Γράφει ο Νίκος Μαραντζίδης
Η συγκυρία της διενέργειας σε δύο Κυριακές τριών εκλογών –δημοτικών, περιφερειακών και ευρωεκλογών– έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια κυβέρνησης συνασπισμού διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο πολιτικό κλίμα, εντός του οποίου αναδεικνύονται διλήμματα που ο τρόπος με τον οποίον θα απαντηθούν θα διαμορφώσει το εκλογικό αποτέλεσμα και την τελική εικόνα για νικητές και ηττημένους.
Τα διλήμματα αυτά αντανακλούν τη δυναμική αλληλεπίδραση, διαμεσολαβημένη σε σημαντικό βαθμό από τα μέσα ενημέρωσης, ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα και στους πολίτες καθώς συνιστούν το αποτέλεσμα της σχέσης ανάμεσα στην προσφορά (στρατηγική και ατζέντα των κομμάτων) και τη ζήτηση (αιτήματα και ανησυχίες των πολιτών).
Ολα όσα απασχολούν και επηρεάζουν τους ψηφοφόρους σε αυτή τη φάση δεν έχουν ούτε την ίδια πολιτική σημασία ούτε και υιοθετούνται από όλους ταυτόχρονα. Κάθε πολίτης ή ομάδα πολιτών θα προσέλθει στην κάλπη με γνώμονα κάποιο ή συνδυασμό κάποιων από τα παρακάτω διλήμματα.
1. Ψήφος διαμαρτυρίας ή υποστήριξης.
Πρόκειται για ένα συνηθισμένο δίλημμα σε δεύτερης τάξης εκλογές, όπως είναι αυτές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι οποίες μάλιστα έχουν μια σημαντική πολιτικά χρονική απόσταση από τις προηγούμενες εθνικές εκλογές. Τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού τονίζουν με κάθε ευκαιρία πως οι πολίτες πρέπει να επιδοκιμάσουν την προσπάθεια της κυβέρνησης να οδηγήσει τη χώρα μακριά από την κρίση. Από την άλλη, τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και οι ΑΝΕΛ, το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή) υποστηρίζουν πως σε αυτές τις εκλογές πρέπει πρωτίστως να αποδοκιμασθεί η κυβερνητική πολιτική. Οπως καταγράφεται στις έρευνες κοινής γνώμης, ένας σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων θα πάει στην κάλπη πρώτα απ’ όλα με διάθεση υποστήριξης ή απόρριψης των πεπραγμένων της κυβέρνησης. Πάντως, αν και «η ψήφος διαμαρτυρίας» κινητοποιεί περισσότερους ψηφοφόρους σε σχέση με την ψήφο επιδοκιμασίας, δεν το κάνει προς μία κατεύθυνση.
2. Μνημόνιο και αντιμνημόνιο.
Παρότι η διαίρεση αυτή δεν διαθέτει τη δυναμική που είχε τα προηγούμενα χρόνια, εντούτοις, ένας πολύ σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων συνεχίζει να προσδιορίζεται με βάση αυτό το δίπολο. Περίπου ένας στους δύο πολίτες θεωρεί πως η διάκριση ανάμεσα σε «μνημονιακά» και «αντιμνημονιακά» κόμματα και πολιτικές επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την επιλογή του.
3. Σταθερότητα ή εκλογές.
Μέχρι πρόσφατα το δίλημμα αυτό αναδεικνυόταν κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλ. Τσίπρας δεν έχει σταματήσει να επαναλαμβάνει πως η κατάληψη της πρώτης θέσης από τον ΣΥΡΙΖΑ ισοδυναμεί με δημοψήφισμα εναντίον της κυβέρνησης. Ο πρόσφατος «εκβιασμός» Βενιζέλου διεύρυνε το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων που αντιμετωπίζουν τις εκλογές αυτές ως κριτήριο για τη σταθερότητα της κυβέρνησης. Η Ν.Δ. διέτρεξε το μεγαλύτερο μέρος της καμπάνιας «χαλαρά», αλλά φαίνεται πως καθώς πλησιάζει η 25η Μαΐου θα υπάρξει μια μετατόπιση της επιχειρηματολογίας, που έμμεσα θα βάζει ζήτημα αποτροπής «ατυχήματος». Είναι σαφές πως για ένα κομμάτι των ψηφοφόρων οι εκλογές αυτές έχουν αποκτήσει χαρακτήρα δημοψηφίσματος για την παραμονή ή όχι αυτής της κυβέρνησης. Οπως δείχνουν τα πράγματα, η επιθυμία για κυβερνητική σταθερότητα και αποφυγή εκλογών θα αποτελέσει βασικό κριτήριο για σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων και πιθανότατα θα εμποδίσει μεγαλύτερες διαρροές δυσαρεστημένων ψηφοφόρων από τα κόμματα της κυβέρνησης.
4. Ανανέωση ή εμπειρία.
Η επιτυχής, με όρους δημοσκοπήσεων, εμφάνιση ενός νέου κόμματος («Το Ποτάμι») επανέφερε εκ νέου στο προσκήνιο τη δυναμική του αιτήματος της ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού που είχε διαφανεί το 2012 και που έδειχνε «καθισμένη» τον τελευταίο καιρό. Μέσα στο σώμα των ψηφοφόρων το δίλημμα παίρνει έντονα ηλικιακά χαρακτηριστικά. Οι νεότερες ηλικίες τοποθετούνται υπέρ της ανανέωσης, σε αντίθεση με τους μεγαλύτερους που δείχνουν περισσότερο επιφυλακτικοί στις αλλαγές.
5. Ευρωπαϊσμός ή ευρωσκεπτικισμός/ευρώ ή δραχμή.
Η αντίθεση ανάμεσα σε ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές διαιρεί τις κοινωνίες των χωρών της Ε.Ε. Σε κάποιες χώρες, όπως για παράδειγμα στη Μ. Βρετανία, το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα ψηλά στην ατζέντα των ευρωεκλογών. Στην Ελλάδα, η διαίρεση αυτή διαπερνά το κομματικό σύστημα κάθετα και οριζόντια. Από τη μια πλευρά βρίσκουμε τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα, όπως η Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ και το «Ποτάμι», που είναι απολύτως ταυτισμένα με τα πλειοψηφικά ρεύματα της Ε.Ε., και από την άλλη, υπάρχουν τα αντιευρωπαϊκά κόμματα όπως το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή. Τέλος, υπάρχουν εκείνα τα κόμματα που στο εσωτερικό τους διχάζονται ανάμεσα σε ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ. Η σύνδεση ανάμεσα στην ελληνική πολιτική και την Ευρώπη γίνεται συχνά μέσω του ερωτήματος εάν οι πολίτες επιθυμούν να παραμείνει η χώρα στο ευρώ. Η πλειονότητα των ερωτώμενων είναι υπέρ του ευρώ, αλλά μια όχι αμελητέα μειοψηφία (περίπου 30%) προτιμά την αποχώρηση από το κοινό νόμισμα. Πάντως, η προεκλογική ατζέντα δίνει σχετικά λίγο χώρο στα ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής καθώς καταλαμβάνεται από τα θέματα εσωτερικής πολιτικής.
6. Πρόσωπα ή κομματική αφοσίωση.
Η ιδιαιτερότητα των φετινών εκλογών είναι πως συνδυάζει για πρώτη φορά εκλογές εθνικής εμβέλειας (τις ευρωεκλογές) με τοπικές και περιφερειακές εκλογές. Οι δημοτικές εκλογές, με εξαίρεση ώς ένα βαθμό τους τρεις μεγάλους δήμους της χώρας, έχουν απολέσει τον πολιτικό χαρακτήρα που είχαν παλιότερα. Εντούτοις, οι περιφερειακές εκλογές του 2010 είχαν έντονο πολιτικό/κομματικό χαρακτήρα καθώς συνδέθηκαν με το ζήτημα του Μνημονίου. Η καταγραφή της πολιτικής δύναμης των κομμάτων στις προηγούμενες περιφερειακές εκλογές είχε αναδείξει το ΠΑΣΟΚ νικητή. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Οι περισσότεροι από τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ του 2009, που του είχαν δώσει τη νίκη στις περιφερειακές εκλογές, μετακινήθηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί αντιμετωπίζουν το παρακάτω δίλημμα: θα επιλέξουν να στηρίξουν τον περιφερειάρχη ή τον δήμαρχο που ψήφισαν το 2010 και προερχόταν από το ΠΑΣΟΚ ή θα θελήσουν να επιβεβαιώσουν την πολιτική αλλαγή του Ιουνίου 2012 και τη νέα τους ταυτότητα; Η όποια επιλογή τους θα έχει σίγουρα συνέπειες στην κεντρική πολιτική σκηνή.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Δημοσιεύτηκε στην "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" το Σάββατο 17 Μαΐου 2014
Η συγκυρία της διενέργειας σε δύο Κυριακές τριών εκλογών –δημοτικών, περιφερειακών και ευρωεκλογών– έπειτα από σχεδόν δύο χρόνια κυβέρνησης συνασπισμού διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο πολιτικό κλίμα, εντός του οποίου αναδεικνύονται διλήμματα που ο τρόπος με τον οποίον θα απαντηθούν θα διαμορφώσει το εκλογικό αποτέλεσμα και την τελική εικόνα για νικητές και ηττημένους.
Τα διλήμματα αυτά αντανακλούν τη δυναμική αλληλεπίδραση, διαμεσολαβημένη σε σημαντικό βαθμό από τα μέσα ενημέρωσης, ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα και στους πολίτες καθώς συνιστούν το αποτέλεσμα της σχέσης ανάμεσα στην προσφορά (στρατηγική και ατζέντα των κομμάτων) και τη ζήτηση (αιτήματα και ανησυχίες των πολιτών).
Ολα όσα απασχολούν και επηρεάζουν τους ψηφοφόρους σε αυτή τη φάση δεν έχουν ούτε την ίδια πολιτική σημασία ούτε και υιοθετούνται από όλους ταυτόχρονα. Κάθε πολίτης ή ομάδα πολιτών θα προσέλθει στην κάλπη με γνώμονα κάποιο ή συνδυασμό κάποιων από τα παρακάτω διλήμματα.
1. Ψήφος διαμαρτυρίας ή υποστήριξης.
Πρόκειται για ένα συνηθισμένο δίλημμα σε δεύτερης τάξης εκλογές, όπως είναι αυτές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι οποίες μάλιστα έχουν μια σημαντική πολιτικά χρονική απόσταση από τις προηγούμενες εθνικές εκλογές. Τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού τονίζουν με κάθε ευκαιρία πως οι πολίτες πρέπει να επιδοκιμάσουν την προσπάθεια της κυβέρνησης να οδηγήσει τη χώρα μακριά από την κρίση. Από την άλλη, τα κόμματα της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και οι ΑΝΕΛ, το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή) υποστηρίζουν πως σε αυτές τις εκλογές πρέπει πρωτίστως να αποδοκιμασθεί η κυβερνητική πολιτική. Οπως καταγράφεται στις έρευνες κοινής γνώμης, ένας σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων θα πάει στην κάλπη πρώτα απ’ όλα με διάθεση υποστήριξης ή απόρριψης των πεπραγμένων της κυβέρνησης. Πάντως, αν και «η ψήφος διαμαρτυρίας» κινητοποιεί περισσότερους ψηφοφόρους σε σχέση με την ψήφο επιδοκιμασίας, δεν το κάνει προς μία κατεύθυνση.
2. Μνημόνιο και αντιμνημόνιο.
Παρότι η διαίρεση αυτή δεν διαθέτει τη δυναμική που είχε τα προηγούμενα χρόνια, εντούτοις, ένας πολύ σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων συνεχίζει να προσδιορίζεται με βάση αυτό το δίπολο. Περίπου ένας στους δύο πολίτες θεωρεί πως η διάκριση ανάμεσα σε «μνημονιακά» και «αντιμνημονιακά» κόμματα και πολιτικές επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την επιλογή του.
3. Σταθερότητα ή εκλογές.
Μέχρι πρόσφατα το δίλημμα αυτό αναδεικνυόταν κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλ. Τσίπρας δεν έχει σταματήσει να επαναλαμβάνει πως η κατάληψη της πρώτης θέσης από τον ΣΥΡΙΖΑ ισοδυναμεί με δημοψήφισμα εναντίον της κυβέρνησης. Ο πρόσφατος «εκβιασμός» Βενιζέλου διεύρυνε το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων που αντιμετωπίζουν τις εκλογές αυτές ως κριτήριο για τη σταθερότητα της κυβέρνησης. Η Ν.Δ. διέτρεξε το μεγαλύτερο μέρος της καμπάνιας «χαλαρά», αλλά φαίνεται πως καθώς πλησιάζει η 25η Μαΐου θα υπάρξει μια μετατόπιση της επιχειρηματολογίας, που έμμεσα θα βάζει ζήτημα αποτροπής «ατυχήματος». Είναι σαφές πως για ένα κομμάτι των ψηφοφόρων οι εκλογές αυτές έχουν αποκτήσει χαρακτήρα δημοψηφίσματος για την παραμονή ή όχι αυτής της κυβέρνησης. Οπως δείχνουν τα πράγματα, η επιθυμία για κυβερνητική σταθερότητα και αποφυγή εκλογών θα αποτελέσει βασικό κριτήριο για σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων και πιθανότατα θα εμποδίσει μεγαλύτερες διαρροές δυσαρεστημένων ψηφοφόρων από τα κόμματα της κυβέρνησης.
4. Ανανέωση ή εμπειρία.
Η επιτυχής, με όρους δημοσκοπήσεων, εμφάνιση ενός νέου κόμματος («Το Ποτάμι») επανέφερε εκ νέου στο προσκήνιο τη δυναμική του αιτήματος της ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού που είχε διαφανεί το 2012 και που έδειχνε «καθισμένη» τον τελευταίο καιρό. Μέσα στο σώμα των ψηφοφόρων το δίλημμα παίρνει έντονα ηλικιακά χαρακτηριστικά. Οι νεότερες ηλικίες τοποθετούνται υπέρ της ανανέωσης, σε αντίθεση με τους μεγαλύτερους που δείχνουν περισσότερο επιφυλακτικοί στις αλλαγές.
5. Ευρωπαϊσμός ή ευρωσκεπτικισμός/ευρώ ή δραχμή.
Η αντίθεση ανάμεσα σε ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές διαιρεί τις κοινωνίες των χωρών της Ε.Ε. Σε κάποιες χώρες, όπως για παράδειγμα στη Μ. Βρετανία, το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα ψηλά στην ατζέντα των ευρωεκλογών. Στην Ελλάδα, η διαίρεση αυτή διαπερνά το κομματικό σύστημα κάθετα και οριζόντια. Από τη μια πλευρά βρίσκουμε τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα, όπως η Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ και το «Ποτάμι», που είναι απολύτως ταυτισμένα με τα πλειοψηφικά ρεύματα της Ε.Ε., και από την άλλη, υπάρχουν τα αντιευρωπαϊκά κόμματα όπως το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή. Τέλος, υπάρχουν εκείνα τα κόμματα που στο εσωτερικό τους διχάζονται ανάμεσα σε ευρωπαϊστές και ευρωσκεπτικιστές, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ. Η σύνδεση ανάμεσα στην ελληνική πολιτική και την Ευρώπη γίνεται συχνά μέσω του ερωτήματος εάν οι πολίτες επιθυμούν να παραμείνει η χώρα στο ευρώ. Η πλειονότητα των ερωτώμενων είναι υπέρ του ευρώ, αλλά μια όχι αμελητέα μειοψηφία (περίπου 30%) προτιμά την αποχώρηση από το κοινό νόμισμα. Πάντως, η προεκλογική ατζέντα δίνει σχετικά λίγο χώρο στα ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής καθώς καταλαμβάνεται από τα θέματα εσωτερικής πολιτικής.
6. Πρόσωπα ή κομματική αφοσίωση.
Η ιδιαιτερότητα των φετινών εκλογών είναι πως συνδυάζει για πρώτη φορά εκλογές εθνικής εμβέλειας (τις ευρωεκλογές) με τοπικές και περιφερειακές εκλογές. Οι δημοτικές εκλογές, με εξαίρεση ώς ένα βαθμό τους τρεις μεγάλους δήμους της χώρας, έχουν απολέσει τον πολιτικό χαρακτήρα που είχαν παλιότερα. Εντούτοις, οι περιφερειακές εκλογές του 2010 είχαν έντονο πολιτικό/κομματικό χαρακτήρα καθώς συνδέθηκαν με το ζήτημα του Μνημονίου. Η καταγραφή της πολιτικής δύναμης των κομμάτων στις προηγούμενες περιφερειακές εκλογές είχε αναδείξει το ΠΑΣΟΚ νικητή. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Οι περισσότεροι από τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ του 2009, που του είχαν δώσει τη νίκη στις περιφερειακές εκλογές, μετακινήθηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί αντιμετωπίζουν το παρακάτω δίλημμα: θα επιλέξουν να στηρίξουν τον περιφερειάρχη ή τον δήμαρχο που ψήφισαν το 2010 και προερχόταν από το ΠΑΣΟΚ ή θα θελήσουν να επιβεβαιώσουν την πολιτική αλλαγή του Ιουνίου 2012 και τη νέα τους ταυτότητα; Η όποια επιλογή τους θα έχει σίγουρα συνέπειες στην κεντρική πολιτική σκηνή.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Δημοσιεύτηκε στην "Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" το Σάββατο 17 Μαΐου 2014
0 Σχόλια