Μόλυβδος από τη βενζίνη που χρησιμοποιούσαν τα αυτοκίνητα μέχρι τα τέλη του περασμένου αιώνα συνεχίζει να ρυπαίνει τον αέρα του Λονδίνου περισσότερο από δύο δεκαετίες μετά την απαγόρευση των καυσίμων με μόλυβδο το 1999, αποκαλύπτει η ανάλυση δειγμάτων.
Τα επίπεδα μολύβδου στον αέρα της βρετανικής πρωτεύουσας έχουν έκτοτε μειωθεί και συμμορφώνονται πλέον με τα ανώτατα επιτρεπτά όρια. Παρόλα αυτά, η διεθνής ερευνητική ομάδα επισημαίνει ότι δεν υπάρχουν «ασφαλή» επίπεδα για την έκθεση σε μόλυβδο και οι δυνητικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία πρέπει να διερευνηθούν, όπως συνέβη εξάλλου στις ΗΠΑ.
Ο μόλυβδος χρησιμοποιείτο κάποτε ευρέως στις μπαταρίες, τα χρώματα, τις σωληνώσεις και τα καύσιμα, όπου λειτουργούσε ως ενισχυτικό καύσης. Η χρήση του στη βενζίνη σταδιακά καταργήθηκε μετά τη δημοσίευση μελετών που ενοχοποιούσαν το μέταλλο για διαταραχές της ανάπτυξης και του νευρικού συστήματος στα παιδιά και για προβλήματα του καρδιαγγειακού συστήματος, των νεφρών και του αναπαραγωγικού συστήματος στους ενήλικες.
«Παρόλο που ακόμα δεν γνωρίζουμε τις συνέπειες της μελέτης μας στη δημόσια υγεία, τα δεδομένα δείχνουν ότι η βενζίνη με μόλυβδο μπορεί ακόμα να εκθέτει τον πληθυσμό σε χαμηλά επίπεδα και να έχει επιβλαβείς συνέπειες» δήλωσε η Έλινο Ρέζονγκλις του Imperial College του Λονδίνου, επικεφαλής της μελέτης που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση PNAS.
H Ρέσονγκλις και οι συνεργάτες της εξέτασαν 18 δείγματα αιωρούμενων σωματιδίων που συλλέχθηκαν από την οδό Μέριμποουν το 2018 αι 20 δείγματα που συλλέχθηκαν στην ταράτσα ενός κτιρίου 24 μέτρων στο κάμπους του Imperial στο Σάουθ Κένζινγκτον.
Δεδομένα για τη χρήση μολύβδου τις προηγούμενες δεκαετίες, σε συνδυασμό με υπολογισμό της αναλογίας ισοτόπων στα δείγματα έδειξε ότι οι πηγές μολύβδου παραμένουν σταθερές στην πορεία του χρόνου από το 2001 μέ3χρι σήμερα.
Επιπλέον, η αναλογία ισοτόπων στα δείγματα ταίριαζε με τις αντίστοιχες ισοτοπικές αναλογίες της σκόνης των δρόμων και το επιφανειακό έδαφος, ένδειξη ότι ο μόλυβδος που αιωρείται σήμερα στην ατμόσφαιρα προέρχεται από σκόνη που επικάθεται στο έδαφος και μετά ανακινείται και σηκώνεται ξανά στον αέρα.
Η ανάλυση έδειξε ακόμα ότι το 40% του μολύβδου των αιωρούμενων σωματιδίων προέρχεται από τη χρήση βενζίνης με μόλυβδο μέχρι το 1999.
Τη δεκαετία του 1980, η μέση συγκέντρωση του μολύβδου στον αέρα του Λονδίνου μειώθηκε από τα 500-600 νανογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα στα 300 ng/m3, πριν πέσει περαιτέρω στα 20 ng/m3 το 2000. Η συγκέντρωση που καταγράφηκε από τη νέα μελέτη στην οδό Μέριμποουμ το καλοκαίρι του 2018 περιοριζόταν στα 8 ng/m3.
Δεδομένου όμως ότι όρια «ασφαλούς» έκθεσης δεν υπάρχουν, το ενδεχόμενο επιπτώσεων στην ανθρώπινη υγεία δεν μπορεί να αποκλειστεί, τονίζει η ερευνητική ομάδα.
«Τα ευρήματα από τη μελέτη στο Λονδίνο βρίσκονται σε συμφωνία με τα αποτελέσματα ανάλογων μελετών στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας και εγείρουν ερωτήματα για τη μακροπρόθεση ρύπανση από μόλυβδο σε άλλες μεγάλες πόλεις σε όλο τον κόσμο» σχολιάζει ο καθηγητής Ντόμινικ Ουάις, τελευταίος συγγραφέας της δημοσίευσης.
Εφόσον διαπιστωθεί ότι οι συγκεντρώσεις που καταγράφηκαν είναι όντως επιβλαβείς, η βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Μια λύση θα ήταν η κάλυψη των μολυσμένων επιφανειών με φρέσκο χώμα, μια προσέγγιση που μείωσε τα επίπεδα μολύβδου στο αίμα παιδιών στη Νέα Ορλεάνη, επισημαίνει η ομάδα.
0 Σχόλια