Του Κ. Κυριακόπουλου
Ούτε καν ειρηνοποιός με την κλασική έννοια του όρου, αλλά έμπορος μιας αγοραίας δήθεν Ειρήνης, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ επιχειρεί να ακυρώσει ουσιαστικά την εθνική φωνή Ελλάδας και Κύπρου με τρόπο αυτοκτονικό.
Και επιχειρεί να το κάνει διεμβολίζοντας την πιθανότητα αποφασιστικής στάσης της Κύπρου, έτσι ώστε να μην ανακοπεί η διαδικασία επιβολής κυρώσεων στην Λευκορωσία. Την διεμβολίζει με πολιορκητικό κριό την Ελλάδα και το συγχωροχάρτι το οποίο δείχνει πρόθυμος να παραχωρήσει ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός στην Τουρκία για την πειρατική της δράση όλη την προηγούμενη περίοδο, παρ όλο που αυτή παραμένει ακόμη ενεργή στις Κυπριακές θάλασσες με ολοκάθαρα τα χαρακτηριστικά της πολεμικής επιχείρησης.
Έτσι, η Αμερικανική Εξωτερική πολιτική, χειραγωγεί και πάλι τους δεδομένους και πρόθυμους να θυματοποιηθούν, προσφέροντας χάντρες και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη, προκειμένου να εκτονωθεί η περιφερειακή ένταση στο μαλακό υπογάστριο της Ν.Α πτέρυγας του ΝΑΤΟ, να πέσει η Τουρκία και πάλι στα μαλακά με την αναστολή κάθε συζήτησης για ουσιαστικές κυρώσεις, και να πυροδοτηθεί ένα καινούριο, αδιέξοδο, αλλά πολλαπλά καταστροφικό μέτωπο εντάσεων με την Ρωσία.
Η Ελλάδα βαλτώνει και πάλι στον βούρκο των ψευδαισθήσεων που συντηρεί η ρητορική Πάιατ περί της δήθεν αισιοδοξίας για...
την άμεση μετατροπή της ΝΑ Μεσογείου σε περιβάλλον πολυμερούς αναπτυξιακής συνεργασίας των εμπλεκομένων μερών, και σε αυτό συμβάλουν επιπροσθέτως ΚΑΙ οι ανιστόρητες προσεγγίσεις που εκλαμβάνουν ως δήθεν αρνητική την αποτίμηση των πεπραγμένων της τουρκικής διπλωματίας την τελευταία περίοδο.
Η πραγματική ανάγνωση όμως των δεδομένων είναι πολύ διαφορετική από την αντίληψη που αναπαράγουν οι κάθε λογής υπεραπλουστευτικές προσεγγίσεις.
Πρώτον γιατί για τον κ. Πάιατ και για την κυβέρνηση που εκπροσωπεί, το «περιβάλλον της πολυμερούς αναπτυξιακής συνεργασίας» που ονειρεύεται προϋποθέτει, αφ’ ενός μεν την πρωταγωνιστική παρουσία των αμερικανικών ενεργειακών κολοσσών που θα λυμαίνονται την μερίδα του λέοντος στο όποιο οικονομικό αποτέλεσμα αυτής της «ανάπτυξης», και αφ’ ετέρου την διαιώνιση της απολύτως ετεροβαρούς σε βάρος της χώρας μας Αμερικανικής παρουσίας, που ελέγχει με ορμητήριο την χώρα μας και με όρους νέο-αποικιοκρατικούς, τον Βαλκανικό εμπορικό διάδρομο και την αυξημένη στρατηγική βαρύτητα που αποκτά στις νέες συνθήκες.
Δεύτερον γιατί θυσιάζεται στον βωμό των σκοπιμοτήτων, η ιστορική ευκαιρία που δίνεται στην χώρα μας, να αξιοποιήσει στοχευμένα το ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ πλεονέκτημα μιας ευρύτερης σύμπραξης με Γαλλία, Ισραήλ, ΗΑΕ, Λιβυκή στρατιωτική διοίκηση, προκειμένου να «κλειδώσει» και εμπράκτως ως απαράδεκτη κάθε αμφισβήτηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων από την Άγκυρα, και να διεμβολίσει την περιφερειακή ατζέντα με ένα κρίσιμο πακέτο απαιτήσεων που θα επαναφέρει στο προσκήνιο τα ιστορικά δίκαια του Ελληνισμού, καθιστώντας την Τουρκία μονίμως υπόλογη και απολογούμενη για την παραβίασή τους, αλλά και την διεθνή κοινότητα συνυπεύθυνη για την αποκατάσταση της ιστορικής εκκρεμότητας που αφορά στην ιστορική τους δικαίωση.
Αυτή η ιστορική ευκαιρία, αύριο ΔΕΝ θα υπάρχει. Όσο η περιφερειακή ρευστότητα θα σταθεροποιείται, και θα οριστικοποιούνται τα νέα επίπεδα ισορροπίας ισχύος στον χάρτη της επόμενης μέρας, τόσο το πραγματικό διακύβευμα για τους εν δυνάμει συμμάχους της χώρας, θα μετατοπίζεται από την φροντίδα για την διαμόρφωση των παραμέτρων ισχύος, στην μέριμνα για την διαχείριση των συγκροτημένων περιφερειακών συμφερόντων, όπως αυτά θα έχουν ήδη οριστικοποιηθεί.
Αυτή ακριβώς είναι η μεταβατική περίοδος κατά την οποία η χώρα μας οφείλει να μετατρέψει την τουρκική πρόκληση έναντι πάντων, σε ιστορική ευκαιρία για την ίδια έτσι ώστε να κατακτήσει την πραγματική γεωπολιτική της χειραφέτηση, να προωθήσει το στρατηγικό της όραμα για την νέα εποχή και κυρίως να διαμηνύσει στους πάντες, πως παρεμβαίνει και δρα στο χώρο ως ισχυρή γεωπολιτική παρουσία που διεκδικεί λόγο και ρόλο, και δεν είναι ένα φτηνό συγκυριακό παρακολούθημα που θα αφεθεί να ξεπεραστεί από τα ίδια τα γεγονότα.
Τρίτον γιατί οι ισχυρισμοί περί δήθεν αρνητικής αποτίμησης των πεπραγμένων της Τουρκικής διπλωματίας, είναι στην βάση τους παντελώς ανυπόστατοι. Την περίοδο που μεσολάβησε, η Τουρκία ΔΕΝ επένδυσε στο διπλωματικό σαβουάρ βιβρ, επομένως δεν έχει και την κοντόφθαλμη προσδοκία να θερίσει από το γήπεδο στο οποίο επιμένει εμμονικά και μονόπλευρα να έχει στραμμένη την προσοχή της η Ελλάδα.
Η Τουρκία έδωσε και συνεχίζει να δίνει μια μάχη πολλαπλής προβολής ισχύος έναντι φίλων και εχθρών, στο πλαίσιο μιας συστηματικής προσπάθειας να τροποποιήσει τους κανόνες ισχύος και με αυτήν την έννοια, φιλοδοξεί να επενδύσει μεσομακροπρόθεσμα ΚΑΙ στην διπλωματική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων αυτής της προσπάθειας, ακόμη ΚΑΙ με όρους Διεθνούς Δικαίου.
Η επιλογή της αυτή ήταν συνειδητή επιλογή, έναντι ισχυρών παικτών που και οι ίδιοι αντιμετωπίζουν το Διεθνές Δίκαιο και συνακόλουθα την Διπλωματία ως προσχηματικό εργαλείο διαχείρισης των παραμέτρων του, με όρους ισχύος.
Ποιος από αυτούς λοιπόν σέβεται το διπλωματικό σαβουάρ βίβρ για να μπορεί να «κλειδώσει» με τους όρους του, το υποτιθέμενο ναυάγιο της Τουρκικής Διπλωματίας;;; Η Γερμανία που πρωταγωνίστησε στον βιασμό κάθε διπλωματικής δεοντολογίας με το φιάσκο του Βερολίνου και με τις επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να παγιδεύσει την Ελλάδα για να ρίξει την Τουρκία στα μαλακά ή μήπως οι ΗΠΑ που ξεφτίλισαν on camera τον Βούτσις εκβιάζοντας δημοσίως την υπογραφή του;;;
Ας αφήσουμε λοιπόν τις ονειρώξεις και κάθε λογής αυθαιρεσίες αναφορικά μες την των πραγμάτων προσέγγιση.
Καμία διπλωματική μάχη δεν έχασε η Άγκυρα διότι απλούστατα δεν έδωσε καμία απολύτως μάχη στο τραπέζι της διπλωματίας. Αυτό που έκανε ήταν να κλιμακώσει μια κρίση με πολλαπλές προκλήσεις για να επιβάλει σειρά τετελεσμένων στην περιφερειακή και διμερή ατζέντα, και οι μηχανισμοί της Διπλωματίας παρέλυσαν εκεί που θα έπρεπε να δρομολογήσουν τις αποφασιστικές απαντήσεις της Διεθνούς κοινότητας.
Από την πρόκληση με την βεβήλωση της Αγιά Σοφιάς μέχρι το Τουρκολιβυκό Σύμφωνο κι από την πολεμική κλιμάκωση σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, μέχρι το νέο κύμα βιασμού της Δημοκρατίας στο εσωτερικό της αλλά και την συνέχιση των μπουνταλάδικων επιχειρήσεων μέσα στο Συριακό έδαφος, ΟΥΔΕΜΙΑ διπλωματική καταδίκη άνοιξε τον δρόμο της εφαρμογής έμπρακτων κυρώσεων με πραγματικό κόστος για την Τουρκία. Από που προκύπτει λοιπόν αυτή η αρνητική αποτίμηση;;;
Η απάντηση είναι ξεκάθαρη… Δεν προκύπτει από πουθενά.
Η συζήτηση για την δήθεν αρνητική αποτίμηση στα πεπραγμένα της τουρκικής διπλωματίας, είναι μια προσχηματική συζήτηση που επιχειρεί να προσφέρει νομικοπολιτικά άλλοθι σε μια κυβέρνηση που αν και όφειλε, εν τούτοις δεν τόλμησε να αναδείξει την Ελλάδα σε δύναμη πρώτου στρατηγικού πλήγματος όταν τα πάντα συνηγορούσαν στην ανάγκη να το πράξει….
Και που δυστυχώς συνεχίζει να παραμυθιάζει τους πάντες με την ρητορική της δήθεν αποκλιμάκωσης στην οποία καταφεύγει, επειδή αυτό της ζητήθηκε, προκειμένου να διευκολύνει όλους αυτούς που επιδιώκουν την επιλογή των ΜΗ κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας, αλλά και την αμετάκλητη αυτοπαγίδευση της χώρας σε έναν καταστροφικό «διάλογο».
Και το χειρότερο όλων, είναι πως η Ελληνική κυβέρνηση σύρεται σε αυτήν την αδιέξοδη λογική, την στιγμή που η τουρκική πολιτική ηγεσία δηλώνει πως θα συνεχίσει τις πολεμικές επιχειρήσεις (περί τέτοιων πρόκειται) σε βάρος της Ελλάδας, και τα υπόλοιπα τουρκικά ερευνητικά συνεχίζουν ανενόχλητα τις παραβιάσεις τους στις Κυπριακές θάλασσες με την Διεθνή κοινότητα να σιωπά…
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια