Ούτε ένας, ούτε δύο, ενενήντα εννέα Συντηρητικοί βουλευτές από το κόμμα του Βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον καταψήφισαν αυτή την εβδομάδα τα νέα μέτρα για την αναχαίτιση της πανδημίας του κορωνοϊού που εσπευσμένα εισηγήθηκε η κυβέρνησή τους έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα αμεριμνησίας κατά το οποίο δεν ίσχυε σχεδόν κανένας περιορισμός, αφού ακόμη και σε κλειστούς χώρους η χρήση μάσκα ήταν απολύτως προαιρετική.
Υπό άλλες συνθήκες, η εισήγηση του Τζόνσον, ο οποίος είναι βαριά
εκτεθειμένος στα μάτια των σκεπτόμενων Βρετανών πολιτών για τον απερίσκεπτο
και αλλοπρόσαλλο τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την πανδημία ήδη από το
ξέσπασμά της, θα απορρίπτονταν και η κυβέρνηση θα κλυδωνίζονταν αφού θα
μπορούσε να τεθεί θέμα απώλειας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Χάρις, ωστόσο, στην υπεύθυνη στάση των Εργατικών, του κόμματος της
αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα μέτρα υπερψηφίστηκαν με ευρεία πλειοψηφία
και, έτσι, η κυβέρνηση του λαϊκιστή Βρετανού πρωθυπουργού, παρέμεινε στη
θέση της, ενδεχομένως μέχρι την επόμενη μεγάλη κρίση που θα την οδηγήσει
στην πτώση.
Ο ηγέτης των Εργατικών Κιρ Στάρμερ απέφυγε να οξύνει την κατάσταση και να
οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα, επωφελούμενος την ανταρσία των «Τόρις». Κι
αυτό παρότι ο αντίπαλός του βρισκόταν στο καναβάτσο καθώς, μεταξύ πολλών
άλλων, αντιμετώπιζε και καταγγελίες ότι πέρυσι διοργάνωσε, εν μέσω lockdown,
πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ.
Προσπαθήστε λίγο να το κάνετε όλο αυτό εικόνα, βάζοντας στην εξίσωση τις
ελληνικές αναλογίες. Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη
υποχρεώνεται να πάρει σκληρά μέτρα που την φέρνουν σε αντιπαράθεση με το
εκλογικό ακροατήριο της και μια μερίδα βουλευτών της ετοιμάζεται να
καταψηφίσει εισηγήσεις της π.χ. για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των ενστόλων.
Άραγε, τι θα έκανε η εγχώρια αξιωματική αντιπολίτευση σε μια τέτοια
περίπτωση;
Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι στους 21 μήνες, που διαρκείήδη η πανδημία, ο
ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει υπερψηφίσει ούτε ένα από τα –θετικά ή και λιγότερο θετικά-
μέτρα κατά της πανδημίας, η απάντηση είναι πολύ εύκολη: Οι βουλευτές της
αξιωματικής αντιπολίτευσης θα καταψήφιζαν με τα δύο χέρια ακόμη και
προτάσεις που έχουν διατυπωθεί από τα χείλη δικών της στελεχών.
Τις τελευταίες ημέρες, για παράδειγμα, ένας από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ
περιφέρεται στα κανάλια εγκαλώντας την κυβέρνηση επειδή δεν επαναφέρει το
αμφιλεγόμενο μέτρο της τηλεργασίας στον δημόσιο τομέα, κάνοντας, μάλιστα,
παραλληλισμούς με το ό,τι ισχύει διεθνώς με τις εταιρίες τεχνολογίας. Όταν,
ωστόσο, θεσπίστηκε για πρώτη φορά το συγκεκριμένο μέτρο ο περί ού ο λόγος
βουλευτής, όπως και όλοι οι συνάδελφοί του, το είχε καταψηφίσει.
Όπως καταψήφισαν ομοθυμαδόν την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών στους
υγειονομικούς, το οικονομικό κίνητρο για τους εμβολιασμούς των νέων, τα
πρόστιμα για τους ηλικιωμένους που παραμένουν ανεμβολίαστοι, τις ποινές για
τους αρνητές γονείς που δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Και τόσα
πολλά άλλα που βασικό απότοκό τους δεν ήταν άλλο από τη συγκάλυψη λαθών και
παραλείψεων της κυβέρνησης, η οποία προβάλει ως δύναμη ευθύνης και
σοβαρότητας.
Δεν πρέπει να έχει υπάρξει άλλη αξιωματική αντιπολίτευση σε όλη την υφήλιο
που στη διάρκεια της πανδημίας να έχει πει «όχι σε όλα» και να έχει
επιχειρήσει τόσο απεγνωσμένα να εκμεταλλευθεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση που
ισχύει παγκοσμίως και για την οποία ουδείς είχε έτοιμη τη συνταγή
αντιμετώπισης ή βρήκε να εφαρμόσει άλλο αποτελεσματικό αντίδοτο εκτός από
τον μαζικό εμβολιασμό.
Ως αποκορύφωμα όλου αυτού του αρνητικού αντιπολιτευτικού κατήφορου ήρθε το
παραλήρημα του βουλευτή Παναγιώτη Κουρουμπλή, ο οποίος σε ένα ξέφρενο
κρεσέντο λαϊκισμού μίλησε για «δολοφονίες». Ναι, το διέπραξε ο πολιτικός που
ως υπουργός Υγείας ήθελε να κάνει υποχρεωτικές ορισμένες προληπτικές
εξετάσεις, όπως η κολονοσκόπηση, και απειλούσε ότι όσοι δεν τις έκαναν,
εφόσον νοσούσαν, θα τιμωρούνταν με την ποινή της συμμετοχής στο κόστος
νοσηλείας.
Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Κουρουμπλής δεν είναι ούτε ο πρώτος διδάξας ούτε ο
μοναδικός εκπρόσωπος της αμετροεπούς κοινοβουλευτικής μεγαλοστομίας. Τα
τελευταία χρόνια μπουχτίσαμε από τέτοιες υπερβολές. Αποτελεί ωστόσο ένα
κλασικό παράδειγμα πολιτικού που έκανε καριέρα με την «ικανότητά» του να
υποστηρίζει τα πάντα αλλά και τα αντίθετα. Είναι αυτό το χαρακτηριστικό του,
άλλωστε, που τον οδήγησε να γίνει ένας από τους πρώτους βουλευτές που
αποσκίρτησαν από το ΠΑΣΟΚ, καταψηφίζοντας το πρώτο Μνημόνιο όταν διείδε την
επερχόμενη πτώση της κυβέρνησης του, χωρίς να διστάσει αργότερα, όταν έγινε
υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, να πει «ναι» στο τρίτο και χειρότερο Μνημόνιο που
επιβλήθηκε στη χώρα.
Ο παμπόνηρος, όπως τον περιγράφουν όσοι τον γνωρίζουν καλά, 70χρονος
πολιτικός από το Ματσούκι Αιτωλοακαρνανίας, διερμηνεύοντας την πολεμική
ατμοσφαιρα που δημιουργούσε το κόμμα του γύρω από το ζήτημα των ΜΕΘ, θεώρησε
ότι ήταν η ώρα να κερδίσει ο ίδιος τις εντυπώσεις. Όπως συμβαίνει όμως με
τους περισσότερους λαϊκιστές, που θέλουν να είναι πάντα στον αφρό, έτσι και
ο κ. Κουρουμπλής ξεπέρασε, μάλλον χωρίς να το αντιληφθεί, τα εσκαμμένα.
Με την άρνησή του, μάλιστα, να ανασκευάσει, ο κ. Κουρουμπλής έδωσε την
ευκαιρία στον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ να τον διαγράψει, προβαίνοντας, ίσως, στην
πρώτη υπεύθυνη πράξη του από την έναρξη της πανδημίας. Ο ίδιος, εξάλλου, ο
Αλέξης Τσίπρας και οι πιο στενοί του συνεργάτες έχουν ως τώρα δώσει αρκετά
αρνητικά δείγματα γραφής στον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνταν στα θέματα
της πανδημίας.
Όπως και να έχει, πάντως, η εξέλιξη που είχε η υπόθεση του Αιτωλοακαρνάνα
πολιτικού είναι μάλλον ευοίωνη. Διότι μπορεί αποτελέσει αφορμή για να…
τελειώνουμε με τους (κάθε λογής) Κουρουμπλήδες που η συμπεριφορά τους δίνει
άλλοθι στους αρνητές. Κάτι που κάνει τη χώρα μας να έχει ένα από τα
χαμηλότερα ποσοστά και μοιραία ένα από τα υψηλότερα ποσοστά θνητότητας από
τους νοσούντες με Covid.
Γρηγόρης Τζιοβάρας
0 Σχόλια