Ξεκινώντας λίγο ανορθόδοξα τούτο το κείμενο, δεν θα δυσκολευθώ να αναγνωρίσω ότι το αγαπημένο σπορ για αρκετούς δημοσιογράφους του πολιτικού ρεπορτάζ είναι να γράφουν ή να μεταδίδουν πληροφορίες για επικείμενες κυβερνητικές αλλαγές ή για επερχόμενες πρόωρες κάλπες. Έχω κι ο ίδιος αναρωτηθεί πολλές φορές αν τα σενάρια περί ανασχηματισμού ή εκλογών είναι απλώς προϊόν επαγγελματικής ευκολίας ή αν πρόκειται για αναπαραγωγή άλλοτε της φοβίας και άλλοτε της προσδοκίας κάποιων πολιτικών δυνάμεων.
Το συμπέρασμα στο οποίο κατατείνω είναι δεν υπάρχει ενιαίος κανόνας. Είναι αληθές ότι περισσότερο η ανασχηματολογία και λιγότερο η εκλογολογία συνιστούν έτοιμη δημοσιογραφική τροφή που δεν απαιτείται πολύς κόπος για τη διάθεση και την κατανάλωσή της. Από την άλλη, όμως, κάποιες φορές δικαίως του λόγου δεν δίνεται σημασία στις δημόσιες διαψεύσεις στις οποίες συχνά καταφεύγουν οι ίδιοι που στο παρασκήνιο διοχετεύουν τις διαρροές των σεναρίων που τα μέσα ενημέρωσης δεν μπορούν παρά να αναπαράγουν.
Ουδείς, άλλωστε, μπορεί να αρνηθεί ότι σε χώρες χωρίς θεσμική σταθερότητα, όπως αναμφισβήτητα είναι η Ελλάδα, το ανακάτεμα της «τράπουλας» υποκαθιστά συχνά τα ελλείμματα στην παραγωγή πολιτικής που προκαλεί η ακατάσχετη προεκλογική υποσχεσιολογία. Όπως επίσης και δεν μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι, ειδικά στο θέμα των εκλογών, η εκάστοτε κυβέρνηση –και για την ακρίβεια ο αρχηγός της- έχει το πεπόνι και το μαχαίρι και λαμβάνει αποφάσεις για προσφυγή στις κάλπες με ιδιοτελείς σκοπιμότητες.
Για να είμαστε ειλικρινείς πρέπει να παραδεχθούμε ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν είναι ακραιφνώς ελληνικό. Για παράδειγμα, στο Ισραήλ, το οποίο βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, οι πολίτες καλούνται να ψηφίσουν για τέταρτη φορά μέσα σε μόλις δύο χρόνια. Ο κυβερνητικός συνασπισμός που μετά βασάνων και κόπων σχημάτισαν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα μετά την τρίτη εκλογική αναμέτρηση κατέρρευσε και έτσι η συμφωνία να μοιραστούν την τετραετή θητεία του πρωθυπουργού οι ηγέτες τους δεν πρόκειται να ισχύσει.
Ο Μπέντζαμιν Νατανάχιου, ο οποίος διατήρησε τον πρωθυπουργικό θώκο για το πρώτο μισό της τετραετίας, όταν είδε ότι απέκτησε δημοσκοπικό αέρα για να κυβερνήσει χωρίς τον αντίπαλο στον οποίο θα παρέδιδε την εξουσία για το δεύτερο μισό, δεν είχε τον παραμικρό δισταγμό να αφήσει τη συγκυβέρνηση να διαλυθεί και τον άσπονδο «συνεταίρο» του στα κρύα του λουτρού. Δυστυχώς, έτσι είναι η πολιτική και όποιος το αρνείται δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να εθελοτυφλεί ή να ονειροβατεί.
Μετά τον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος επιβεβαιώθηκε αφού, όπως συνήθως συμβαίνει, νωρίτερα είχε διαψευστεί αρκετές φορές, φούντωσαν και πάλι τα σενάρια που θέλουν τα Μέγαρο Μαξίμου να προλειαίνει το έδαφος έτσι ώστε να προκηρύξει εκλογές μόλις το εμβολιαστικό πρόγραμμα κατά του κορωνοϊού προχωρήσει σε βαθμό τέτοιο που να αποτελεί σήμα ότι αφήνουμε πίσω μας την πανδημία.
Η αύξηση του αριθμού των στελεχών του κυβερνητικού σχήματος σε επίπεδα που μόνον σε προεκλογικές περιόδους συναντώνται, η μεταβολή της ισορροπίας ανάμεσα στους βουλευτές και τους τεχνοκράτες που συμμετέχουν στην κυβέρνηση υπέρ των πρώτων που συμβάλουν περισσότερο στην συγκομιδή των ψήφων, καθώς και η «αλλαγή φρουράς» στην ηγεσία του υπουργείου Εσωτερικών που έχει την αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή των εκλογών είναι μόνον τρεις από τις βάσιμες ενδείξεις που μαρτυρούν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.
Ο νέος υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης προέβη ήδη σε διαψεύσεις, ενώ το ίδιο προτίθεται, κατά πληροφορίες, να κάνει τις επόμενες μέρες και το Μέγαρο Μαξίμου. Οι λόγοι είναι προφανείς. Ό,τιδήποτε άλλο θα ήταν αδιανόητο στην παρούσα συγκυρία που η φονική πανδημία βρίσκεται σε έξαρση. Ας μη γελιόμαστε, όμως, όσες διαψεύσεις και αν γίνουν, οι πιθανότητες να πάμε σε εκλογές μέσα στο 2021 είναι πολλές. Το δέλεαρ για την κυβερνητική παράταξη, που προκύπτει από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι τόσο μεγάλο που δύσκολα θα το απεμπολήσει.
Με παντοίους τρόπους, άλλωστε, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας και τα στελέχη του κόμματός του συνδράμουν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Δεν είναι μόνον που ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε ότι «αν δεν υπήρχε η πανδημία, θα είχα ζητήσει ήδη εκλογές», δικαιώνοντας εκ των προτέρων την ενδεχόμενη προσφυγή στις κάλπες μόλις θεωρηθεί λήξασα η πανδημία. Είναι, πολύ περισσότερο, η αλλοπρόσαλλη αντιπολιτευτική τακτική που ακολουθούν με αποτέλεσμα, αντί να επωφελούνται από τα λάθη και τις αστοχίες της κυβέρνησης, να βολοδέρνουν δημοσκοπικά, χωρίς να πείθουν ούτε όσους τους ψήφισαν πριν από ενάμισι χρόνο.
Το σύστημα της απλής αναλογικής το οποίο ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού πρώτα απόλαυσε, παρέα με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου, τεσσεράμισι χρόνια εξουσίας, είναι μια πολύ καλή αφορμή για να προκηρύξει εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκμεταλλευόμενος το πλεονέκτημα που έχει στο υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό. Η ευκαιρία είναι μοναδική, καθώς ακόμη και αν δεν πετύχει, όπως προεξοφλούν οι περισσότεροι, αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το προβάδισμα που, με τα σημερινά δεδομένα, θα λάβει θα είναι τέτοιο που τυχόν επαναληπτική εκλογική, η οποία θα γίνει με επαναφορά της ενισχυμένης αναλογικής, θα ανοίξει το δρόμο για άνετη αυτοδυναμία.
Τη μέρα, εξάλλου, που ανακοινώθηκε ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ απευθυνόμενος στους συνεργάτες του υποστήριξε ότι «οι σχεδιασμοί για εκλογική απόδραση του κ. Μητσοτάκη από την ευθύνη της διαχείρισης πανδημίας, την στιγμή που συνεχίζεται η καθημερινή εκατόμβη απωλειών συνανθρώπων μας, φανερώνει και το απόλυτο αδιέξοδό του». Και το ερώτημα που ευλόγως τέθηκε από πολλές πλευρές ήταν: Ξέρει κάτι ο κ. Τσίπρας που δεν ξέρουμε όλοι εμείς ή απλώς προσπαθεί να…. ξορκίσει αυτό που φοβάμαι ότι θα συμβεί;
Γρηγόρης Τζιοβάρας
0 Σχόλια