Οι σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας έχουν οξυνθεί και γίνεται πολύς λόγος για την αναβίωση ενός ψυχρού πολέμου μεταξύ τους. Διαφωνώ με αυτή την προσέγγιση. Ο ψυχρός πόλεμος ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από τη σημερινή κατάσταση.
Γράφει ο Βασίλης Κοψαχείλης *
Ο ψυχρός πόλεμος είχε κρατικούς δρώντες με σαφή ιδεολογικά χαρακτηριστικά,
ενώ οδήγησε σε μια μοναδική σταθερότητα μεταξύ των δυο ανταγωνιστικών
πολιτικοοικονομικών στρατοπέδων.
Δεν έχουμε σήμερα κάτι τέτοιο και πιθανότατα δεν θα το δούμε να συμβαίνει.
Σήμερα ο κόσμος είναι πολυπολικός, δεν είναι αποκλειστικά κυρίαρχοι οι
κρατικοί δρώντες και δεν υπάρχουν ανταγωνιστικές ιδεολογίες, παρά μόνο
ανταγωνιστικά συμφέροντα.
Αντίθετα, υπάρχει ανεξέλεγκτη εντροπία πολλών και διαφορετικών κέντρων
εξουσίας, που παρόλη την προσπάθειά τους να διαχωριστούν μεταξύ
«φιλελεύθερων-δημοκρατών» και «συντηρητικών-δεσποτικών», εντούτοις
καταλήγουν στην πράξη να λειτουργούν με κοινή ιδεολογία και να διεκδικούν
ένα κοινό χώρο, πεπερασμένων, ωστόσο, πόρων και δυνατοτήτων. Υπό αυτή την
έννοια δεν μπορούμε να μιλάμε καν για σταθερότητα στον ορίζοντα.
Η απάντηση Κίσινγκερ
Μία προσέγγιση στο θέμα επιχείρησε να δώσει το μακρινό 2009, ο Χένρι
Κίσινγκερ με άρθρο του στην International Herald Tribune. Ο δραστήριος νους
του, πάντα σε αναζήτηση της χρυσής τομής για παγκόσμια σταθερότητα, και με
αφορμή τότε την αναταραχή λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, έλεγε ότι όταν
η κρίση περάσει, ο κόσμος δεν θα επιστρέψει ξανά στην προ-2008 οικονομική
παγκοσμιοποίηση.
Για να αποφύγει ο κόσμος τη διάλυση, υπήρχαν δυο επιλογές. Έγραφε πως ή θα
φτιαχτούν παγκόσμιες πολιτικές δομές ανάλογες της θεσμικής οικονομικής
συνεννόησης και αλληλοϋποστήριξης μεταξύ των κρατών (βλ. για παράδειγμα ΔΝΤ)
ή θα περιορίζονταν και θα προσαρμόζονταν η παγκόσμια οικονομική
δραστηριότητα στις δυνατότητες των υφιστάμενων πολιτικών δομών να ασκούν
έλεγχο.
Κατέληγε στο ότι αν επιλεγεί η δεύτερη πρόταση, τότε αναπόδραστα ο κόσμος θα
οδηγηθεί σε ένα νέο μερκαντιλισμό (εμποροκρατία) και συνακόλουθα σε ένα νέο
γεω-οικονομικό προστατευτισμό.
Τι συνέβη…
Τα χρόνια που ακολούθησαν από το 2009 ως τις αρχές του 2014 έδειχναν πως
μάλλον οδεύαμε προς την πρώτη επιλογή. Μέσω των G8 φαινόταν να επιδιώκεται
μια παγκόσμια πολιτική συνεννόηση.
Καταλύτης στην αλλαγή σκηνικού ήταν η Ρωσική επέμβαση και προσάρτηση της
Κριμαίας και τα όσα ακολούθησαν με τις ρωσόφωνες περιοχές στα ανατολικά της
Ουκρανίας.
Φυσικά, πίσω από τις ρωσικές και όχι μόνο ενέργειες, πραγματική αιτία δεν
ήταν η ιστορία και οι αδελφικοί δεσμοί. Υπήρξε γεω-οικονομικό παρασκήνιο με
έντονα ενεργειακό χαρακτήρα, το οποίο έχει διεξοδικά αναλυθεί στο παρελθόν,
τουλάχιστο στις φανερές πτυχές του. Γιατί υπάρχουν ακόμη και πολλές μη
φανερές πτυχές… (βλ. για παράδειγμα τον ρόλο της Γερμανίας ώστε να ακυρωθεί
στην πράξη η ενεργειακή αρτηρία της Ουκρανίας και η συνακόλουθη αναγκαιότητα
για την κατασκευή του Nord Stream 2 ή ακόμη και η κατασκευή του Turkish
Stream 2 ως ανταγωνιστικής πρότασης στον υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ ΤΑΡ ή το
αμερικανικό σχιστολιθικό αέριο με τη μορφή εξαγόμενου LNG στην Ευρώπη).
Έκτοτε, ΗΠΑ και ΝΑΤΟ άρχισαν απροκάλυπτα τις δικές τους κινήσεις στη
σκακιέρα. Με τις κινήσεις τους κατευθύνουν τα πράγματα ολοένα εγγύτερα στη
δεύτερη επιλογή Κίσινγκερ, δηλαδή στην υιοθέτηση μιας στρατηγικής
περιορισμού της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και σε ένα νέο
προστατευτισμό.
Ο προστατευτισμός αυτός εδράζεται πάνω σε ποικίλα ποιοτικά χαρακτηριστικά -
από την προστασία του περιβάλλοντος ως τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις
πολιτικές ελευθερίες – και εφαρμόζεται ανάλογα μέσω των κυρώσεων. Κύριοι
στόχοι των αμερικανικών κυρώσεων είναι η κινεζική γεω-επιχειρηματικότητα και
η ρωσική γεω-οικονομική ισχύς (κυρίως η ενεργειακή δυναμική).
Οι ΗΠΑ, κινούμενες πλέον αντιδραστικά και χωρίς τον παλαιό αέρα της
ιδεολογικής υπεροχής (τον οποίο αγωνίζονται να ανακτήσουν επί Μπάιντεν, μέσα
από πρωτοβουλίες για τον άνθρωπο, το κλίμα και τη Δημοκρατία) επιδιώκουν την
αποκοπή της Κίνας από το οικονομικό και τεχνολογικό κεφάλαιο της Δύσης (βλ.
αποκοπή κινεζικών εταιρειών από δυτικές χρηματαγορές, εξοστρακισμό κινεζικών
τεχνολογικών κολοσσών από δυτικές αγορές, κ.ά.) και τον περιορισμό της
ρωσικής ενεργειακής επιρροής στον ευρωπαϊκό χώρο.
Παράλληλα, και υπό τη νέα διοίκηση Μπάιντεν, οι ΗΠΑ επιχειρούν στοχευμένα
τον επανέλεγχο του διεθνούς συστήματος μετά την τραγική εμπειρία της
περιόδου Τραμπ. Έτσι, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα διεκδίκησαν και
κέρδισαν την προεδρία σε κομβικούς διεθνείς οργανισμούς, όπως για παράδειγμα
στον Διεθνή Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών (βλ. έλεγχο των παγκόσμιων δικτύων και
της τεχνολογίας στις επικοινωνίες).
Πολύ πρόσφατα, αποφάσισαν να αναθερμάνουν το ενδιαφέρον τους για τη Μογγολία
και να συμπεριλάβουν αυτή τη χώρα σε έναν ευρύτερο σχεδιασμό που αφορά
ολόκληρη την Κεντρική Ασία. Στόχος τους να παρεμβληθούν γεωγραφικά μεταξύ
της αχανούς αλλά εύθραυστης ρωσικής επικράτειας ανατολικά των Ουραλίων και
των μουσουλμανικών περιοχών στα ΒΔ της Κίνας. Από την εποχή Κλίντον υπάρχουν
ενδιαφέροντες αμερικανικοί σχεδιασμοί για την περιοχή αυτή, πρόσφατα το
Ισραήλ θεμελίωσε στρατηγικές σχέσεις συνεργασίας με το Νεπάλ και ας μην
εκπλαγούμε αν πίσω από την αμερικανική ανοχή προς την Τουρκία δεν βρίσκονται
οι ίδιοι σχεδιασμοί που αφορούν τα τουρκογενή κράτη της Κεντρικής Ασίας.
Πρώτα συμπεράσματα
Φαίνεται πως με γρήγορα βήματα η Αμερική προχωρά σε έναν ιδιότυπο
προστατευτισμό απέναντι στους αντιπάλους της Κίνα και Ρωσία. Μέσω του
μηχανισμού των κυρώσεων, την ισχύ και την όποια επιρροή καταστούν
no-go-zones πρόσφορες αγορές για τους αντιπάλους τους, ενώ παράλληλα
επεκτείνουν τον έλεγχο σε περιοχές που μέχρι χθες τους ήταν μικρής σημασίας.
Το γεγονός συνιστά μία κλιμάκωση που συμβάλλει καθοριστικά στη γενικότερη
αστάθεια, πέρα και έξω από τα συμβαίνοντα στην Ουκρανία. Εγείρει παράλληλα
πολλά ερωτηματικά. Θα ακολουθήσει άραγε η Ευρώπη ή πόσοι από την Ευρώπη, στο
παιχνίδι αυτό; Πώς θα τοποθετηθεί η Τουρκία στους σχεδιασμούς; Σε ποιο βαθμό
οι σημερινές κινήσεις της Ρωσίας ευνοούν τα συμφέροντα της Τουρκίας και σε
τελική ανάλυση τη δέσμευση της Άγκυρας στον άτυπο άξονα Άγκυρας – Μόσχας;
Καθώς επίσης, σε ποιο βαθμό η επέκταση του αμερικανικού ενδιαφέροντος προς
την Κεντρική Ασία ως και τη Μογγολία, θα φέρει εγγύτερα Πακιστάν, Κίνα ακόμη
και το Ιράν προς τον Ρωσο-Τουρκικό άξονα;
Το επικίνδυνο είναι πως δεν πρόκειται για ερωτήματα ή κινήσεις που οδηγούν
στη συγκρότηση ιδεολογικά συμπαγών ανταγωνιστικών στρατοπέδων, ώστε να
μιλάμε για μια νέα σταθερότητα. Θα πρόκειται για ευκαιριακές συνεννοήσεις
όλων των πλευρών, ανάλογων της ρευστότητας των συνεννοήσεων στα χρόνια των
Βαλκανικών Πολέμων.
Και αν στην εξίσωση των κρατών βάλουμε και τα πολυεθνικά επιχειρηματικά
συμφέροντα που πλέον οι όποιες διεθνοπολιτικές συνεννοήσεις τα αφορούν
ζωτικά, τότε ενδεχομένως μιλάμε για μια παγκόσμια ρευστότητα ανταγωνιστικών
συμφερόντων που κανένα κέντρο δεν θα μπορεί να ελέγξει αποτελεσματικά.
Αν εξακολουθεί, λοιπόν, το ζητούμενο να είναι η παγκόσμια σταθερότητα, τότε
ενδεχομένως τα μεγάλα κράτη να πρέπει να ξαναδούν από μηδενική βάση την
προσπάθεια που ξεκίνησαν με τους G8. Το δύσκολο αυτού του σεναρίου είναι ότι
η Αμερική πιθανότατα δεν έχει κανένα συμφέρον να το ακολουθήσει. Αντίθετα,
συνεχίζοντας με τη στρατηγική του προστατευτισμού και χωρίς “boots on the
ground” φαίνεται να αποκομίζει μονομερώς κέρδη.
* Ο Βασίλης Κοψαχείλης είναι Διεθνολόγος.
0 Σχόλια