Έχουμε μιλήσει κατ΄επανάληψη για την χαρακτηριστική ατολμία έως και προκλητική ανεπάρκεια της Ελληνικής συστημικής στρατηγικής σκέψης και δυστυχώς όλοι όσοι την εκπροσωπούν, κάνουν τα πάντα για να επιβεβαιώνουν τις διαπιστώσεις μας σε κάθε τους βήμα…
Του Κ. Κυριακόπουλου
Τελευταία μετάλλαξη αυτής της πολύ ιδιαίτερης συνομοταξίας των στρατηγιστών, είναι οι ισορροπιστές. Δημιουργούνται και αναπαράγονται στο έδαφος της κλιμακούμενης τουρκικής επιθετικότητας και φιλοδοξούν να πρωτοτυπήσουν και κυρίως να ετεροπροσδιορίζονται, χαρακτηρίζοντας ως «λαϊκιστές» εκείνους που επιμένουν, πως η Ελλάδα, εάν θέλει να μην οδηγηθεί στον αφανισμό, θα πρέπει να αρχίσει να πορεύεται με βάση ένα βιώσιμο στρατηγικό σχέδιο που θα την τοποθετεί στην λίστα των χειραφετημένων και υπολογίσιμων γεωπολιτικών μεγεθών, που διαθέτουν πλήρη επίγνωση των συγκριτικών – περιφερειακών τους πλεονεκτημάτων.
Επιμένουν δηλαδή να χαρακτηρίζουν ως «λαϊκιστές», όλους αυτούς που θεωρούν ότι η χώρα μας θα πρέπει να μεταπηδήσει στην ζώνη των μη προβλέψιμων δυνάμεων, για να μπορεί ακριβώς να επενδύσει στην ανασφάλεια όλων αυτών που την επιβουλεύονται ή την χρησιμοποιούν ως φτηνό αναλώσιμο, επειδή ακριβώς θεωρούν πως είναι ένα failed μέγεθος, ανίκανο να σταθεί στα πόδια του και το οποίο απλά το έχουν στο χέρι.
Στον αντίποδα των «λαϊκιστών», τοποθετούν όλους εκείνους που επιμένουν ότι η λύση απέναντι στην ξέφρενη Τουρκική επιθετικότητα, είναι ο «εξευμενισμός». Και χρησιμοποιώντας ως τεχνικό άλλοθι την αποκρουστική αίσθηση που...αποπνέει η λογική των συμβιβασμένων, αυτό που κατά βάθος επιδιώκουν, είναι να απαξιώσουν συλλήβδην, όλους όσους απορρίπτουν τις εξευμενιστικές αυταπάτες, αντιμετωπίζοντάς τους ως εκφραστές του ακραίου, που φαντασιώνονται μεγαλεία τα οποία ξεπερνούν κατά πολύ το πραγματικό μπόι της χώρας.
Απέναντι σε αυτό το αυθαίρετο και ιστορικά ανακριβές τσουβάλιασμα καταφανώς διαφορετικών ποιοτικά αντιλήψεων μέσα στην δρώσα στρατηγική σκέψη αλλά και στην κοινωνία ευρύτερα, έρχονται να αντιπαραβάλουν μια φλυαρία αδιέξοδη η οποία τελικά δια της πλαγίας και με την χρήση πολλαπλών τεθλασμένων, καταλήγει και πάλι στο να αποδέχεται μια εναλλακτική διαχείριση του εξευμενισμού.
Τα λάθη στην συλλογιστική όλων αυτών που αναπαράγουν αντίστοιχες αντιλήψεις, είναι θεμελιώδη και ως εκ τούτου το αποτέλεσμα της συλλογιστικής τους είναι εν πολλοίς προδιαγεγραμμένο.
Το πρώτο λάθος τους, εδράζεται στην δυσκολία τους να αντιληφθούν πως με βάση τα σημερινά δεδομένα, εάν τα πράγματα μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας οδηγηθούν σε σύγκρουση, αυτό δεν θα είναι Ελληνική «υπερήφανη» επιλογή, αλλά το φυσικό συνεπακόλουθο της ξέφρενης Τουρκικής επιθετικότητας που διεκδικεί τα πάντα και επιδιώκει να επιβάλει ντε φάκτο ανατροπές στο status του Αιγαίου. Άλλωστε, το casus belli είναι απόφαση της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, και όχι η αναγκαία Εθνική προειδοποίηση που θα έπρεπε να είχε ενσωματωθεί στην Ελληνική απάντηση, μετά από μια αλληλουχία επιθετικών πιέσεων και αντίστοιχων υπαναχωρήσεων που έχουν οδηγήσει σε ένα γκρίζο φόντο το γεωπολιτικό περιβάλλον που μας αφορά.
Το δεύτερο λάθος, σχετίζεται με την ευκολία με την οποία συγκρίνεται η στάση της Τουρκίας απέναντι στην χώρα μας, με την συνολικά «απείθαρχη» και «άτακτη» στάση της έναντι των υπολοίπων συμμάχων. Αυτή η επιφανειακή των πραγμάτων προσέγγιση, ξεχνά ότι η Τουρκία αυτό που απαιτεί από την χώρα μας, είναι την γεωπολιτική της ακύρωση και εντέλει τον γεωπολιτικό της αφανισμό, ενώ αυτό που προσπαθεί να επιβάλει στους «συμμάχους» μέσω της συμβατικής της συνέπειας στις Ευρωατλαντικές της υποχρεώσεις, είναι να της εξασφαλίσουν την ανοχή τους και την σιωπηλή τους συγκατάθεση προκειμένου να «βάλει στο χέρι» τις «Ιφιγένειες» των ιστορικών της φιλοδοξιών.
Το τρίτο λάθος, συναρτάται με την επίσης απολύτως επιφανειακή προσέγγιση που υιοθετούν οι φορείς αυτής της αντίληψης, σύμφωνα με την οποία ο επιθετικός αναθεωρητισμός που διαπερνά την Τουρκική στρατηγική, είναι προϊόν εσωτερικών διεργασιών, ισορροπιών και ανακολουθιών που σχετίζονται με την εσωτερική πολιτική τάξη στην χώρα, και όχι το φυσικό συνεπακόλουθο του ιστορικού ρόλου που διεκδικεί ως ισχυρή δύναμη στα περιφερειακά και διεθνή δρώμενα και της φυσιογνωμίας του νέου γεωπολιτικού imperium που επιδιώκει να χτίσει στο πλαίσιο των ιστορικών της φιλοδοξιών να καταστεί μια ισχυρή αεροναυτική δύναμη με ευρύτερο ρόλο.
Συμπέρασμα…
Ο επιθετικός αναθεωρητισμός ως κυρίαρχο στοιχείο στην Τουρκική εξωτερική πολιτική, δεν αφορά σε επιμέρους τμήματα της πολιτικής της ελίτ, αλλά αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστικό πεδίο συναγωνισμού στον οποίο επιδίδεται συνολικά και διαχρονικά η πολιτική τάξη της χώρας.
Οποιοσδήποτε σχεδιασμός αποβλέπει στην ενεργοποίηση παραμέτρων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εσωτερική ανάσχεση αυτής της διεργασίας, με πρωταγωνιστές ίδιες δυνάμεις της Τουρκικής κοινωνίας, συνιστά επί της ουσίας μια ανυπόστατη προσδοκία. Η προοπτική μιας τέτοιας «ανατροπής» θα ισοδυναμούσε με δομική φυσιογνωμική μετάλλαξη της Τουρκίας ως γεωπολιτικό μέγεθος, και αυτά είναι πράγματα που πολύ απλά ΔΕΝ γίνονται ούτε στα παραμύθια.
Ο γεωπολιτικός χρόνος ως μέγεθος, προσδιορίζεται πρωτίστως από τις μεταβολές που συντελούνται ή από την δυναμική για ανατροπές που διαμορφώνεται κατά το διάβα του. Επομένως, σε μια ιστορική συγκυρία, κατά την διάρκεια της οποίας δρομολογούνται ευρύτερες ανατροπές, η έκβαση των οποίων θα προσδιορίσει εν πολλοίς και την φυσιογνωμία της νέας ισορροπίας ισχύος που τελεί υπό διαμόρφωση, η κυρίαρχη στρατηγική στόχευση της Τουρκίας είναι και θα παραμένει κατάφορα επιθετική και ασυμβίβαστα αναθεωρητική. Σε αυτό το περιβάλλον, ο Ελληνικός στρατηγικός σχεδιασμός, δεν μπορεί να πορεύεται με διαφορά φάσης από την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας, διότι ακόμη και αν το Ελληνικό πολιτικό προσωπικό είχε την ικανότητα να διαχειριστεί αποτελεσματικά ένα τόσο πολυσύνθετο σχέδιο σε ένα περιβάλλον που θα υπήρχαν αντικειμενικά οι προϋποθέσεις για μια σχετικά αποτελεσματική διαχείριση, ο παράγοντας χρόνος θα ήταν αυτός που τελικά θα μπορούσε να «καταπιεί» ακόμη και το πιο φιλόδοξο όνειρο και να αφήσει έτσι τις προσδοκίες στην μέση.
Η Ελλάδα επομένως δεν μπορεί να συνεχίσει να καταγίνεται με αδιέξοδες φλυαρίες σε ένα περιβάλλον αυξημένων κινδύνων για την ίδια, στο οποίο επιπροσθέτως εγγράφονται αρνητικές υποθήκες που θα μπορούσαν να νομιμοποιήσουν τερατουργήματα στις διεθνείς σχέσεις. Αυτό που οφείλει να κάνει, είναι να σχεδιάσει μια ολοκληρωμένη απάντηση ικανή να εκβιάσει την ανατροπή των επικίνδυνων Τουρκικών επιδιώξεων, γνωρίζοντας πως κάθε περαιτέρω καθυστέρηση ως προς αυτό, φέρνει όλο και πιο κοντά την προοπτική του γεωπολιτικού της ακρωτηριασμού, στην προοπτική της πλήρους αυτοακύρωσής της.
Και οφείλει να το κάνει, αξιοποιώντας στο έπακρο τα ιδιαιτέρως υπολογίσιμα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, την νέα περιφερειακή δυναμική που αναζητεί εναγωνίως ταυτότητα για να την μετουσιώσει σε γεωπολιτικό έργο και την ιστορική της ικανότητα που της επιτρέπει να μεταλαμπαδεύσει ένα συγκεκριμένο περιφερειακό όραμα ικανό να βάλει την δική του σφραγίδα σε μια νέα περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφάλειας και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή.
Η Ελλάδα οφείλει να διαμηνύσει την δική της αποφασιστικότητα αλλά και την αμέριστη στήριξη των στρατηγικών της συμμάχων, να μετατραπούν σε δύναμη πρώτου συντριπτικού στρατηγικού πλήγματος, έναντι του διαχρονικού ταραξία και οφείλουν να το κάνουν ΚΑΙ με την απαραίτητη επιχειρησιακή ετοιμότητα αλλά ΚΑΙ με την συναποδοχή μιας συνολικής ατζέντας αποκατάστασης των ιστορικών δικαίων, ως μόνης ικανής να ακυρώσει πλήρως τον Τουρκικό επιθετικό αναθεωρητισμό.
Αν αναζητούμε επομένως ένα πραγματικό αφήγημα Νίκης, αυτό θα πρέπει να στοχεύσει ευθέως στα νώτα του τουρκικού αναθεωρητισμού, χωρίς συμβιβασμούς και εκπτώσεις. Οτιδήποτε άλλο, συνιστά περιττή φλυαρία που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ενδυνάμωση των λογικών του «εξευμενισμού» και θυματοποιεί αμετάκλητα την χώρα.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της
αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια