Μνημόνια τρία, χρόνια δέκα. Κορωνοϊός τεσσάρων κυμάτων, χρόνια δύο. Πόλεμος στην Ουκρανία, ημέρες 24 – αλλά οι επιπτώσεις στις οικονομίες σχεδόν όλου του πλανήτη, ανυπολόγιστες
Κι αυτό στην «καλή» περίπτωση , εφόσον δηλαδή υπάρξει αποκλιμάκωση, κατάπαυση του πυρός και επαναφορά μίας κάποιας κανονικότητας – αν δηλαδή δεν ξεφύγει το πράγμα και οδηγηθούμε στον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, οπότε ελάχιστη σημασία θα έχει η παγκόσμια οικονομία, αφού δεν θα υπάρχουν άνθρωποι να την υπηρετήσουν.
Για την χώρα μας – όπως και για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, στον έναν ή
τον άλλον βαθμό - η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία ήταν ένα βαρύ
οικονομικό χτύπημα σε μία στιγμή που περιμέναμε να καταλαγιάσει η πανδημία
και να φτάσουμε σε ένα «χρυσό καλοκαίρι», με τον τουρισμό να πηγαίνει
καλύτερα κι από το 2019.
Είναι προφανές πια, ότι ακόμα κι αν αγκαλιαστεί τώρα ο Πούτιν με τον
Ζελένσκι και η Ρωσία προσφερθεί να πληρώσει για τις καταστροφές που προκαλεί
στην γειτονική της χώρα, ότι αυτά που περιμέναμε δεν θα τα ζήσουμε. Ακόμα
και τα εξωπραγματικά να συμβούν, ακόμα κι αν οι διαπραγματεύσεις των δύο
πλευρών καταλήξουν σε κατάπαυση του πυρός, η αναταραχή θα διαρκέσει ολόκληρο
το 2022.
Σε συνδυασμό με την – εν πολλοίς, κατασκευασμένη από τη Ρωσία, που ήθελε να
χρηματοδοτήσει τον πόλεμό της - ενεργειακή κρίση και το γεγονός ότι τα
ευρωπαϊκά αποθέματα φυσικού αερίου είναι πολύ χαμηλά, είναι προφανές ότι
πρέπει να περιμένουμε επίσης ιδιαίτερα υψηλές τιμές στην ενέργεια για μεγάλο
διάστημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα εισοδήματα.
Σε τέτοιες συνθήκες, είναι εύλογο οι πάντες να στρέφονται προς την κυβέρνηση
– και να ζητούν στήριξη. Αυτό συνέβη στην αρχή της πανδημίας – την πρώτη
οικονομική κρίση για την οποία η κυβέρνηση της χώρας δεν είχε την παραμικρή
ευθύνη. Όπως δεν έχει και τώρα – εκτός κι αν κάποιοι πιστεύουν ότι μπορούσε
η Ελλάδα να πείσει τον Πούτιν να μην εισβάλει στην Ουκρανία. Εδώ δεν τον
έπεισαν ο Μακρόν και ο Σολτς, παρότι η Γερμανία είναι ο καλύτερος πελάτης
για το ρωσικό φυσικό αέριο
Το ουκρανικό έρχεται μετά από τον κορωνοϊό, που ήταν η πρώτη κρίση για την
οποία η Ευρώπη πείσθηκε ότι θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί συλλογικά – ακριβώς
επειδή δεν υπήρχε κάποιος πρωθυπουργός που έφταιγε για τις καραντίνες, αλλά
ένας ιός. Η ρωσική εισβολή είναι η δεύτερη τέτοιου είδους κρίση – αλλά έχει
ένα κακό: Έχει προηγηθεί η πρώτη – και επίσης, έχει ήδη κάνει την εμφάνισή
του ο πληθωρισμός, ως αποτέλεσμα της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της
προηγούμενης διετίας.
Μπορεί η Ευρώπη να απαντήσει και στην δεύτερη κρίση με τα μέτρα που πήρε
στην πρώτη; Μπορεί, αλλά το ρίσκο για το μέλλον θα είναι τεράστιο – ειδικά
για χώρες όπως η δική μας, που δεν πρόλαβε να συνέλθει από τα Μνημόνια, πριν
περάσει στην διαχείριση της πανδημίας.
Η παγκόσμια οικονομία μπαίνει ήδη σε περίοδο ανόδου των επιτοκίων,
προκειμένου να ελέγξει τον πληθωρισμό – και είναι δεδομένο ότι το κόστος
δανεισμού για μία χώρα όπως η Ελλάδα, που δεν είναι στην επενδυτική βαθμίδα,
θα γίνει αρκετά υψηλότερο.
Εν ολίγοις, αν αυτή η κατάσταση διατηρηθεί και την αντιμετωπίσουμε σαν ένα
νέο κύμα της πανδημίας, τότε μεσοπρόθεσμα – και αναλόγως των εξελίξεων - η
Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί μπροστά σε ένα νέο 2009 – 2010, με ό,τι αυτό
συνεπάγεται για το μακροπρόθεσμο βιοτικό μας επίπεδο.
Βέβαια, μέτρα στήριξης χρειάζονται – οι πολίτες και οι επιχειρηματίες που
παίρνουν στα χέρια τους τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος δεν
τολμούν να τους ανοίξουν. Ωστόσο, πέρα από στοχευμένες παρεμβάσεις για
εκείνους που είναι στο όριο της φτώχειας ή μειώσεις φόρων τέτοιες που δεν θα
έχουν επίπτωση στα προϋπολογισμένα δημόσια έσοδα, δεν μπορούν να γίνουν πάρα
πολλά. Εν ολίγοις, θα φτωχύνουμε όλοι – και μάλιστα περισσότερο από όσο
υποδηλώνει η αύξηση του πληθωρισμού.
Προφανώς, για μία κυβέρνηση που μπαίνει πια σε προεκλογικά μονοπάτια, αλλά
και για την ίδια την ελληνική κοινωνία, όλο αυτό είναι ένας εφιάλτης.
Καλύτερα όμως να τον ζήσουμε για ένα πολύμηνο διάστημα, παρά για πέντε –
δέκα χρόνια ξανά…
Στέφανος Τζανάκης
0 Σχόλια