνικής στάσης μπορούν μόνον να αναζητηθούν στη Γαλλία του Προέδρου Μακρόν.
Επιπλέον, όπως σχολίασε πρόσφατα σε συνέντευξή του ο επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑ Μανούσος Παραγιουδάκης, θα προσέφερε ουσιαστική βοήθεια στον Έλληνα πρωθυπουργό η ύπαρξη ενός «γνήσιου Εθνικού Συμβουλίου Ασφάλειας», και όχι μια «καρικατούρα συμβούλων Εθνικής Ασφάλειας».[1] Η χάραξη και εδραίωση μιας αυστηρά καθορισμένης ελληνικής πολιτικής θα συνέβαλε επίσης στην αντιμετώπιση των, κατά την Τουρκία, «διμερών» προβλημάτων, που, στην πραγματικότητα, είναι μονομερή προβλήματα τα οποία η Τουρκία θεωρεί πως έχει με την Ελλάδα, αξιώνοντας από εμάς να συμβάλουμε στην επίλυσή τους.
Η Ελλάδα οφείλει επίσης να ενισχύσει τους εξοπλισμούς της στρεφόμενη προς την ποιοτικότερη και οικονομικότερη πηγή. Η γαλλική πρόταση για αγορά 50 νέων και εκσυγχρονισμένων Mirage έναντι (εκτιμώμενου) ποσού 800 εκατομμυρίων ευρώ θα μπορούσε να αποτελέσει μια κάποια λύση για την αεροπορία μας. Παράλληλα, όμως, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη διαφαινόμενη δυσαρέσκεια της Αμερικής απέναντι στην Ελλάδα για τον λόγο ότι η χώρα μας έχει εγκαταλείψει επί του παρόντος το ενδεχόμενο αναβάθμισης της πολεμικής αεροπορίας της με αμερικανικά αεροσκάφη. Ο γεωστρατηγικός αναλυτής, εν προκειμένω, πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογήσει την αντίστοιχη τεχνική υπεροχή των ανταγωνιστικών αεροσκαφών: είτε, δηλαδή, των γαλλικών Mirage είτε των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F-35, τα οποία ζητά και η Τουρκία από τους Αμερικανούς.
Στην προαναφερθείσα συνέντευξή του, ο στρατηγός Παραγιουδάκης εξέφρασε επίσης την άποψη ότι η χώρα μας οφείλει να ξεκαθαρίσει πως, αν συνεχιστούν οι απειλές τουρκικής επέκτασης στον θαλάσσιο χώρο νοτίως της Κρήτης (κάτι το οποίο αποτελεί, προφανώς, παραβίαση της ελληνικής ΑΟΖ), η Τουρκία θα λάβει την αρμόζουσα ελληνική απάντηση. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος δράσης για τη χώρα μας θα ήταν ενδεχομένως η σύναψη συμφωνίας με τον στρατάρχη που ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Λιβύης από τη Βεγγάζη, παραμερίζοντας παράλληλα τον παραπειστικό και επικίνδυνο ισχυρισμό ενός πρώην Έλληνα πρωθυπουργού, αλλά και του πρόσφατα διορισμένου αναπληρωτή συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, ότι η Ελλάδα πρέπει να ανταλλάξει, μέσω διαπραγματεύσεων, ορισμένα από τα υπαρκτά πλεονεκτήματά της με τον περιορισμό των εντεινόμενων απαιτήσεων της Τουρκίας στο Ανατολικό Αιγαίο. Στον αντίποδα αυτής της στάσης, ο στρατηγός Παραγιουδάκης, με ψύχραιμη σαφήνεια και θάρρος, παρότρυνε τη χώρα μας να αναλάβει πιο ενεργητικό ρόλο στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο προτού να είναι πολύ αργά.
Πράγματι, το προτεινόμενο άνοιγμα προς την Ανατολή, σε συνδυασμό με την προσέγγιση των Κούρδων και την ανακήρυξη της ΑΟΖ της Ελλάδας με την Κύπρο και ίσως την Αίγυπτο, θα αποτελούσαν μια ξεκάθαρη κίνηση διπλωματικού συνασπισμού, η οποία θα έδινε στην Τουρκία το αδιαμφισβήτητο μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να ανεχθεί τους τουρκικούς λεονταρισμούς στον θαλάσσιο χώρο βορείως και νοτίως της Κρήτης. Οι προτάσεις του στρατηγού Παραγιουδάκη αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα διπλωματίας στρατιωτικών αποχρώσεων, η οποία θα έδινε τέλος στην ελληνική πολιτική της αδράνειας απέναντι στις κλιμακούμενες απειλές της Τουρκίας.
Για να επανέλθουμε όμως στην τρέχουσα γεωπολιτική αρθρογραφία, παρατηρούμε πως, σήμερα, όλο και περισσότεροι ακαδημαϊκοί και πολιτικοί σχολιαστές προσεγγίζουν την άποψη των στρατιωτικών ειδικών, συμμεριζόμενοι ειδικότερα την ανάγκη άμεσης οριοθέτησης της ελληνικής ΑΟΖ με την Κύπρο, την Αίγυπτο ή ακόμη και με τη Λιβύη, και ισχυριζόμενοι ότι μια τέτοια κίνηση θα τοποθετούσε την Ελλάδα στη σαφώς προτιμότερη θέση της χώρας που δεν περιορίζεται απλώς να αντιδρά στις περιστασιακές διεκδικήσεις και προκλήσεις της Τουρκίας αλλά αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Εν ολίγοις, γενικά και ξεκάθαρα εκφράζεται πλέον η ανάγκη ανάπτυξης μιας ελληνικής στρατηγικής ως προς τα συγκεκριμένα ζητήματα. Και τούτο σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θα περιορίζεται πλέον να διαμαρτύρεται για τα πολύπλευρα προβλήματα που επιμένει να της προκαλεί η Τουρκία, αλλά, αντιθέτως, θα τα αντιμετωπίζει ως ακριβώς έχουν: ως μονομερή προβλήματα της Τουρκίας.
Συμπέρασμα
Το κείμενο αυτό συνοψίζει σκέψεις και ιδέες που έχουν εκφραστεί πρόσφατα γύρω από την εντεινόμενη φιλοπόλεμη στάση της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας. Δύο συγκεκριμένα σημεία θα πρέπει να συγκεντρώσουν την προσοχή μας. Το πρώτο αφορά μια διττή αύξηση: την αύξηση, αφενός, των τουρκικών απειλώνꞏ την αύξηση, αφετέρου, των έντονων διαμαρτυριών των περισσότερων ακαδημαϊκών και πολιτικών σχολιαστών στη χώρα μας σχετικά με την έλλειψη οποιασδήποτε ουσιαστικής αντίδρασης προς τις απειλές της Τουρκίας. Η φιλοπόλεμη πολιτική της Τουρκίας ωθεί τους περισσότερους από αυτούς τους σχολιαστές να απαιτούν καταρχάς τη μέγιστη δυνατή ενίσχυση των διπλωματικών καταγγελιών. Κατά κύριο λόγο, όμως, και αυτό είναι το δεύτερο καίριο σημείο, οι σχολιαστές αυτοί έχουν αρχίσει όλοι, αν και σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας, να συμφωνούν με τους στρατιωτικούς ειδικούς μας ως προς το αδιαμφισβήτητο αυτό γεγονός: η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει τις παθητικές διπλωματικές αντιδράσεις και να υιοθετήσει μια ενεργητική πολιτική που θα καθιστά σαφή την άμεση στρατιωτική απάντηση στις αλλεπάλληλες τουρκικές προκλήσεις. Πρόκειται για σημαντική αλλαγή στάσης από την πλευρά των εν λόγω σχολιαστών – πλέον διακεκριμένος μεταξύ των οποίων είναι, κατά την άποψή μου, ο Σάββας Καλεντερίδης, ο οποίος, πράγματι, φαίνεται να έχει αφήσει την άποψη που εξέφραζε μέχρι πρόσφατα, κατά της στρατιωτικοποίησης της ελληνικής αντίδρασης και υπέρ της υιοθέτησης μόνον της διπλωματικής οδού.
Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι η χώρα μας πρέπει να ξυπνήσει και να αποδεχτεί την πραγματικότητα της όλης κατάστασης, κάτι που σημαίνει πως η προσδοκία της ότι το ΝΑΤΟ, ή ΕΕ ή οι ΗΠΑ θα προστατεύσουν την εδαφική της ακεραιότητα αποτελεί χίμαιρα. Όπως προανέφερα, η μόνη διπλωματική κίνηση που θα μπορούσε να σηματοδοτήσει μια νέα αρχή για τη χώρα μας (εφόσον, βέβαια, η κίνηση αυτή αποτελούσε αντικείμενο ευφυούς και σαφούς διαπραγμάτευσης) είναι η εξασφάλιση της ρωσικής στήριξης στο πλαίσιο μιας απάντησης της χώρας μας στις τουρκικές πιέσεις. Αν δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο επειδή, λόγου χάριν, ζούμε ακόμη στη σκιά της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, τότε σύντομα θα βρεθούμε, δίχως καν να το καταλάβουμε, σε μιαν άκρως δυσμενή κατάσταση. Και αν ο Έλληνας πρωθυπουργός θέλει να αποφύγει ένα τέτοιο καταστροφικό ενδεχόμενο, θα πρέπει, στηριζόμενος στην ευρύτατη εκλογική του εντολή, να ανακοινώσει ότι αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα και εθνικό συμφέρον της Ελλάδας να χαράσσει τη δική της εξωτερική πολιτική και να επιβραβεύει όσους είναι πρόθυμοι να τη βοηθήσουν να εφαρμόσει την πολιτική αυτήν.
Η εν λόγω στάση, άλλωστε, θα αποτελούσε μίμηση του επιτυχημένου τουρκικού παραδείγματος, το οποίο έχει αποδείξει περίτρανα τα οφέλη της ταυτόχρονης προσέγγισης Ρώσων και Αμερικανών. Οι πιο συντηρητικοί σχολιαστές θα αντέτειναν ότι μια τέτοια κίνηση ενέχει κινδύνους. Και πράγματι, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί την πλήρη, απρόσκοπτη επιτυχία της. Η γεωπολιτική όμως προϋποθέτει την προθυμία να ρισκάρεις: το ρίσκο είναι, πράγματι, εγγενές στοιχείο της. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι η χώρα μας έχει καταβάλει αρκετά συχνά προσπάθειες εξασφάλισης της στήριξης διεθνών οργανισμών σε περιόδους σοβαρού κινδύνου. Το πρόβλημα όμως είναι ότι όλες ανεξαιρέτως αυτές οι προσπάθειες έχουν αποτύχειꞏ και, απ’ ό,τι φαίνεται, οι αποτυχίες δεν πρόκειται να περιοριστούν σύντομα. Θεωρώ, λοιπόν, σωστό να υπενθυμίσω στους πολιτικούς ηγέτες μας ότι μια νίκη χωρίς κινδύνους είναι μια νίκη άδοξη. Και η χώρα μας αξίζει και τη νίκη και τη δόξα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε σε ευρεία περίληψη στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής στις 5/1. Εδώ είναι στη πλήρη μορφή του
[1] Μια σύνοψη της συνέντευξης του στρατηγού Μανούσου Παραγιουδάκη στον ραδιοφωνικό σταθμό 9.84 παρουσίασε πρόσφατα ο δημοσιογράφος Γιώργος Σαχίνης στον ιστότοπο: https://www.neakriti.gr/article/editors-blogs/giorgos-sahinis-blog/1561976/mparagioudakis-aoz-eniaio-amudiko-dogma-kai-apotropi/
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια