Πόσες φορές πρέπει να πει ένας πρωθυπουργός ότι θα εξαντλήσει την τετραετία για να τον πιστέψουμε; Στην Ελλάδα που ζούμε, πολύ περισσότερες από όσες το έχει πει και ξαναπεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης
Το βεβαρημένο πολιτικό ιστορικό της χώρας μας είναι γνωστό – οι περισσότερες
κυβερνήσεις υπέκυψαν στον πειρασμό να κάνουν εκλογές με βάση το στενό
εκλογικό τους συμφέρον. Τις έκαναν, επειδή μπορούσαν, εν ολίγοις.
Όσο κι αν σε πολλούς θα φανεί παράξενο, οι πιο δικαιολογημένες πρόωρες
εκλογές ήταν εκείνες του Σεπτεμβρίου του 2015: ο Αλέξης Τσίπρας είχε χάσει
τη δεδηλωμένη μετά από την αποχώρηση του Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΡΙΖΑ που
έφερε η ψήφιση του τρίτου Μνημονίου. Οπότε, ή θα έπρεπε να κυβερνήσει με την
ανοχή της ΝΔ , του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, είτε θα έπρεπε να πάει σε
εκλογές. Πήγε – και νίκησε, ξεπερνώντας ακόμα και το γεγονός ότι το κόμμα
του είχε γίνει παραμονή του Δεκαπενταύγουστου μνημονιακή δύναμη εκεί που
ήταν ο βασιλιάς των αντιμνημονιακών.
Η ιστορία έχει δείξει ότι ένα κόμμα που κυβερνά σπανίως μπορεί να ανατρέψει
τους συσχετισμούς – μπορεί μόνον να τους συντηρήσει. Αν δηλαδη τον
Σεπτέμβριο του 2015 υπήρχε η αίσθηση ότι ένα άλλο κόμμα μπορούσε να εγγυηθεί
ένα καλύτερο μέλλον, σήμερα θα λέγαμε ότι ο Τσίπρας είχε κάνει τότε τις
εκλογές «για να δραπετεύσει».
Εν έτει 2022, πάντως, τα πράγματα δείχνουν εντελώς διαφορετικά: έχοντας να
αντιμετωπίσει πολλές και διάφορες κρίσεις κατά την διάρκεια της θητείας του,
ο Κυριάκος Μητσοτάκης συντηρεί ένα πολύ μεγάλο δημοσκοπικό προβάδισμα
απέναντι στον Αλέξη Τσίπρα.
Φυσικά, κανένας συσχετισμός δεν μένει αναλλοίωτος στον χρόνο – ό,τι
ανεβαίνει, κατεβαίνει κι ό,τι γυρίζει, σταματά. Εξ ου και τα στελέχη του
ΣΥΡΙΖΑ στο πρώτο πραγματικό ή φαντασιακό στραβοπάτημα της κυβέρνησης
σπεύδουν να μιλήσουν για «την αρχή του τέλους» της.
Στην συνέντευξή του στον ΑΝΤ1, ο πρωθυπουργός έδειξε πολύ άνετος με την
κατάσταση – γι’ αυτό και δεν απέφυγε να ξαναδεσμευτεί ότι δεν πρόκειται να
πάει σε πρόωρες εκλογές, ενώ ξόρκισε ακόμα και τον εκλογικό ανασχηματισμό.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι εκτιμά πως δεν θα αλλάξει η κατάσταση, ειδικά τώρα που
η είσοδος του «νέου παίκτη» από τον χώρο της Κεντροαριστεράς φαίνεται ότι
σπρώχνει ακόμα πιο χαμηλά τον ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κάμποσους λόγους να πιστεύει ότι μεσοπρόθεσμα τα
πράγματα θα πάνε καλύτερα για την κυβέρνηση: κάποια στιγμή η πανδημία θα
κάνει τον κύκλο της, κάποια στιγμή τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπουν
στα ελληνικά ταμεία και αν δεν μας χτυπήσει ο αστεροειδής, τότε το καλοκαίρι
που έρχεται θα είναι μνημειώδες για τον τουρισμό, μετά από δύο δύσκολα
χρόνια.
Πρακτικά, όλα αυτά σημαίνουν ότι το ερχόμενο φθινόπωρο, η ελληνική κοινωνία
έχει πολλές πιθανότητες να βρίσκεται στην καλύτερη ψυχολογία της τελευταίας
12ετίας – αν συνυπολογίσει κανείς ότι πριν από την πανδημία, η Ελλάδα είχε
να αντιμετωπίσει την τρόικα των δανειστών. Αν αυτά συμβούν, τότε ενδεχομένως
ο πρωθυπουργός θα έχει την πολυτέλεια να περιμένει, με την εκτίμηση ότι ο
ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να ανακάμψει ποτέ.
Βεβαίως, οι παράγοντες της αβεβαιότητας δεν έχουν εξαφανιστεί – και ούτε
πρόκειται να εξαφανιστούν ποτέ. Περίμενε κανείς τον περασμένο Αύγουστο ότι η
βόρεια Εύβοια θα καιγόταν για ημέρες σε συνθήκες – περίπου - άπνοιας; Ξέρει
κανείς τι θα γίνει με τους ευρω-γραφειοκράτες και τις εκταμιεύσεις; Μπορεί
κανείς να γνωρίζει πως θα κινηθεί ο νέος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας
σε σχέση με το σύμφωνο σταθερότητας;
Εν ολίγοις, προφήτες δεν υπάρχουν – υπάρχουν μόνον σενάρια και αυτά καμιά
φορά τα βλέπει ο Θεός και γελάει. Με την έννοια αυτή, ακόμα κι αν αποφασίσει
να πατήσει την δέσμευσή του ο πρωθυπουργός, κανείς δεν θα τον παρεξηγήσει.
Στέφανος Τζανάκης
0 Σχόλια