Έχει αποτύχει σύμπασα…


Του Γιώργου Καραμπελιά *

Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών αποτέλεσαν την πρώτη μεγάλη ήττα της Αριστεράς, κυβερνητικής και μη,μετά την εκτίναξή της στις εκλογές του 2015, τόσο τον Ιανουάριο όσο και τον Σεπτέμβριο. Πράγματι, στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, τα κάθε είδους αριστερά κόμματα με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ, συγκέντρωσαν το 42,43%, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, 44,72% και σε εκείνες των ευρωεκλογών του 2019 έπεσαν στο 36,49%. Στην πρώτη περίπτωση, η Αριστερά εκπροσωπούνταν από τρία κόμματα, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στη δεύτερηαπό τέσσερα, διότι είχε προστεθεί και η ΛΑΕ με 2,86%, και στην τρίτη, στις Ευρωεκλογές του 2019, από τουλάχιστον 10 κόμματα! Τον Ιανουάριο του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε το 36,34%, τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου το 35,46% και τον Μάιο του 2019 περιορίστηκε στο 23,76%.

Την ίδια στιγμή, η ευρύτερη Δεξιά, σε όλες της τις μορφές πέρασε, από το 39,5% τον Ιανουάριο του 2015, στο 35,12% τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου και στο 47,49% στις Ευρωεκλογές του 2019. Στην πρώτη περίπτωση, εκπροσωπούνταν από έξι κόμματα και η ΝΔ εισέπραξε το 28,09%, στη δεύτερη περίπτωση από τρία κόμματα με τη Ν.Δ. να συγκεντρώνει το 27,81% και στην τρίτη περίπτωση, στις Ευρωεκλογές, από… 13 τουλάχιστον κόμματα, με τη Ν.Δ. να καρπώνεται μόλις το 33,12%. Βεβαίως, μπορεί να θεωρηθεί πως δεν είναι δόκιμη η σύγκριση μεταξύ αποτελεσμάτων Εθνικών και Ευρωπαϊκών εκλογών. Εν τούτοις, και στις ευρωεκλογές του 2014 είχαν ήδη αρχίσει να διαγράφονται οι σχετικές τάσεις. Η Αριστερά, με τον ΣΥΡΙΖΑ στο 26,56%, συγκέντρωνε το 36,32% με ένδεκα κόμματα και η Δεξιά, με τη ΝΔ στο μόλις 22,72%, συγκέντρωνε το 37,12% με οκτώ κόμματα επίσης. Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές του 2019, συγκεντρώνει το μικρότερο ποσοστό του για την περίοδο αυτών των πέντε χρόνων και η ΝΔ το υψηλότερο, ενώ εντείνεται ο κατακερματισμός, κυρίως στον χώρο της Αριστεράς.

Μια άλλη, αυθεντικότερη, ανάγνωση

Στην πραγματικότητα είναι δυνατή –και μάλλον εγκυρότερη– μια διαφορετική ανάγνωση των αποτελεσμάτων: Με δεδομένη τη σταδιακή μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα της «κεντροαριστεράς», στη διάρκεια της σχεδόν πενταετούς διακυβέρνησής του –η οποία πλέον προσλαμβάνει και θεσμικό χαρακτήρα στο ευρωπαϊκό επίπεδο­­–, αυτό το μειωμένο ποσοστό δεν ανήκει στην stricto sensu Αριστερά. Μάλλον είναι πιο δόκιμη μια διαφορετική ανάγνωση των αποτελεσμάτων και των πολιτικών μετακινήσεων, αν αναχθούμε στην προμνημονιακή περίοδο.

Στις τελευταίες προμνημονιακές εκλογές, τις εθνικές εκλογές του 2009, η Αριστερά, σε όλες της τις εκδοχές, συγκέντρωνε το 16-17% των ψηφοφόρων, δηλαδή ένα ποσοστό κοντά στη μακρά τάση της μεταπολιτευτικής περιόδου, ενώ η κεντροαριστερά, με το ακόμα κραταιό ΠΑΣΟΚ, εκπροσωπούσε το 44% των ψήφων, επίσης κοντά στα μεταπολιτευτικά ποσοστά του. Η μεταπολιτευτική περίοδος χαρακτηρίζεται από μια κατανομή των πολιτικών δυνάμεων κατά την οποία το 85-90% των ψήφων κατευθυνόταν στις δύο μεγάλες οικογένειες της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς και το 10-15% στην κομμουνιστογενή Αριστερά.

Η μεγάλη κρίση δεν ανέσκαψε μόνο κοινωνικές τάξεις και στρώματα αλλά εκτίναξε και την Αριστερά, με κύριο εκπρόσωπο τον ΣΥΡΙΖΑ, για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία –αν όχι και σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο, εκτός από την αναλαμπή του 1958–, στη θέση του δεύτερου πόλου του πολιτικού συστήματος και μάλιστα με ηγεμονικά χαρακτηριστικά και ποσοστά. Έτσι, στις πρώτες μεταμνημονιακές εκλογές, τον Μάιο του 2012, η κομμουνιστογενής Αριστερά και το οικολογικό της παράρτημα συγκέντρωσε ήδη το 34% των ψήφων και μεταβλήθηκε σε πόλο εξουσίας. Και η πορεία έκτοτε υπήρξε ανοδική. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους, θα φθάσει στο 39% και τον Ιανουάριο του 2015, όχι μόνο θα κατακτήσει την πολιτική πρωτοκαθεδρία αλλά και την αριθμητική με το 43% περίπου που συγκέντρωσε, ποσοστό που θα διατηρήσει μέχρι τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου.

Αυτό που είχε συμβεί με τη βίαιη ριζοσπαστικοποίηση των μεσαίων βενιζελογενών στρωμάτων στη διάρκεια της Κατοχής, η οποία και τα έστρεψε μαζικά προς το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, έμοιαζε να επαναλαμβάνεται, τηρουμένων των αναλογιών, στην περίοδο 2010-2014. Τα οργισμένα μεσαία στρώματα εγκατέλειψαν εν σώματι τον παραδοσιακό πολιτικό τους εκφραστή, το ΠΑΣΟΚ, για να προσχωρήσουν σε μια Αριστερά που θεώρησε ότι κερδίζει, επί τέλους, τη μεγάλη «ρεβάνς». Εξάλλου, η σχετική μετακίνηση διευκολυνόταν από τη μακρά μεταπολιτευτική ώσμωση Αριστεράς και κεντροαριστεράς, στα συνδικάτα, τα Πανεπιστήμια, τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, τον Τύπο. Πράγματι, η Αριστερά προσέφερε επί δεκαετίες το βασικό ιδεολογικό και στελεχιακό προσωπικό στην πασοκική Κεντροαριστερά. Ο Λιάκος, ο Μουζέλης, ο Τσουκαλάς, ο Χριστοδουλάκης, ο Ανδρουλάκης, ο… Στουρνάρας, ο Κούλογλου, ο Κατρούγκαλος, ο Κοτζιάς και tutti quanti, είχαν θητεύσει επί μακρόν στις διάφορες εκδοχές και σέκτες της Αριστεράς. Η «επιστροφή» των περισσότερων στην αριστερή κοιτίδα τους, ώστε να ελεγχθεί το κύμα του ριζοσπαστισμού, ήταν μάλλον εύκολη και ευπρόσδεκτη από το σύστημα, ώστε να μπορεί να ελέγξει τις εξελίξεις, όπως και πράγματι συνέβη.

Διότι, προς στιγμήν, είχε φανεί πως το κίνημα των «αγανακτισμένων», με την «πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς» πατριωτική ιδεολογία του, κινδύνευε να υπερκεράσει το πολιτικό σύστημα που είχε άρχισε να τρομοκρατείται κυριολεκτικά.

Εν τούτοις, μια τέτοια ανατροπή δεν κατέστη δυνατή. Αρχικώς, εξ αιτίας της αβαθούς ιδεολογικής συγκρότησης αυτού του κινήματος, συνέπεια της παρασιτικής υφής της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Κατά δεύτερο λόγο, εξαιτίας του εξέχοντος ρόλου τον οποίο διαδραμάτιζαν αρκετές από τις ηγετικές του φυσιογνωμίες, συνδεδεμένες με την παλιά Αριστερά –όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μανόλης Γλέζος, ή ακόμα και ο Κώστας Ζουράρης, καθώς και οι συστηματικά προβαλλόμενοι από το μηντιακό σύστημα Βαρουφάκηδες, Κατρούγκαλοι, Καζάκηδες κ.λπ. Και τελικώς ο στόχος επετεύχθη: το κίνημα των αγανακτισμένων, μετά το 2012, εισήλθε στην πολιτική κοίτη του συστήματος. Κύριος εκφραστής του κατέστη ο ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως ο Πάνος Καμμένος και η Χρυσή Αυγή, επιβάλλοντας τον διαχωρισμό του κινήματος σε αριστερά και δεξιά, αναιρώντας έτσι το κεντρικό ιδεολογικό στοιχείο της πατριωτικής υπέρβασης των ιδεολογιών, το οποίο χαρακτήριζε το κίνημα των αγανακτισμένων. Εξάλλου, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, στην αρχική εξάμηνη «επαναστατική» περίοδο της διακυβέρνησής του, θα επιλέξει ως συνοδοιπόρο τον Πάνο Καμμένο. Και αυτό θα το πράξει τόσο εξαιτίας της συμφωνίας του Τσίπρα με τους εγχώριους ολιγάρχες και τα υπερατλαντικά κέντρα –που εξάλλου επέβαλαν την παρουσία του Καμμένου και του Κοτζιά στην κυβέρνηση–, αλλά και εξαιτίας της ανάγκης να υπομιμνήσκεται, έστω και επιφανειακώς, η «πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς», αντιμνημονιακή ιδεολογία, εξ ου και μία κυβέρνηση Αριστεράς-Δεξιάς, Τσίπρα-Καμμένου!

Η πρώτη αλλοπρόσαλλη εξάμηνη περίοδος του φαλακρού γυρολόγου, της σιδηράς προέδρου και των μπολσεβίκικων αυταπατών του Αριστερού Ρεύματος θα κλείσει το καλοκαίρι του 2015 με την οριστική εκτόνωση του κινήματος των αγανακτισμένων, το οποίο και θα αυτοχειριαστεί με το δημοψήφισμα, και θα ακολουθήσει η μεγάλη κωλοτούμπα.

Έκτοτε, αρχίζει η μακρά πορεία προς την σοσιαλδημοκρατικοποίηση και η σταδιακή απομάκρυνση από την κομμουνιστική παράδοση, με μια οικονομική και κοινωνική πολιτική τυπικά ή μάλλον ακραία σοσιαλφιλελεύθερη. Μια πολιτική που εκπροσωπεί τους ξένους δανειστές, τις ΗΠΑ και το μεγάλο ξένο και το εγχώριο κρατικοδίαιτο-παρασιτικό κεφάλαιο, χρησιμοποιεί ως κοινωνικά στηρίγματα τους δημοσίους υπαλλήλους και τα επιδοτούμενα και υπό κοινωνική λουμπενοποίηση λαϊκά στρώματα, ενώ στρέφεται βίαια ενάντια στα μεσαία στρώματα κυρίως, αλλά και στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα.

Η εποχή της αντιμνημονιακής οργής, που ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη Χρυσή Αυγή και τον Καμμένο στα δεξιά, ή το Ποτάμι και την Ένωση Κεντρώων στην Κεντροαριστερά, θα αρχίσει να καταλαγιάζει, και στις Ευρωεκλογές του 2019 θα αναδειχθεί μια νέα κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, ριζικά διάφορη από εκείνη του 2012. Ο συρρικνωμένος «ΣΥΡΙΖΑ» θα έχει μετακινηθεί οριστικά στην «κεντροαριστερά» και αυτό δεν μπορούν να το αλλάξουν οι όποιοι Τσακαλώτοι και Φίληδες, που εξάλλου την ίδια ακριβώς πολιτική της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας εφάρμοζαν. Η δε πολιτική του ΚΙΝΑΛ, με επιστέγασμα την πρόσφατη εκπαραθύρωση του Βενιζέλου, θα επιταχύνει τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση του…. ΣΥΡΙΖΑ, διότι απευθύνονται πλέον στο ίδιο κοινό με την ίδια ακριβώς πολιτική· ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ διαγκωνίζονται ανοικτά για την κατάληψη του ίδιου ακριβώς, κοινωνικού, πολιτικού και… ηλικιακού χώρου. (Καθόλου τυχαία, όπως εξάλλου το αναγνωρίζει και η Εφημερίδα των Συντακτών, ο ΣΥΡΙΖΑ μεταβλήθηκε αιφνίδια από ένα κόμμα με νεανική απεύθυνση σε ένα γερασμένο κόμμα. (Βλ. Παναγιώτης Κουστένης, «Ένα απότομα γερασμένο κυβερνητικό κόμμα», Εφημερίδα των Συντακτών, 02/06/2019).

Έτσι, όλα δείχνουν μια «επιστροφή» στην προμνημονιακή κανονικότητα: η Δεξιά και η Κεντροδεξιά στο 48%, η Κεντροαριστερά στο 36%, ενώ η Αριστερά, που προς στιγμήν είχε πιστέψει πως θα καταλάβει και την… εξουσία, θα έχει αιφνίδια περιοριστεί στο ιστορικά χαμηλό 13-14% έχοντας χάσει πλέον και την Μπέτυ και τον Πολάκη που έχουν μετοικήσει στην «Κεντροαριστερά»!

Δικαίως, λοιπόν, κάποιοι οι αμετανόητοι ζηλωτές βιώνουν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών ως «ήττα της Αριστεράς», μόνο που αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι νομίζουν. Πρόκειται για συρρίκνωση ιστορικών διαστάσεων της μετεμφυλιακής και εθνομηδενιστικής Αριστεράς, που κυριάρχησε σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο ιδεολογικά, και κατά την μνημονιακή περίοδο ακόμα και πολιτικά. Συρρίκνωση από την οποία και δεν μπορεί και δεν πρόκειται να ανακάμψει.
Μια νέα ιστορική περίοδος

Το οριστικό τέλος της μεταπολίτευσης, στις 7 Ιουλίου του 2019, μετά από μία μεταβατική περίοδο νεοδημοκρατικής φιλελεύθερης μετάβασης, θα δώσει τη θέση του σε μια νέα ιστορική περίοδο, κατά την οποία η ελληνική κοινωνία, το ελληνικό έθνος, θα αγωνίζεται για την ιστορική του επιβίωση και γύρω από αυτό το αίτημα θα τείνουν να αναδιαμορφωθούν στο σύνολό τους και οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Και μια τέτοια αναδιαμόρφωση απαιτεί μια σχετικά μακρά περίοδο κατά την οποία οι πολιτικές δυνάμεις θα πάψουν να διαχωρίζονται με βάση τον παλαιό άξονα Αριστερά-Δεξιά, τέτοιον που είχε διαμορφωθεί σε όλη τη μεταπολιτευτική εποχή, αλλά με βάση έναν νέο άξονα, τον άξονα πατριωτισμός – εθνομηδενισμός. Βεβαίως, αυτή η νέα ιδεολογική συνθήκη δεν αφαιρεί ούτε αναιρεί τις κοινωνικές παραμέτρους των αντίστοιχων στρατοπέδων –διότι κάποιες κοινωνικές δυνάμεις είναι στενότερα και οργανικότερα συνδεδεμένες με το πατριωτικό αίτημα και κάποιες άλλες με την εθνομηδενιστική ροπή–, ωστόσο αυτές δεν θα είναι κυρίαρχες για ένα σημαντικό διάστημα τουλάχιστον. Σε ένα απειλούμενο με ιστορική έκλειψη έθνος, τα μέτωπα, και κατ’ εξοχήν το πατριωτικό, θα προσλάβουν διαταξικά χαρακτηριστικά.

Αυτό το νόημα είχε κατά βάθος και το αίτημα του κινήματος των αγανακτισμένων για την αναγκαία υπέρβαση του διπόλου Αριστεράς-Δεξιάς, το οποίο έθετε, ίσως ανεπίγνωστα αλλά καίρια, το πρόταγμα της νέας ιστορικής περιόδου. Διότι, όπως είχαμε τονίσει από το 2011, εισερχόμαστε ήδη σε μια νέα ιστορική εποχή, για την οποία μας προϊδέαζε αυτή η νέα λαϊκή ενότητα που σφυρηλατούνταν στις πλατείες των αγανακτισμένων. Και αν αυτή αναζήτηση οδήγησε σε μια πρώτη φάση στην απαλλοτρίωση και τη φαλκίδευση αυτού του αιτήματος από την εθνομηδενιστική και καθεστωτική Αριστερά και τη ναζιστική Δεξιά, σήμερα, ωριμάζουν οι όροι για την επανοικείωση αυτού του αιτήματος από δυνάμεις αυθεντικά πατριωτικές και δημοκρατικές.

Και η σημερινή συρρίκνωση της εθνομηδενιστικής Αριστεράς και η στρατηγική υποχώρηση της ναζιστικής Δεξιάς αποτελούν προϋπόθεση για μια τέτοια ιστορική επανοικείωση. Και καθόλου τυχαία, η συρρίκνωση της μιας συμπαρασύρει μαζί της και την άλλη.

Πρώτη δημοσίευση στο ardin-rixi.gr
* O κ. Γιώργος Καραμπελιάς είναι Συγγραφέας, Πολιτικός Αναλυτής, επικεφαλής του «Κινήματος Άρδην» 

** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια