Η σχέση της Τουρκίας με τη Δύση ήταν πάντοτε προβληματική και αμφίθυμη
Γράφει ο Μελέτης Μελετόπουλος *
Ηουδετερότητα είναι μια μεγάλη και περίτεχνη πολιτική. Την ασκεί με επιτυχία
η Ελβετία από την εποχή των ναπολεόντειων πολέμων μέχρι σήμερα, ακολουθώντας
τις παρακαταθήκες του Καποδίστρια (που την εμπνεύστηκε ως λύση στο
γεωπολιτικό δίλημμα των Ελβετών να συνταχθούν με τον Βοναπάρτη ή εναντίον
του). Την έχουν ασκήσει κατά καιρούς και άλλες χώρες, με μεγαλύτερη ή
μικρότερη επιτυχία. Πρόκειται για μεγάλη πολιτική, γιατί βασίζεται σε μια
συλλογική ψυχική συνθήκη: την παραδοχή της ειλικρινούς και ολοκληρωτικής
αποχής από το παγκόσμιο γεωπολιτικό γίγνεσθαι. Και πρόκειται για μια
περίτεχνη πολιτική, γιατί προϋποθέτει έναν πλήρως προσαρμοσμένο διπλωματικά,
ιδεολογικά και πολιτικά κρατικό μηχανισμό.
Τίποτα από όλα αυτά δεν συμβαίνει με την Τουρκία. Ο θαυμασμός προς την
πολιτική του Ερντογάν είναι άτοπος και δείχνει άγνοια της διεθνούς
πολιτικής. Η διαρκώς μεταβαλλόμενη, επαμφοτερίζουσα στάση της τουρκικής
πολιτικής δεν αποτελεί ουδετερότητα αλλά αφερεγγυότητα και αστάθεια. Η
εκβιαστική επιδίωξη γεωπολιτικού οφέλους από την εναλλάξ προσέγγιση Δύσης –
Ρωσίας δεν συνιστά ουδετερότητα αλλά ιδιοτελή καιροσκοπισμό. Η ανάδειξη των
τουρκικών ιδιαιτεροτήτων ως επιχείρημα απόκλισης από το συμμαχικό πλαίσιο
λειτουργεί απλώς ως ιδιοτέλεια και αναξιοπιστία.
Η σχέση της Τουρκίας με τη Δύση ήταν πάντοτε προβληματική και αμφίθυμη. Σε
όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνος η οθωμανική Τουρκία απήλαυσε τη δυτική
προστασία (λόγω του αγγλογαλλικού φόβου της καθόδου της Ρωσίας στην
Ανατολική Μεσόγειο). Διασώθηκε από τον διαμελισμό της από τους Ρώσους κατά
τον Κριμαϊκό Πόλεμο με παρέμβαση των Αγγλογάλλων. Στο τέλος του 19ου αιώνος,
παρά ταύτα, προσέγγισε τη Γερμανία και συνήψε προχωρημένες εμπορικές
συμφωνίες μαζί της, που στην ουσία την έθεταν εντός της γερμανικής σφαίρας
επιρροής. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το 1913 οι Σύμμαχοι στήριξαν τη Βαλκανική
Συμμαχία και η Τουρκία εκδιώχθηκε από την Ευρώπη.
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο συντάχθηκε με τις απολυταρχικές κεντρικές
αυτοκρατορίες εναντίον της Δύσης, ηττήθηκε και η αυτοκρατορία της
διαμελίστηκε. Στη συνέχεια, το 1919-1922, ο Κεμάλ προσέγγισε τις δυτικές
δυνάμεις και συνήψε εμπορικές συμφωνίες μαζί τους, ώστε να αντιμετωπίσει τον
νικηφόρο ελληνικό στρατό. Ταυτόχρονα, όμως, προσέγγισε και τους Σοβιετικούς,
εκβιάζοντάς τους με την υποκίνηση εξέγερσης των τουρκόφωνων πληθυσμών του
Καυκάσου, ώστε να αποσπάσει σημαντική στρατιωτικοπολιτική ενίσχυση. Στον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο η Τουρκία δεν προσχώρησε στον Αξονα λόγω της βρετανικής
πίεσης.
Στον Ψυχρό Πόλεμο η Τουρκία κατέστη μέλος του ΝΑΤΟ, αν και παραμένει
αμφίβολο εάν σε περίπτωση σύγκρουσης θα ενεργοποιείτο πράγματι υπέρ της
Δύσης. Το δικαίωμα αμφιβολίας το παρέχει η στάση της Τουρκίας στον Πόλεμο
του Κόλπου το 1990-1, στον οποίο δεν διευκόλυνε γεωστρατηγικά την
αμερικανική πλευρά. Επίσης διερωτάται κανείς εύλογα τι είδους σύμμαχος ήταν
η Τουρκία, όταν λειτουργούσε διαρκώς αποσταθεροποιητικά για τη συνοχή του
ΝΑΤΟ απειλώντας την τυπικά σύμμαχό της Ελλάδα, διεκδικώντας τον έλεγχο του
Αιγαίου και εισβάλλοντας στην Κύπρο το 1974. Ακολουθεί η αλαζονική στάση της
Τουρκίας στο ζήτημα της υποψηφιότητάς της στην ΕΕ, όπου ουσιαστικά προέβαλε
την αξίωση να καταστεί συγκυρίαρχος και συνδιαμορφωτής των πραγμάτων της
ευρωπαϊκής πραγματικότητος.
Κατά τη διακυβέρνηση Ερντογάν, η Τουρκία προέβαλε απροκάλυπτα την απαίτησή
της να λειτουργήσει ως περιφερειακή δύναμη, αν και στην πραγματικότητα
αποτελεί μια μικρομεσαία δύναμη με τεράστια οικονομικά και κοινωνικά
προβλήματα και το ανοιχτό εσωτερικό μέτωπο της κουρδικής μειονότητας.
Εσχάτως, προσέγγισε τη Ρωσία και απέστη από τη νατοϊκή ορθοδοξία,
εξοργίζοντας τις ΗΠΑ. Στην δε ουκρανική κρίση επιχείρησε να λειτουργήσει ως
διαιτητής, ενώ αυτή τη στιγμή επιχειρεί να επαναπροσεγγίσει την αμερικανική
πολιτική. Σε έναν κόσμο πόλωσης και συγκρούσεων, όπου αναδύεται ξανά το
φάσμα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου ή και μιας ευρύτερης περιφερειακής
σύγκρουσης, η στάση της Τουρκίας δεν έχει προοπτική παρά μόνο την αποξένωσή
της από όλες τις πλευρές ταυτόχρονα και την καχυποψία όλων ως προς τη στάση
της.
* Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών
Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης. Από τις εκδόσεις Καπόν κυκλοφορεί το
συλλεκτικό τεύχος 47 της επιθεώρησης «ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ» για την
Ελληνική Επανάσταση.
0 Σχόλια