Ο Τραμπ φεύγει. Ο Μπάιντεν έρχεται. Ομως καλό είναι να μην έχουμε πάλι όσα
συμβαίνουν κάθε φορά τα τελευταία πενήντα χρόνια, όποτε εκλέγεται νέος
αμερικανός πρόεδρος. Τις «θεωρίες» είτε για λύτρωση είτε για καταστροφή.
Αυτός ο παιδαριώδης, αυτιστικός, ανασφαλής επαρχιωτισμός έχει καταντήσει
γελοίος. Ο Μπάιντεν θα ορκιστεί πρόεδρος των ΗΠΑ. Οχι… πληρωμένος διαιτητής
Ελλάδας – Τουρκίας πλήρους απασχόλησης. Αν έρθει η στιγμή να πρέπει να κάνει
κινήσεις στα ελληνοτουρκικά, σίγουρα θα έχει στο μυαλό του, στους φακέλους
στο γραφείο του και στις συζητήσεις με τους αξιωματούχους του εντελώς άλλα
από εκείνα που φαντάζονται εδώ διάφοροι πολιτικοί ραβδοσκόποι που μελετάνε
σπάλες. Τα παραπάνω δεν θα συμβούν. Και μάλλον τίποτα δεν θα μεταβληθεί
γενικά, μέχρι να υπάρξει κάποια νέα επαρκής αιτία γι’ αυτό. Η ιδέα ότι ο
Μπάιντεν πηγαίνει στον Λευκό Οίκο έχοντας πριν απ’ όλα στο μυαλό του το
Αιγαίο δείχνει απλώς ότι εδώ πολλοί ανοήτως πιστεύουν ότι είμαστε το κέντρο
του κόσμου. Λοιπόν: δεν είμαστε. Ιδίως στις συνθήκες και με την ατζέντα που
αναλαμβάνει.
Ειδικά με τον σαφώς «θεσμικό» Μπάιντεν δεν θα αλλάξει νευρικά η στάση των
ΗΠΑ, που έχει διαμορφωθεί επίσης θεσμικά. Και όχι προσωπικά. Για την
Τουρκία, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο έχουν ήδη διαμορφώσει σκληρές
θέσεις. Που ουδεμία σχέση έχουν με εκείνες που ξέραμε, ιδίως στον Ψυχρό
Πόλεμο. Θέσεις συμβατές με τα ελληνικά συμφέροντα. Οι παλιές έντονες
προσπάθειες κατευνασμού της Τουρκίας εις βάρος της Ελλάδας έχουν ατονήσει.
Πάντως, αν και ο Μπάιντεν έχει εκφραστεί επικριτικά για τον Ερντογάν και
αποστρέφεται τους αυταρχικούς ηγέτες, εδώ υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος: να
επιχειρηθεί εκ νέου, θεσμικά, ένας κατευνασμός στο πλαίσιο της γενικής
αναπροσαρμογής της εξωτερικής πολιτικής. Κάτι που αναμένεται άλλωστε από
τους Δημοκρατικούς. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δει κανείς και τη
μεταχρονολογημένη δημοσιοποίηση της έκθεσης του Στέιτ Ντιπάρτμεντ με δυσμενή
για την Ελλάδα αναφορά στον εναέριο χώρο, που όμως δεν πρέπει να
υπερεκτιμάται. Αυτό που δεν αναμένεται είναι να προσδιοριστεί η αμερικανική
εξωτερική πολιτική από το αν έβγαλε πρόπερσι φωτογραφία με κάποιον έλληνα
πολιτικό, από το αν έχει φίλους ομογενείς ή από το τι λέει εδώ ο κάθε
υποψήφιος παρατρεχάμενός του.
Τα τελευταία χρόνια η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Τουρκία έχει
μειωθεί δραματικά. Η χώρα έχασε τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα των μαχητικών
πέμπτης γενιάς F35 λόγω της αγοράς των ρωσικών πυραύλων S400.
Η Τουρκία μετατρέπεται συνεχώς σε νέο Ιράν και αυτό δεν είναι αποδεκτό. Ο
Ερντογάν δεν μπόρεσε να σταματήσει τις επιπτώσεις αυτών με τη «φιλία» που
νόμιζε ότι είχε με τον Τραμπ. Μιλούσαν και συνεργάζονταν συχνά. Αλλά, παρά
τις ρητορείες, και ο Τραμπ είχε ήδη συνταχθεί με τις θέσεις των αρμόδιων
παραγόντων του κράτους του. Αυτές είχαν επικρατήσει και πιθανότατα θα
μείνουν κυρίαρχες. Μπορεί ο Τραμπ να είχε, όπως κάθε πρόεδρος, δικές του
προτεραιότητες, αλλά δεν πήγε απέναντι στην εθνική θέση της χώρας του.
Καθυστέρησε τις κυρώσεις για την Τουρκία, αλλά, λ.χ., δεν σταμάτησε στην
απαγκίστρωση από το Ιντζιρλίκ που είναι ο κορυφαίος δείκτης των διμερών τους
σχέσεων.
Το επόμενο βήμα θα γίνει με την τοποθέτηση των υπουργών στη νέα αμερικανική
κυβέρνηση. Εκεί θα επαναληφθεί η παράνοια: όποιους και να βάλει στα
υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας, εδώ θα αναλυθούν κυρίως είτε ως τουρκόφιλοι
ανθέλληνες είτε ως άγγελοι με τη ρομφαία. Δεν θα είναι τίποτα από τα δύο. Θα
είναι υπουργοί των ΗΠΑ. Που θα έχουν, μεταξύ πολλών άλλων, και τα
ελληνοτουρκικά στο συρτάρι τους. Η Ελλάδα πρέπει να εμμείνει στις θέσεις
της. Να πιστέψει πρώτα η ίδια σε αυτές. Να ενισχύσει όσο μπορεί τον
γεωπολιτικό της προσανατολισμό ως σταθερό, αξιόπιστο σύνορο του δυτικού
κόσμου. Οχι να αναλώνεται σε ονειρομαντική και συνωμοσιολογία. Τη δουλειά
της να κάνει.
0 Σχόλια