Το Μαξίμου και τα μέτωπα που πρέπει να κλείσουν


Τρεις κρίσεις, η κάθε μία εκ των οποίων θα μπορούσε να γονατίσει τη χώρα εάν αφηνόταν ανεξέλεγκτη, απειλούν την Ελλάδα. Η διαχείρισή τους όμως απαιτεί και μία ισχυρή κυβέρνηση. Την διαθέτει ο τόπος;

Η αντίστροφη μέτρηση για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, αρχίζει σήμερα. Το διάσημο “σχέδιο της επιτροπής Πισσαρίδη”, ήτοι το προσχέδιο της έκθεσης της Επιτροπής για την Ανασυγκρότηση της Ελληνικής Οικονομίας, μπαίνει στο τραπέζι του δημοσίου διαλόγου και μαζί του ο τρόπος με τον οποίον η ελληνική Πολιτεία προτίθεται να αξιοποιήσει το μυθώδες ποσό των 72 δισ. ευρώ, που διεκδικεί από το «Ταμείο Ανάκαμψης» της Κομισιόν και τον κοινοτικό προϋπολογισμό.

Θα ακολουθήσουν και αυτά τα κονδύλια την “πεπατημένη” τόσων άλλων κοινοτικών πόρων του παρελθόντος, ύψους περίπου ενός ελληνικού ΑΕΠ ή θα κατορθώσουν να αποτελέσουν τη μαγιά για τον τόσο αναγκαίο παραγωγικό ανασχεδιασμό της Ελλάδας;

Όποια κι αν είναι η απάντηση στο ερώτημα αυτό, μπορεί να την δώσει μόνον μία ισχυρή κυβέρνηση. Όπως, αντίστοιχα, μόνον μία ισχυρή κυβέρνηση, μπορεί να διαχειριστεί την αναζωπύρωση της υγειονομικής κρίσης στην οποία ήδη βαδίζουμε, υπό το φως της σημαντικής αύξησης των κρουσμάτων του κορονωϊού που ήδη παρατηρείται και απειλεί με βαρύ ανθρώπινο αλλά και οικονομικό κόστος τον τόπο μας.

Τέλος, ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, μόνον μία ισχυρή κυβέρνηση θα μπορούσε να διαχειριστεί το μείζον εθνικό ζήτημα με την γείτονα, το οποίο μόλις πρόσφατα οδήγησε τους στόλους αμφοτέρων των κρατών στο Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο, απειλώντας με ανάφλεξη την ευρύτερη περιοχή.

Με λίγα λόγια, κατά την παρούσα συγκυρία το πρώτο πράγμα που έχει ανάγκη ο τόπος είναι μία ισχυρή κυβέρνηση, για σειρά λόγων και ειδικά για την αποτελεσματική διαχείριση τριών ξεχωριστών κρίσεων, η κάθε μία εκ των οποίων θα μπορούσε να έχει καταλυτικές επιπτώσεις στην περαιτέρω πορεία της χώρας.

Αυτή την κυβέρνηση, δε, δεν την έχουμε ακόμη, υπό το φως της εκπεφρασμένης απόφασης του Μεγάρου Μαξίμου να προχωρήσει σε ανασχηματισμό. Διότι -μεταξύ μας- ποιος υπουργός, ποιας κυβέρνησης, κάθεται να διαχειριστεί, με την προσήκουσα επιμέλεια, ζητήματα τα οποία γνωρίζει εκ των προτέρων ότι θα “κλείσει” κάποιος άλλος, ο οποίος θα καταλαμβάνει τότε τη θέση του;

Αν και η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι μάλλον ένα υποκειμενικό ζήτημα, - και πάλι μεταξύ μας – κατά πάσα βεβαιότητα είναι: “ουδείς”.

Έτσι, λοιπόν, φίλτατοι, όσο “διορθωτικός” ή “περιορισμένος” ή “στοχευμένος” κι αν είναι ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης στον οποίο δηλώνει αποφασισμένος να προχωρήσει ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, πρέπει να γίνει το ταχύτερο δυνατόν. Όπως είπε και ο ίδιος στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο, επ’ αφορμή των κονδυλίων για την ανασυγκρότηση της οικονομίας: “για να μη χαθεί ούτε ένα ευρώ δεν πρέπει να χαθεί ούτε ένα λεπτό” και από ό,τι φαίνεται ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να τελειώνουμε, επιτέλους, με την υπόθεση του ανασχηματισμού.

Εντέλει, η μη ολοκλήρωση αυτού του βήματος, καλώς ή κακώς, στέλνει ένα μήνυμα αδυναμίας προς κάθε κατεύθυνση, εγχωρίως και στο εξωτερικό, τροφοδοτώντας σεναριολογία κάθε είδους ως προς τους λόγους ύπαρξης αυτού του φαινομένου καθυστέρησης ή του “κωλύματος” που εμποδίζει τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης.

Έτσι, λοιπόν, φίλτατοι, επειδή ο τόπος απειλείται για ακόμη μία φορά από υγειονομική, εθνική αλλά και οικονομική κρίση, κάθε μία των οποίων θα αρκούσε για να τον γονατίσει εάν αφηνόταν ανεξέλεγκτη, ας τελειώνουμε με αυτήν την ιστορία του ανασχηματισμού, μπας και κάνουμε και καμιά... δουλειά σε αυτόν τον τόπο.


* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια