Γράφει ο Μενέλαος Τασιόπουλος
|
Αυτό είναι μια στιγμή της πολύ δυσάρεστης ιστορίας μας εντός της ευρωζώνης. Το πρόβλημα είναι συνολικό και δομικό. Αυταπατώμεθα ότι διαθέτουμε κάποιες ελίτ που θα μας διασφαλίσουν ή θα εντοπίσουν την έξοδο από τον τέλμα μέσα στον οποίο βρισκόμαστε.
Το πρόβλημα πλέον δεν είναι η παλιά διαπλοκή που γιγαντώθηκε στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και «κυβέρνησε» την περίοδο στην οποία ενταχθήκαμε χωρίς δημοψήφισμα στο ευρωπαϊκό εποικοδόμημα. Αυτοί οι ηλικιωμένοι πλέον κύριοι και κυρίες δεν αποτελούν σημαντικό κίνδυνο. Το κακό που ήταν να κάνουν το έκαναν. Πήραν τον δημόσιο πλούτο και τον... δρομολόγησαν προς τις ιδιωτικές καταθέσεις τους. Τον αφάνισαν επί της ουσίας, καταστρέφοντας την ευκαιρία για τη μεταπολεμική Ελλάδα να μετεξελιχθεί σε ένα σύγχρονο, ισχυρό και συγκροτημένο κράτος. Ολοι αυτοί σήμερα βρίσκονται σε αποδρομή. Αδύναμοι και ιδεολογικά ή κοινωνικά ρυπαροί. Λίγο μαφιόζοι, λίγο αλαζόνες, αμετανόητα ιδιώτες.
Αυτό που εμφανώς δεν καταλαβαίνουν οι όποιες εθνικές δυνάμεις διαθέτει η κοινωνία, οι πολιτικοί ή οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης είναι το ποιος είναι ο εχθρός. Αυτός δεν βρίσκεται στο Ράιχ της Ενωμένης Ευρώπης, ούτε στο «σουλτανάτο» του Ερντογάν. Μπορεί να εκδηλώνεται η διάθεση αφανισμού του έθνους από εκεί, αλλά ο εχθρός είναι εσωτερικός.
Βρίσκεται στην ψευτοελίτ των νεοφιλελευθέρων και των εκσυγχρονιστών. Στον σημιτισμό και στις απολήξεις του. Σε μια σειρά από μέτριες προσωπικότητες, «γκρίζα κοστούμια» διαχείρισης της μετακοινωνίας των καναταλωτών που πιστεύουν ότι έχουν τη δυνατότητα ανάπλασης της «περιοχής» που ονομάζεται Ελλάδα. Ολοι μαζί, μια κοινωνική μειονότητα, απόφοιτοι οι περισσότεροι από κάποια καλά σχολεία, με απολύτως αποδεκτές σπουδές και εμπειρία σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, ειδικά των Αγγλοσαξώνων, αλλά χωρίς βάθος σκέψης και κοινωνικής αγωγής, υπηρετούν μια ανηθικότητα.
Την απαξίωση των πάντων. Γλώσσας, θρησκείας, πατρίδας, εθίμων, ατομικών δικαιωμάτων, οικογενειακών περιουσιών, υπαρξιακής αξιοπρέπειας, προς όφελος ενός μονοδιάστατου οικονομισμού και μηδενισμού. Το πρόβλημα της Ελλάδας συνίσταται στο ότι οι δυνάμεις αυτές, που εδράζονται στον χώρο του πολιτικού Κέντρου και συναποτελούν τον «μεγάλο συνασπισμό» Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς των δεκαετιών μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, προβάλλουν και αποδέχονται τον εαυτό τους ως «ελίτ» της Ελλάδας. Στη χώρα μας είμαστε θύματα των μίντια. Με απαρχή το βλαχομπαρόκ πρότυπο του lifestyle της εποχής του Π. Κωστόπουλου και των υπόλοιπων του 1985 ή την τάχα «ελεύθερη» τηλεόραση και το ραδιόφωνο των δεκαετιών 1990-2000, με τα «μεσημεριανάδικα» και τις ξανθιές «μπίμπο» του μικροαστισμού, καταλήξαμε στο επίπεδο της μαζικής κουλτούρας στο έρεβος. Αβουλα ανθρωπάκια, χωρίς εθνικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες, λάτρεις του pret-a-porter και της ευκαιριακής εστίασης ή διασκέδασης. Από εκεί και πέρα, όλα ήταν απλά. Ο δρόμος των ψευτοελίτ, ανοιχτός.
Πολιτικοί, τραπεζίτες, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι, ποδοσφαιριστές, μοντέλα, τα κοινωνικά πρότυπα, μια απέραντη εθνική πλέμπα που ανέδειξε οτιδήποτε μεταμοντέρνο, μεταεθνικό, μετακρατικό, μεταιδεολογικό ως δέον, απλά και μόνο για να κερδοσκοπίσουν στη ζωή και στη μοίρα του Ελληνισμού. Φθάσαμε στη χρεοκοπία. Φυσικό επακόλουθο μιας παραζάλης, μιας ανευθυνότητας, ενός κομπασμού, που κατέληξαν σε μαζική υστερία. Σήμερα τι μας λένε, έχοντας φορέσει το κοστούμι ή το αυστηρό ταγέρ του «φραγκολεβαντισμού»; Οσο πιο σκλάβοι γίνουμε, όσο πιο φτωχοί, όσο πιο άβουλοι, όσο πιο υποταγμένοι, όσο πιο ενοχικοί, τόσο καλύτερη μοίρα θα έχουμε ως άτομα, ως λαός, ως κοινωνία.
Ο Γ. Καραμπελιάς εκδίδει πόνημα υπό τον τίτλο «Πέρα από την Αριστερά και Δεξιά. Η υπέρβαση». Ειναι μια καλή βάση για την εθνική συζήτηση που έχει αρχίσει και διαθέτει πλέον ιστορικά ελάχιστο χρόνο για να παράγει αποτελέσματα, πριν από τον τελικό αφανισμό του εθνικού κράτους.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια