Η πρόσφατη υποχώρηση της μετοχής του ενεργειακού γαλλικού κολοσσού EDF κατά 25%, σαν αποτέλεσμα της παρέμβασης της γαλλικής κυβέρνησης, η προσφυγή της γερμανικής ενεργειακής εταιρείας Uniper σε έκτακτη χρηματοδότηση σαν αποτέλεσμα της ανεπιτυχούς διαχείρισης ρίσκου, η πιθανολογούμενη ανάγκη του ενεργειακού μεγαθηρίου της RWE, για αναζήτηση δανειακών κεφαλαίων και η κατάρρευση ενός συμπλέγματος ενεργειακών εταιρειών στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι μερικές μόνο από τις παρενέργειες της ενεργειακής κρίσης.
Δυστυχώς η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεικνύεται, ότι βρίσκεται πολύ
πίσω από τα γεγονότα. Αποδεικνύεται, ότι αδυνατεί να αντιληφθεί την
κρισιμότητα των εξελίξεων και την βαρύτητα των επιπτώσεων πάνω στους πολίτες
και ειδικά πάνω στους οικονομικά ευάλωτους.
Διότι τη στιγμή, που η ακρίβεια έχει αγκαλιάσει κάθε πτυχή της κοινωνικής
και επιχειρηματικής δραστηριότητας, με κίνδυνο να οδηγηθούμε σε ακραίες
κοινωνικές αντιδράσεις, οι Βρυξέλες εξακολουθούν να ασχολούνται με το αν η
πυρηνική ενέργεια μπορεί να χαρακτηριστεί «πράσινη», με το κατά πόσο θα
πρέπει να περιοριστούν περαιτέρω οι ρύποι από τη χρήση φυσικού αερίου για
την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και άλλα.
Και έτσι χωρίς να υπάρχει μια ενιαία ευρωπαϊκή στρατηγική για την
αντιμετώπιση της παρούσας ενεργειακής κρίσης, παρά μόνο ένα γενικό σχέδιο
της πράσινης μετάβασης προς το μέλλον, το σήμερα αντιμετωπίζεται από κάθε
κυβέρνηση ξεχωριστά.
Έτσι η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε «να βοηθήσει» τους πολίτες να
αντιμετωπίσουν την κρίση ενόψει των κρίσιμων προεδρικών εκλογών,
«θυσιάζοντας» την EDF, στην οποία το γαλλικό κράτος συμμετέχει κατά 84%.
Σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση, η EDF είναι υποχρεωμένη να πωλήσει στους
ανταγωνιστές της επιπλέον 20 TWh, δηλαδή 20.000.000 mWh, προς 46,2 ευρώ/TWh.
Παράλληλα η ηλεκτρική παραγωγή των πυρηνικών μονάδων της EDF, θα υποχωρήσει
στις 330 TWh, από το γεγονός ότι αρκετοί από τους πυρηνικούς της σταθμούς θα
μείνουν εκτός λειτουργίας για περισσότερο χρόνο από το συνηθισμένο, για
επισκευές.
O «συνολικός λογαριασμός» για την EDF εκτιμάται αρχικά, ότι θα κινηθεί
ανάμεσα στα 7,7 και στα 8 δισ. ευρώ. Ωστόσο η JPMorgan Chase εκτιμά ότι
πιθανότατα η EDF θα πρέπει να προχωρήσει σε άντληση κεφαλαίων είτε από τα
χρηματιστήρια, είτε από το τραπεζικό σύστημα.
Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε κάποιες οριζόντιες επιδοτήσεις των οικιακών
λογαριασμών και μια πρόωρη δεύτερη αύξηση των κατώτατων μισθών.
Η γερμανική κυβέρνηση σκοπεύει να κάνει χρήση 3,25 δισ. ευρώ από το Ταμείο
που συγκεντρώνει τους φόρους από τους ρύπους CO2, ώστε να στηρίξει τα
τιμολόγια χαμηλότερα. Παράλληλα οι καταναλωτές καλούνται μέσα στο 2022 να
πληρώνουν χαμηλότερα τέλη για Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Έτσι θα
καταβάλουν 0,037 ευρώ/kWh, από 0,065 ευρώ/kWh το 2021.
Παράλληλα στη Γερμανία, ο υπουργός Περιβάλλοντος δήλωσε την περασμένη
Πέμπτη, ότι τα δικαστήρια θα κρίνουν εάν είναι σύννομες οι ακυρώσεις
συμβολαίων «κλειδωμένων τιμών» ανάμεσα στους ενεργειακούς παρόχους και τους
καταναλωτές, από την πλευρά των παρόχων, λόγω των εκτάκτων συνθηκών στις
αγορές ενέργειας. Και όλοι αντιλαμβανόμαστε τι θα σημάνουν οι σχετικές
δικαστικές αποφάσεις, όχι μόνο σε γερμανικό επίπεδο.
Παραμένει αμφίβολο, το αν αυτές οι παρεμβάσεις είναι ικανές, να απορροφήσουν
τις μεγάλες αυξήσεις και να καθησυχάσουν τους καταναλωτές από τη μια πλευρά
και τους μετόχους των ενεργειακών εταιρειών από την άλλη. Και δημιουργείται
μια ιδιαίτερη ανησυχία για τον τρόπο που θα κινηθεί η ενεργειακή αγορά στη
συνέχεια.
Μια ανησυχία που περικλείεται στην απλή λαϊκή ερώτηση: «Ποιος θα πληρώσει
τελικά, το μάρμαρο;»
Οι τελικοί καταναλωτές; Δηλαδή, τα νοικοκυριά;
Οι παραγωγικές μονάδες; Δηλαδή, οι μέτοχοι των εταιρειών;
Οι φορολογούμενοι; Οι οποίοι μέσω της φορολογίας θα κληθούν να καλύψουν τα
νέα ελλείμματα και τα νέα προγράμματα ενίσχυσης και στήριξης των ευάλωτων
ομάδων;
Οι ενεργειακές εταιρείες; Δηλαδή, οι μέτοχοι των εταιρειών, που θα δουν
μείωση των εσόδων τους και θα βρεθούν μπροστά σε μια αναβολή όλων των
επενδυτικών σχεδίων για νέες ενεργειακές μονάδες;
Πολύ φοβούμαστε, ότι η απόφαση του επιμερισμού του οικονομικού κόστους, που
σίγουρα πρόκειται να είναι βαρύ, θα είναι μια πολιτική απόφαση με άξονα και
γνώμονα, «το πολιτικό κόστος» και όχι τις αντικειμενικές οικονομικές
συνθήκες. Είναι δε γνωστό, ότι οποτεδήποτε γίνεται επίκληση του «γενικότερου
καλού» και του κοινωνικού οφέλους, οδηγούμαστε σε αποφάσεις που μπορεί να
φαντάζουν φιλολαϊκές, ωστόσο οι επιπτώσεις των αποφάσεων αυτών, προκαλούν
χρόνιες οικονομικές στρεβλώσεις που μας συνοδεύουν για μεγάλο χρονικό
διάστημα.
Και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον, εντός του οποίου το ευρωπαϊκό πολιτικό
προσωπικό αδυνατεί να βρει μια συνολική λύση και να αναπροσαρμόσει με
ταχύτητα το σχέδιο για την πράσινη μετάβαση. Είναι ανησυχητικό και τραγικό
ταυτόχρονα, οι Ευρωπαίοι πολίτες να βιώνουν μια ραγδαία συρρίκνωση του
βιοτικού τους επιπέδου, που θα οδηγήσει με μεγάλες πιθανότητες σε κοινωνική
αναταραχή, την ίδια στιγμή που άλλες οικονομίες του πλανήτη αποκτούν ολοένα
και μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική δύναμη, εστιάζοντας στην ευημερία των
πολιτών τους και θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τις ανησυχίες για τη κλιματική
αλλαγή.
Κωνσταντίνος Χαροκόπος
0 Σχόλια