Ούτε οι κεμαλιστές, ούτε οι γκιουλενιστές. Ούτε το βαθύ κράτος, ούτε το
κουρδικό αντάρτικο. Ούτε οι Ρώσοι, ούτε οι Αμερικανοί. Ο αντίπαλος τον οποίο
δεν γνωρίζει πώς να αντιμετωπίσει ο Ταγίπ Ερντογάν και που ενδέχεται να
αποβεί μοιραίος για την 19ετή εξουσία του είναι ο Τούρκος καταναλωτής. Και η
αγανάκτηση αυτού του τελευταίου, καθώς κλιμακώνεται η νομισματική κρίση της
γείτονος, δημιουργεί μια πολιτικά ασφυκτική για τους κυβερνώντες κατάσταση,
η οποία δεν μπορεί να "σέρνεται" για άλλον ενάμιση χρόνο, μέχρι την
προγραμματισμένη προσφυγή στις κάλπες.
Το να μιλά για κανείς για "οικονομική κατάρρευση" της χώρας του Ερντογάν
αποτελεί επιπολαιότητα. Μια χώρα με τη δημογραφία, τον δυναμισμό και την
παραγωγική βάση της Τουρκίας κάθε άλλο παρά "ξεγραμμένη" είναι (όπως
αποδεικνύει και το γεγονός ότι το ΑΕΠ της αναπτύχθηκε κατά 1,8% εντός του
πανδημικού 2020). Ιδίως αν τυχόν πτώση της κινδυνεύει να συμπαρασύρει
πολλούς άλλους στο διεθνές τοπίο. Πόσω μάλλον που η τυχοδιωκτική εξωτερική
πολιτική του ισχυρού άνδρα της Άγκυρας σε πολλά μέτωπα του δίνει τη
δυνατότητα να ανταλλάξει την επίδειξη συνεργατικού πνεύματος με σωτήριες,
έστω και προσωρινές, οικονομικές ενέσεις. Όπως ακριβώς συνέβη την εβδομάδα
αυτή με την επίσκεψη του πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Ζάγεντ των Ηνωμένων Αραβικών
Εμιράτων στην Άγκυρα, κομιστή υποσχέσεων για επενδύσεις ύψους 10 δισ.
δολαρίων. Το ότι η Τουρκία βρήκε δίοδο συνεργασίας με τον μεγαλύτερο
αντίπαλό της τα τελευταία χρόνια στη Μέση Ανατολή, τον άνθρωπο που
κατηγορείται ότι χρηματοδότησε το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του
Ερντογάν το 2016 και κινητοποίησε τα στρατεύματά του κατά των τουρκικών
φιλοδοξιών στη Λιβύη, είναι από μόνο του ένας μικρός σεισμός για όλη την
περιοχή.
Το αυτό καταδεικνύει και η επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Άγκυρα την
προηγούμενη εβδομάδα συνάπτοντας και εξοπλιστικές συμφωνίες, ο Πέδρο
Σάντσεθ, ηγέτης παρεμπιπτόντως μιας χώρας της οποίας οι τράπεζες έχουν
μεγάλη έκθεση στην Τουρκία.
Πόσο θα αντέχει η "φούσκα";
Όμως τα τρωτά σημεία της τουρκικής οικονομίας, προ πολλού γνωστά,
παραμένουν. Η συρρίκνωση της πρωτογενούς παραγωγής έχει αφήσει τη χώρα
διατροφικά εξαρτημένη. Η έλλειψη ενεργειακών πόρων και ενδιάμεσων αγαθών
έχει ως φαινομενικώς παράδοξο αποτέλεσμα όσο περισσότερο αυξάνονται οι
τουρκικές εξαγωγές, τόσο να ανοίγει το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Και η
στήριξη του ερντογανικού "οικονομικού θαύματος" των προηγούμενων δύο
δεκαετιών πρωτίστως στις κατασκευές και τις βραχυπρόθεσμες εισροές ξένων
κεφαλαίων έχει δημιουργήσει μία "φούσκα", το σκάσιμο της οποίας, όσο και αν
το καθυστερεί κανείς, δεν μπορεί οριστικά να αποφύγει.
Ο Ταγίπ Ερντογάν επιμένει βέβαια στο παιχνίδι των καθυστερήσεων,
επιβάλλοντας την ανορθόδοξη θεωρία του ότι τα υψηλά επιτόκια δεν αποτελούν,
όπως το θέλουν τα οικονομικά εγχειρίδια, τη θεραπεία στις πληθωριστικές
πιέσεις αλλά τον τροφοδότη τους. Χωρίς καμία τήρηση των προσχημάτων ως προς
την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας έχει προβεί σε τρεις αλλαγές του
διοικητή της την τελευταία διετία, προκειμένου να εξασφαλίσει συνέχιση της
πολιτικής φθηνού δανεισμού.
Όμως οι αγορές (και πολύ περισσότερο οι διεθνείς δυνάμεις που πρωταγωνιστούν
σε αυτές) δεν έχουν λόγο να κάνουν χάρες στον Τούρκο ηγέτη. Ιδίως στον βαθμό
που τα συναλλαγματικά αποθέματα της κεντρικής τράπεζας έχουν πλέον
εξαντληθεί και η λίρα βρίσκεται ανοχύρωτη.
Αρνητικά πραγματικά επιτόκια
Το αποτέλεσμα είναι η λίρα να έχει υποτιμηθεί έναντι του δολαρίου κατά 7% το
2017, 28% το 2018, 11%, το 2019, 20% το 2020 και 42% φέτος – κατά 15% μόνο
την περασμένη Τρίτη, στον άμεσο απόηχο των δηλώσεων του Ερντογάν την
προηγουμένη ότι θα επιμείνει στην οδό της μείωσης των επιτοκίων.
Μεσοβδόμαδα η ισοτιμία σημείωσε ιστορικό χαμηλό φθάνοντας τις 13,52 λίρες
ανά δολάριο, για να ενισχυθεί την Πέμπτη περί τις 12 λίρες ανά δολάριο.
Υπενθυμίζεται ότι τα ονομαστικά επιτόκια προσγειώθηκαν από το 19% στο 15% σε
τρεις διαδοχικές μειώσεις από τον Σεπτέμβριο και εξής, οπότε και η υποτίμηση
της λίρας επιταχύνθηκε στα επίπεδα του "εφιαλτικού έτους" 2018, όταν ο
Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε κυρώσεις σε Τούρκους αξιωματούχους για την υπόθεση
του κρατούμενου πάστορα Άντριου Μπράνσον.
Με τον πληθωρισμό να αγγίζει το 20% τα πραγματικά επιτόκια είναι βεβαίως
αρνητικά και η φυγή των καταθετών προς το δολάριο μοιάζει ακατάσχετη.
Το τέλος της λαϊκής εμπιστοσύνης
Ούτως ή άλλως το ταξικό πρόσημο των επιλογών Ερντογάν, παρά την ισλαμιστική
ρητορική που τις επενδύει, είναι σαφές. Προκειμένου να συνεχιστεί το "πάρτι"
των φίλιων επιχειρηματικών ομίλων και να κρατηθούν έστω και πλασματικά σε
υψηλά επίπεδα οι ρυθμοί ανάπτυξης και οι εξαγωγές, ο "λογαριασμός"
μεταφέρεται στον απλό καταναλωτή, σε μία χώρα όπου οι μισοί εργαζόμενοι
έχουν αποδοχές κοντά στον κατώτατο μισθό των 2.825 λιρών (ήτοι 235 δολαρίων)
μηνιαίως.
Πράγμα που εξηγεί γιατί η ακρίβεια πυροδοτεί πλέον διαδηλώσεις, όπως αυτές
που κατέστειλε τις προηγούμενες ημέρες η αστυνομία στο Σισλί και το
Καντίκιοϊ της Κωνσταντινούπολης, στην Άγκυρα και τη Σμύρνη (σε περιοχές δηλ.
με ήδη ισχυρή παρουσία της αντιπολίτευσης). Όταν τα χαμηλά
κοινωνικο-οικονομικά στρώματα που αποτελούν προνομιακή εκλογική πελατεία του
κυβερνώντος κόμματος αρχίσουν να εκφράζουν εξίσου ζωηρά τη δυσφορία τους, τα
πράγματα θα δυσκολέψουν...
Οι αξιωματούχοι του κυβερνώντος κόμματος επιμένουν ότι οι κλυδωνισμοί είναι
παροδικοί και ακολουθούν "διεθνείς τάσεις", ενώ την ίδια στιγμή κατά τρόπο
τελείως τουρκικό 271 χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης οδηγούνται
ενώπιον της δικαιοσύνης για διασπορά ψευδών ειδήσεων ως προς την ευρωστία
του νομίσματος.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τουρκικής Στατιστικής Υπηρεσίας ο δείκτης
καταναλωτικής εμπιστοσύνης υποχώρησε τον Νοέμβριο κατά 7,3% σε μηνιαία βάση,
φθάνοντας στο 71,1, ήτοι στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2004.
"Πρόβλημα ασφαλείας"
Σε αυτό το τοπίο, το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του ηγέτη της αξιωματικής
αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και το εθνικιστικό αντιπολιτευόμενο
"Καλό Κόμμα" της Μεράλ Άκσενερ εντείνουν από κοινού τις εκκλήσεις για
διενέργεια πρόωρων εκλογών. Μάλιστα ο Κιλιτσντάρογλου αποκαλεί πλέον τον
Ερντογάν ως την "υπ' αριθμόν ένα απειλή ασφαλείας της χώρας αυτή τη στιγμή".
Είναι ένα ερώτημα κατά πόσον ο Τούρκος πρόεδρος μπορεί να αποφύγει τις
πρόωρες εκλογές και κατά πόσον μπορεί να επινοήσει κάποια "επιτυχία" στο
μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, όπου λιγοστεύουν πια οι ευκαιρίες, για να
μετατοπίσει την προσοχή της κοινής γνώμης. Το ότι άλλωστε ο ίδιος μετέτρεψε
το πολίτευμα σε προεδρικό τον υποχρεώνει να αναζητήσει για την επανεκλογή
του μιαν απόλυτη πλειοψηφία (50%+1) την οποία πλέον δεν διαθέτει.
0 Σχόλια