Το 40 ετών πείραμα της Αμερικής με τις Big Business έλαβε τέλος


Γράφει ο Nelson Lichtenstein *
The New York Times

Το εκτελεστικό διάταγμα του προέδρου Μπάιντεν αποκαθιστά στην αντιμονοπωλιακή κουλτούρα της χώρας.
Προ ημερών, ο πρόεδρος Μπάιντεν υπέγραψε ένα ευρύ εκτελεστικό διάταγμα που έχει στόχο να περιορίσει την εταιρική κυριαρχία, να ενισχύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, ενώ παράλληλα παρέχει στους καταναλωτές και στους εργαζόμενους περισσότερες επιλογές και μεγαλύτερη δύναμη. Περιλαμβάνει 72 πρωτοβουλίες που καλύπτουν μια ευρεία γκάμα θεμάτων - από την ουδετερότητα στο διαδίκτυο και τη μείωση τιμών για τα ακουστικά βαρηκοΐας, έως τον αυστηρότερο έλεγχο των τεχνολογικών κολοσσών και τον περιορισμό των ναύλων μεταφοράς αγαθών.

Ο πρόεδρος χαρακτήρισε το εκτελεστικό διάταγμα ως επιστροφή "στην αντιμονοπωλιακή παράδοση” των θητειών Ρούσβελτ στην προεδρία, αρχές του προηγούμενου αιώνα. Αυτό μπορεί να εκπλήσσει κάποιους, δεδομένου ότι το διάταγμα δεν κάνει άμεσα λόγο για τη διάλυση του Facebook ή της Amazon - ούτε εναντίον των τραστ που είναι και η βασική ιδέα της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.

Όμως, το εκτελεστικό διάταγμα του Μπάιντεν φέρνει κάτι ακόμη πιο σημαντικό από την προώθηση των αντιμονοπωλίων. Επαναφέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες στη σημαντική αντιμονοπωλιακή κουλτούρα που δίνει ώθηση στις κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις σχεδόν από την ίδρυση των ΗΠΑ. Αυτή η κουλτούρα δεν δίνει τόσο βάση σε τεχνοκρατικά ζητήματα, όπως το εάν οι επιχειρηματικές συγκεντρώσεις θα οδηγήσουν σε χαμηλότερες τιμές για τον καταναλωτή, αλλά στις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές ανησυχίες σχετικά με τις καταστροφικές επιπτώσεις που μπορούν να επιφέρουν οι μεγάλες επιχειρήσεις (big business) στη χώρα.

Το 1773, όταν οι Αμερικανοί πατριώτες έριξαν τόνους τσαγιού που έστελνε η British East India Company στη χώρα στο λιμάνι της Βοστώνης, διαμαρτύρονταν όχι μόνο για έναν άδικο φόρο αλλά και για το γεγονός ότι το μονοπώλιο της εταιρείας είχε τις ευλογίες του βρετανικού στέμματος. Το ίδιο αίσθημα επικράτησε τον 19ο αιώνα, όταν οι Αμερικανοί όλων των πολιτικών παρατάξεων είδαν τις συγκεντρώσεις οικονομικής δύναμης στα χέρια λίγων να διαφθείρει τόσο τη δημοκρατία όσο και την ελεύθερη αγορά. Οι αντιμαχόμενοι αυτών των πρακτικών ενστερνίστηκαν το αντιμονοπωλιακό ήθος όταν αποκύρηξαν τη σκλαβιά, και όταν ο Άντριου Τζάκσον ζήτησε τη διάλυση της Δεύτερης Τράπεζας των ΗΠΑ διότι προωθούσε τα προνόμια μιας ανατολικής εμπορικής και οικονομικής ελίτ.

Οι απειλές για τη δημοκρατία εντάθηκαν με την ανάδυση των γιγαντιαίων εταιρειών, ή αλλιώς των τραστ. Όταν το Κογκρέσο ψήφισε τον Αντιμονοπωλιακό Νόμο Σέρμαν το 1890, ο συντάκτης του, Τζον Σέρμαν, γερουσιαστής του Οχάιο, δήλωσε: "Εάν δεν ανεχόμαστε έναν βασιλιά ως πολιτική εξουσία, δεν πρέπει να ανεχόμαστε ούτε έναν βασιλιά στην παραγωγή, στις μεταφορές και στις πωλήσεις αγαθών απαραίτητων στη ζωή μας”. Σαρανταπέντε χρόνια αργότερα, ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ αναβίωσε αυτήν την αρχή όταν αποκήρυξε την "οικονομική βασιλεία” που "δημιουργούσε ένα νέο καθεστώς δεσποτισμού”. Θεωρούσε τη συγκέντρωση παραγωγικής και οικονομικής ισχύος "βιομηχανική δικτατορία” που απειλούσε τη δημοκρατία.

Η Standard Oil και άλλα τραστς έγιναν στόχος αντιμονοπωλιακών αγωγών όχι μόνο διότι συνέτριβαν τους ανταγωνιστές τους και αύξαναν τις τιμές για τον καταναλωτή, αλλά και γιατί διέφθειραν την πολιτική και εκμεταλλεύονταν τους εργαζόμενους. Η διάσπαση αυτών των γιγαντιαίων εταιρειών σε μικρότερες οντότητες μπορεί να βοηθούσε, αλλά λίγοι μεταρρυθμιστές πίστευαν ότι οι κυβερνητικές αντιμονοπωλιακές πρωτοβουλίες έδιναν οριστική λύση στην ανισορροπία εξουσίας που κυριαρχούσε όλο και περισσότερο στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο. Αυτό που χρειαζόταν ήταν αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο και ισχυρά συνδικάτα.

Στην προοδευτική εποχή, τα δικαστήρια αποφάνθηκαν ότι μια μεγάλη γκάμα εταιρειών και βιομηχανιών που "σχετίζονταν με το δημόσιο συμφέρον” έπρεπε να υπόκεινται σε κρατική ρύθμιση -που κάλυπτε τις τιμές, τα προϊόντα ακόμη και τα εργασιακά πρότυπα-, κάτι που τα τελευταία χρόνια έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό μόνο στις εταιρείες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και υπηρεσιών μεταφοράς. Δύο δεκαετίες αργότερα, οι υπέρμαχοι του κοινωνικού και οικονομικού προγράμματος του Ρούσβελτ προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τη μονοπωλιακή εξουσία όχι μόνο με την αναζωπύρωση των αντιμονοπωλιακών διακανονισμών αλλά και με την ενθάρρυνση του συνδικαλισμού, ώστε να δημιουργηθεί μια βιομηχανική δημοκρατία στην καρδιά των ίδιων των εταιρειών. 

Αυτή η αντιμονοπωλιακή παράδοση ξεθώριασε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καταλήγοντας τελικά σε μια στείρα συζήτηση που έθετε μόνο ένα ερώτημα: η πρόληψη μιας συγχώνευσης ή η διάλυση μιας εταιρείας θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών για τον καταναλωτή; Ο συντηρητικός καθηγητής Νομικής Ρόμπερτ Μπορκ και μια γενιά δικηγόρων και οικονομολόγων με αντίστοιχες ιδέες έπεισαν την κυβέρνηση Ρέιγκαν, όπως και τα δικαστήρια, ότι η αντιμονοπωλιακή νομοθεσία εμπόδιζε τη δημιουργία αποτελεσματικών, φιλικών προς τον καταναλωτή επιχειρηματικών οντοτήτων. Ακόμη και φιλελεύθεροι οικονομολόγοι όπως ο Λέστερ Θούροου και ο Ρόμπερτ Ράιχ θεώρησαν ότι η αντιμονοπωλιακή νομοθεσία δεν είναι απαραίτητη εάν οι αμερικανικές εταιρείες επρόκειτο να ανταγωνιστούν εκτός των συνόρων. Το 1992, για πρώτη φορά σε έναν αιώνα, η αντίδραση στα μονοπώλια δεν περιλαμβανόταν στις πολιτικές θέσεις του Δημοκρατικού Κόμματος. 

Ο Μπάιντεν σήμερα σωστά διαμηνύει ότι αυτό το "πείραμα” των 40 ετών έχει αποτύχει. "Ο καπιταλισμός χωρίς ανταγωνισμό δεν είναι καπιταλισμός”, τόνισε κατά την υπογραφή του εκτελεστικού διατάγματος. "Είναι εκμετάλλευση”.

Ίσως η πιο προοδευτική ρύθμιση του εκτελεστικού διατάγματος είναι η αποκήρυξη του τρόπου με τον οποίο οι μεγάλες επιχειρήσεις περιορίζουν τους μισθούς. Το επιτυγχάνουν αφενός μονοπωλώντας την αγορά εργασίας -σκεφτείτε τις πιέσεις που μπορεί να ασκήσει η Walmart σε μια μικρή πόλη- και αφετέρου αναγκάζοντας εκατομμύρια υπαλλήλους να υπογράψουν μη ανταγωνιστικές συμβάσεις που τους εμποδίζουν να δεχθούν καλύτερη δουλειά στον ίδιο κλάδο.

Ο πρόεδρος και το αντιμονοπωλιακό υπουργικό του συμβούλιο έχουν στρέψει την προσοχή τους σε μια σημαντική πτυχή του παραδοσιακού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων. Για πολύ καιρό, αυτοί που συνηγορούσαν στην αύξηση του ανταγωνισμού μεταξύ των εταιρειών προσέφεραν στους εργαζομένους εγγυήσεις κατά των μειώσεων μισθών και παροχών, όπως και του outsourcing. Αλλά ο Μπάιντεν οραματίζεται έναν κόσμο όπου οι επιχειρήσεις ανταγωνίζονται για τους εργαζόμενους. "Εάν ο εργοδότης σου θέλει να σε κρατήσει, θα πρέπει να αξίζει για να μείνεις”, δήλωσε ο Μπάιντεν την Παρασκευή. "Αυτό το είδος του ανταγωνισμού οδηγεί σε καλύτερους μισθούς και μεγαλύτερη αξιοπρέπεια στην εργασία".

Η αντιμονοπωλιακή παράδοση του έθνους αναδύεται και πάλι.

* Ο Nelson Lichtenstein είναι Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, όπου διευθύνει το Κέντρο μελέτης της Εργασίας και της Δημοκρατίας 

© 2021 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"

** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια