Η ψυχανάλυση και η ελευθερία της βούλησης


Η ψυχανάλυση και η ελευθερία της βούλησης.

Η ανατροπή τού «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» του Καρτέσιου

του Σπύρου Μητροσύλη - Ψυχαναλυτή, τακτικό μέλος της διεθνούς ψυχαναλυτικής ένωσης, αντεπιστέλλον μέλος της ψυχαναλυτικής εταιρείας του Παρισιού. 

Η ελευθερία της βούλησης προϋποθέτει ένα ανθρώπινο υποκείμενο ενσυνείδητο, το οποίο σκέπτεται ορθολογικά και είναι αυτόνομο. Προγραμματικά η ψυχανάλυση ισχυρίστηκε ότι ψυχισμός δεν είναι μόνο η συνείδηση και ότι ο ασυνείδητος ψυχισμός είναι διαχωρισμένος του συνειδητού και έχει τους δικούς του νόμους, όπως επίσης ότι οι σκέψεις και οι πράξεις των ανθρώπων είναι τελικό προϊόν μιας συγκρουσιακής διαδικασίας του ψυχισμού στην ολότητά του και όχι μόνο του συνειδητού. 

Με άλλα λόγια, δίπλα στον συνειδητό ντετερμινισμό η ψυχανάλυση τοποθέτησε έναν ασυνείδητο ντετερμινισμό και επικέντρωσε το ενδιαφέρον της σε αυτόν, χωρίς όμως να διακηρύξει ότι είναι το μοναδικό στοιχείο που προσδιορίζει κατά τρόπο απόλυτο την ανθρώπινη ύπαρξη. Η παραπάνω διαπίστωση που ισχύει για τον Φρόιντ εάν λάβουμε υπόψη το σύνολο του έργου του, με μόνη εξαίρεση κάποιες δηλώσεις του στα πρώτα βήματά του εμφορούμενες από έναν ενθουσιώδη θετικισμό, αφορά πολύ περισσότερο μεταγενέστερους ψυχαναλυτές. Πράγματι υπάρχει ήδη στο έργο του Φρόιντ πλήθος στοιχείων που είτε έκαναν πιο σύνθετη την έννοια της αιτιότητας, όπως λόγου χάρη το μεθύστερο, είτε εισήγαγαν την έννοια του τυχαίου στη συγκρότηση της ψυχικής ζωής, όπως συνέβη με το τραύμα ή το αντικείμενο. Αυτό που μάλλον ερμηνεύεται από κάποιους πολέμιους του Φρόιντ ως απόλυτος ντετερμινισμός οι ψυχαναλυτές θα το αποκαλούσαμε εσωτερικό ντετερμινισμό, δηλαδή την αποδοχή μιας εσωτερικής πραγματικότητας σε αντίθεση με τη γνωστή σε όλους μας εξωτερική πραγματικότητα (κοινωνική και υλική). Η εσωτερική πραγματικότητα έχει τη δική της ύπαρξη, οικοδομείται εκ των έσω με αφετηρία αυτό που ονομάζουμε συνεχή ώση των ενορμήσεων, αρχίζει με τη γέννηση του παιδιού και δυνητικά συνεχίζεται κατά κάποιον τρόπο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. 

Στην εσωτερική, λοιπόν, πραγματικότητα θεωρούμε ότι οι κανόνες του παιχνιδιού καθορίζονται από τη δραστηριότητα των ενορμήσεων και όχι από διεγέρσεις της εξωτερικής πραγματικότητας οι οποίες υποβάλλονται στη λειτουργία της βούλησης. Ο ψυχισμός του ανθρώπου, όπως τον αντιλαμβάνεται η ψυχανάλυση, είναι ένα οικοδόμημα φαινομενικά μόνο ενιαίο, γιατί είναι ετερογενές στην «καταγωγή» του και εν τέλει υπερσύνθετο. Ένα κομμάτι του που στην ψυχανάλυση αποκαλούμε αυτό αποτελείται από τις ενορμήσεις που ήδη αναφέραμε παραπάνω, τις οποίες θα περιγράφαμε ως δυνάμεις, ορμές εντός μας οι οποίες «σπρώχνουν» από μέσα απαιτώντας κάτι να πραγματωθεί ή κάτι να ικανοποιηθεί και μας είναι ασυνείδητες.

Ένα άλλο κομμάτι, που ονομάζουμε υπερεγώ, είναι αυτό που αντιστοιχεί στις ηθικές επιταγές που έχουμε μέσα μας και είναι εν μέρει ασυνείδητο. Αυτό απαιτεί «συμμόρφωση» του εγώ του ατόμου, μερικές φορές άμεση, γιατί αντιπροσωπεύει δικαστή και δήμιο απαγορεύοντας την ικανοποίηση των ορμών και ταυτόχρονα τυραννώντας. Αν πάλι το άτομο ικανοποιήσει τις ορμές του, τότε το υπερεγώ του επιβάλλει ως τιμωρία την ενοχή ακόμα και όταν η ικανοποίηση αφορά τις φαντασιώσεις του. Επιπλέον το υπερεγώ μπορεί να μαγεύει το άτομο με τη μεγαλοσύνη του.

Αυτό που στην ψυχανάλυση αποκαλούμε εγώ και κατά κάποιον τρόπο αντιστοιχεί στο όργανο της βούλησης ή στο «κυβερνείο» του ατόμου βρίσκεται σ’ ένα πεδίο αντικρουόμενων, «αντιφατικών» δυνάμεων των οποίων προσπαθεί να αποτελέσει τον διαμεσολαβητή, λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη τις ανελαστικές απαιτήσεις της εξωτερικής πραγματικότητας. Επίσης, το εγώ είναι κατά ένα μεγάλο μέρος προϊόν ταυτίσεων, άρα ο αλλότριος είναι μέσα του και έχει προκύψει, με διαφοροποίηση λόγω της επαφής του αυτό με την εξωτερική πραγματικότητα.

Για τον λόγο τούτο ένα μέρος του εγώ είναι και αυτό ασυνείδητο. Όλα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα πως αν επιχειρήσουμε να ορίσουμε τον τρόπο συγκρότησης της υποκειμενικότητας θα οδηγηθούμε στον ισχυρισμό ότι το υποκείμενο σύμφωνα με την ψυχανάλυση δεν είναι ένα υποκείμενο ουδέτερο, αποστασιοποιημένο από τον εαυτό του, χωρίς πάθος και κύριο του πεπρωμένου του. Επίσης δεν είναι μια ενότητα σταθερή και μόνιμη, αλλά αντίθετα είναι ένα αποτέλεσμα προσωρινό, άλλοτε κυρίαρχο και άλλοτε πιο συχνά υποτελές στον «διάλογο» που έχει με τις ενορμήσεις. Το υποκείμενο τούτο μόνο σχετική αυτονομία και ορθολογισμό διαθέτει, για να μην πούμε χωρίς περιστροφές ότι είναι ετερόνομο. Θυμίζουμε ότι πρόκειται για την ανατροπή του cogito του Καρτέσιου «σκέπτομαι, άρα υπάρχω».

Η ετερογένεια του υποκειμένου άλλωστε είναι και η αιτία των διαφόρων ψυχικών διαταραχών που η ψυχανάλυση εξερευνά για πάνω από εκατό χρόνια. Ο Φρόιντ επινόησε και εγκαθίδρυσε μια θεραπευτική πρακτική πρωτότυπη, με σκοπό τη θεραπεία αυτών των διαταραχών και αναπόσπαστη από τη θεωρία του ψυχισμού που μικρό μέρος του σκιαγραφήσαμε, η οποία περιλαμβάνει τις ιδανικές συνθήκες για την «ανάδυση» της ψυχικής πραγματικότητας, όπου η ασυνείδητη αιτιοκρατία ή εσωτερικός ντετερμινισμός είναι σε πλήρη ισχύ. Τούτο συμβαίνει γιατί η θεραπευτική μέθοδος επιτάσσει και χρησιμοποιεί τον ελεύθερο συνειρμό του αναλυόμενου και την απροκατάληπτη κυμαινόμενη προσοχή του ψυχαναλυτή με στόχο και αποτέλεσμα την παράκαμψη των δεσμεύσεων του ορθού λόγου ώστε να ανιχνευθούν οι δεσμεύσεις της ασυνείδητης «λογικής». Βλέπουμε εδώ την απόσταση που χωρίζει την οιονεί πειραματική διάταξη της ψυχαναλυτικής συνθήκης που αποκαλύπτει το «βασίλειο» της ψυχικής πραγματικότητας από τον έξω κόσμο, κοινωνικό και υλικό, μέσα στον οποίο κινείται, δρα και αποφασίζει το άτομο. Το ζήτημα της ελευθερίας της βούλησης αφορά κυρίως την εξωτερική πραγματικότητα, εφόσον αναγνωρίζουμε ότι αποτελεί τη μόνη νοητή θεμελίωση της έννοιας της κοινωνικής ηθικής ευθύνης. Αν και θεωρούμε ότι όσο ο ψυχαναλυτής απομακρύνεται από την ψυχική πραγματικότητα τόσο η ισχύς του λόγου του μεθοδολογικά αδυνατίζει, εν τούτοις μπορούμε να εκφέρουμε ένα σχόλιο αν σκεφτούμε σε τι στοχεύει η ψυχαναλυτική θεραπεία.

Κατά την άποψή μας, η ανίχνευση της ασυνείδητης λογικής και η ερμηνεία της οδηγεί στην αναγνώριση και στην οικειοποίηση από το άτομο στοιχείων του ψυχισμού του που μέχρι τότε ήταν ξεχασμένα, απόβλητα, εξοστρακισμέ να ή ακόμη σε εμβρυϊκή ή άμορφη κατάσταση. Δεν πρόκειται απλά για άρση της λησμονιάς ή της απώθησης και επαναφορά στη μνήμη κάποιων τραυμάτων σύμφωνα με τις αρχικές ιδέες του Φρόιντ, αλλά πρόκειται μάλλον για κάτι ευρύτερο που αναφέρεται σε ένα είδος αυτο-οικειοποίησης του υποκειμένου, σε μια καλλιέργεια και ώθηση της αναζήτησης της ανάληψης εαυτού, σε μια ώθηση της διαδικασίας μέσω της οποίας το άτομο αναγνωρίζει τον εαυτό του στον τρόπο που δίνει νόημα στην πραγματικότητα και σε μια ανάπτυξη της δυνατότητας που έχει ο ψυχισμός αναπαράστασης της αναπαράστασης. Όλες αυτές οι εκφράσεις που αναφέρουμε σήμερα σχετικά με τους στόχους ή τα αποτελέσματα της ψυχανάλυσης δεν έχουν ως άμεση συνέπεια τη διεύρυνση της αυτονομίας του εγώ και του υποκειμένου και την απελευθέρωση της βούλησης; Αν σκεφτούμε την έννοια που είχε η ελευθερία στον Αριστοτέλη, η οποία διέφερε από τη σημερινή της ελευθερίας της βούλησης, στο μέτρο που συγχεόταν με τη σωφροσύνη και με την κατανόηση και αγάπη της τάξης του κόσμου, θα συμφωνήσουμε ίσως πως το ιδεώδες «ψυχαναλυτικό υποκείμενο» συγγενεύει περισσότερο με κάτι από την αρχαία κληρονομιά. Αυτό δεν αναιρεί ότι η ψυχανάλυση, κατά παράδοξο τρόπο, από αμφισβητίας της ελευθερίας της βούλησης γίνεται διαμέσου της ψυχαναλυτικής θεραπείας αναπάντεχος συνοδοιπόρος της.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια