copyright: APimages |
Το άρθρο μου της προηγούµενης εβδοµάδας είχε επικεντρωθεί στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο. Ακριβέστερα στη διαφορά ανάµεσα στην αίσθηση που µπορεί να έχει µια χώρα για το δίκιο της και τη νοµιµότητα, και στη δυνατότητα να τα επιβάλει µε την επίκληση του ∆ιεθνούς ∆ικαίου. Καλώς ή κακώς, στοιχείο συνυπολογισµού είναι πάντα ο συσχετισµός δύναµης, τα συµφέροντα όχι µόνο των εµπλεκόµενων χωρών αλλά και τρίτων. Χαρακτηριστικό παράδειγµα η κρίση της Κούβας το 1962. Ως κυρίαρχη χώρα-µέλος του ΟΗΕ θεωρητικά η Κούβα -που είχε µάλιστα υποστεί έναν χρόνο πριν επίθεση µισθοφόρων και παραστρατιωτικών µε την υποστήριξη των ΗΠΑ στον Κόλπο των Χοίρων- είχε κάθε δικαίωµα να εξοπλιστεί από τους Σοβιετικούς. Οι ΗΠΑ θεώρησαν τους πυραύλους άµεση και µη ανεκτή απειλή και ο κόσµος έφτασε στο χείλος της καταστροφής.
Τελικά, οι δύο υπερδυνάµεις βρήκαν τον δρόµο του συµβιβασµού µε συµφωνίες πάνω και κάτω από το τραπέζι. Αυτές τις ηµέρες της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις µπήκε επί τάπητος από διάφορες πλευρές το ζήτηµα της εθνικής στρατηγικής, µε κυρίαρχο το ερώτηµα αν ο χρόνος τρέχει υπέρ των ελληνικών θέσεων ή χρειάζεται µια ριζική αναπροσαρµογή. Αν η τακτική της απάντησης στις τουρκικές κινήσεις είναι αποτελεσµατική, αν η συνεργασία Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου, Ισραήλ ήταν τόσο επωφελής όσο εµφανίστηκε ή µήπως διευκόλυνε την Τουρκία στις επιδιώξεις της. Τελικά µήπως υπάρχει άλλος δρόµος που εξυπηρετεί καλύτερα τα εθνικά συµφέροντα; Οσοι απόστρατοι δεν έχουν διοριστεί στις διοικήσεις των νοσοκοµείων, συνεπικουρούµενοι από πολεµοχαρείς αναλυτές, προτείνουν λύσεις που όλες κατατείνουν στην πολεµική αναµέτρηση. Απολυτοποιώντας το γνωστό -βάσιµο την εποχή των Ρωµαίων, αλλά αδύναµο σήµερα- si vis pacem, para bellum πιστεύουν ότι ο αναθεωρητισµός της Τουρκίας θα τιθασευτεί από µια κούρσα εξοπλισµών.
Ακόµα χειρότερα από µια άµεση πολεµική απάντηση σαν αυτήν που ζητούσαν στα Ιµια. Και επειδή έχουν εγκατασταθεί στα ΜΜΕ και αραδιάζουν στερεότυπα, έχουν ακροατήριο. Και σύµµαχό τους τον φόβο του πολιτικού κόστους των πολιτικών που ξέρουν τον δρόµο, αλλά δεν τολµούν να τον πάρουν. Την Κυριακή που µας πέρασε υπήρχαν τρία άρθρα στην «Καθηµερινή». Ο Χρήστος Ροζάκης, ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Στέφανος Μάνος µε διαφορετική επιχειρηµατολογία κατέληξαν στο ίδιο συµπέρασµα. Είχε προηγηθεί ο Κώστας Σηµίτης µε άρθρο του ήδη από τον Ιούνιο. Το κοινό συµπέρασµα ήταν ότι απέναντι στην ακραία συµπεριφορά της Τουρκίας το µόνο οριστικό και αδιαµφισβήτητο όπλο είναι η προσφυγή στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο της Χάγης. Αυτήν την προσφυγή δεν την αρνείται µόνο η Τουρκία -απαραίτητη για τη σύναψη σχετικού συνυποσχετικού-, αλλά στην πράξη και εµείς.
Η Τουρκία γιατί ξέρει ότι αποκλείεται το ∆ιεθνές ∆ικαστήριο να αρνηθεί ότι οι ανατολικές ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Και αντιστρόφως εµείς επειδή ξέρουµε ότι αποτελεί παγκόσµια πρωτοτυπία η διαφορετική έκταση των χωρικών µας υδάτων (6 ν.µ.) και του εναερίου χώρου (10 ν.µ.). Ο οδικός χάρτης, λοιπόν, για την προσφυγή στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο της Χάγης προϋποθέτει τη βούληση και των δύο χωρών να αναγνωρίσουν την ύπαρξη προβληµάτων, τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι το ∆ιεθνές ∆ίκαιο δεν δικαιώνει καθολικά µία εξ αυτών και την αντοχή των πολιτικών ηγεσιών στο πολιτικό κόστος από ενδεχόµενη ετυµηγορία. ∆ύσκολος δρόµος, αναµφίβολα. Με «κλειδί» το περιεχόµενο και το εύρος του συνυποσχετικού. Οµως δεν υπάρχει εναλλακτική, ειρηνική λύση.
Νίκος Μπίστης
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια