Τα εθνικά θέματα δεν θεωρούνταν ποτέ το δυνατό σημείο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Όπως εξελίσσονται τα πράγματα όμως, ειδικά με την κλιμάκωση της επιθετικότητας της Τουρκίας, είναι πιθανό η διαχείρισή τους να παίξει σοβαρό ρόλο στη διατήρηση της συνοχής και της ενότητας, τόσο στη χώρα όσο και στο κόμμα του.
Στις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή τον περασμένο Ιούλιο ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε αναφερθεί στις προτεραιότητες που είχε η κυβέρνησή του στην εξωτερική πολιτικής. Η μία ήταν η άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών της Συμφωνίας των Πρεσπών και η άλλη η προσέγγιση με την Τουρκία, όπως είχε χαρακτηριστικά αναφέρει.
Όσο ήταν στην αντιπολίτευση, είχε αξιοποιήσει ιδιαιτέρως την αντίθεση του κόμματός του στη Συμφωνία των Πρεσπών για να πλήξει την κυβέρνηση Τσίπρα και σε έναν βαθμό η τακτική αυτή συνέβαλε στην εκλογική του νίκη. Όταν έγινε πρωθυπουργός είπε ότι ήθελε να ξαναστείλει το μήνυμα εντός και εκτός Ελλάδας: «Από τη συμπεριφορά και την καλή συνεργασία των γειτόνων μας θα κριθεί και η πορεία τους προς την Ε.Ε.» είχε δηλώσει τότε.
Η δεύτερη αναφορά στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια των προγραμματικών δηλώσεων ήταν για τα ελληνοτουρκικά ‒ και ήταν πολύ σύντομη. Δεν αναφέρθηκε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων με την Τουρκία ή στο κυπριακό, ούτε ανακοίνωσε ως προτεραιότητα την ανακήρυξη της ΑΟΖ, όπως είχε κάνει η προηγούμενη κυβέρνηση του κόμματός του. Σε διαφορετικό κλίμα από τους προηγούμενους πρωθυπουργούς της ΝΔ, μίλησε για «φιλική συνεργασία» και «αμοιβαία προσέγγιση» με την Τουρκία.
«Σε ό,τι αφορά τη γειτονική μας Τουρκία θα είμαι λιτός» είπε. «Πυξίδα για τις σχέσεις μας παραμένει το Διεθνές Δίκαιο και η διάθεση φιλικής συνεργασίας, χωρίς όμως ρητορικούς παροξυσμούς, όπως αυτούς που δυστυχώς ακούσαμε και σήμερα και με ισχυρή εθνική αυτοπεποίθηση. Στο πλαίσιο αυτό δεν διστάζω να καλέσω τον Πρόεδρο Ερντογάν να επιχειρήσουμε μια αμοιβαία προσέγγιση. Να κάνουμε μαζί ένα τολμηρό βήμα μπροστά. Είμαστε υποχρεωμένοι από τη γεωγραφία να ζούμε μαζί. Η αχρείαστη ένταση, οι κούρσες εξοπλισμών, στερούν και από τις δύο χώρες πολύτιμους πόρους που μπορούν να αξιοποιηθούν τελικά προς όφελος των πολιτών μας».
Οι πρώτοι μήνες
Ερντογάν και Σαράτζ ανακοίνωσαν τη συμφωνία για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών, μοιράζοντας μεταξύ τους την ελληνική ΑΟΖ, σαν οι δύο χώρες να έχουν κοινά θαλάσσια σύνορα και να μην παρεμβάλλεται η Ελλάδα ανάμεσά τους.
Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν έδειξε ενδιαφέρον για τη χείρα φιλίας που του έτεινε ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, γι' αυτό και προχώρησε κανονικά τα σχέδιά του, που ήταν γνωστά από καιρό στην ελληνική διπλωματία. Από κοινού με την ελεγχόμενη από τον Ερντογάν λιβυκή κυβέρνηση Σαράτζ ‒εν μέσω του εμφυλίου που μαίνεται στη χώρα‒ ανακοίνωσαν τη συμφωνία για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών, μοιράζοντας μεταξύ τους την ελληνική ΑΟΖ, σαν οι δύο χώρες να έχουν κοινά θαλάσσια σύνορα και να μην παρεμβάλλεται η Ελλάδα ανάμεσά τους.
Η καγκελάριος Μέρκελ αντιμετωπίζει την εξωτερική πολιτική με κριτήριο τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας της και στην περίπτωση αυτή οι οικονομικοί δεσμοί με την Τουρκία είναι πολύ ισχυροί. Αυτό κατέστη ακόμα σαφέστερο στην περίπτωση της γερμανικής πρωτοβουλίας για το λιβυκό ζήτημα, όπου προσκλήθηκε η Τουρκία, αλλά όχι η Ελλάδα, παρότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε διατυπώσει εγκαίρως το αίτημα για να λάβει μέρος σε αυτήν.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν σε θέση να γνωρίζει τα σχέδια της Τουρκίας, όπως και η προηγούμενη κυβέρνηση, αφού αυτά ήταν γνωστά εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο στο υπουργείο Εξωτερικών. Παρ' όλα αυτά, δόθηκε η εντύπωση ότι υπήρξε αιφνιδιασμός, καθώς η ελληνική πλευρά δεν κατάφερε να δράσει προληπτικά, εμποδίζοντας τον Ερντογάν να ανακοινώσει την παράνομη τουρκολιβυκή συμφωνία που παραβιάζει κατάφωρα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.
Στη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Δεκεμβρίου οι Ευρωπαίοι ηγέτες καταδίκασαν, όπως αναμενόταν και ήταν λογικό, τη συμφωνία Άγκυρας-Τρίπολης, αλλά πραγματική πίεση στην Τουρκία δεν ασκήθηκε. Η Γερμανία, άλλωστε, μόνο προσχηματικά πιέζει την Τουρκία, καθώς η καγκελάριος Μέρκελ αντιμετωπίζει την εξωτερική πολιτική με κριτήριο τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας της και στην περίπτωση αυτή οι οικονομικοί δεσμοί με την Τουρκία είναι πολύ ισχυροί.
Αυτό κατέστη ακόμα σαφέστερο στην περίπτωση της γερμανικής πρωτοβουλίας για το λιβυκό ζήτημα, όπου προσκλήθηκε η Τουρκία, αλλά όχι η Ελλάδα, παρότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε διατυπώσει εγκαίρως το αίτημα για να λάβει μέρος σε αυτήν. Ήταν η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήρθε σε αντιπαράθεση με την Άνγκελα Μέρκελ, εκφράζοντάς της τη δυσαρέσκειά του και ικανοποιώντας όσους είχαν εξοργιστεί από τη γερμανική μεροληψία.
Η απήχηση της διαχείρισης των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής στο εσωτερικό δεν ήταν κάτι στο οποίο έδινε ιδιαίτερη σημασία ως τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Κάποιες ποιοτικές έρευνες, ωστόσο, έχουν προειδοποιήσει σχετικά εδώ και καιρό. Και μπορεί με το Μακεδονικό να ασχολήθηκε και να «καβάλησε το κύμα» επειδή ήταν κάτι που ζητούσε επιτακτικά η κομματική του βάση και μπορούσε να διακρίνει το όφελος, αλλά αυτός δεν είναι ο τρόπος που ο πρωθυπουργός έβλεπε τα εθνικά θέματα, μέχρι πρότινος τουλάχιστον.
Τα ελληνοτουρκικά, για παράδειγμα, τα αντιμετωπίζει περίπου όπως η Γερμανίδα καγκελάριος, δηλαδή με βασικό κριτήριο την επιρροή στην οικονομία της χώρας, μόνο που τα οικονομικά συμφέροντα στην περίπτωση της Γερμανίας ταυτίζονται περισσότερο με εκείνα της Τουρκίας και αυτό είναι ένα πρόβλημα για τη χώρα μας.
Ακόμα και μετά τη Συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης, πάντως, η οποία παραβιάζει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνέχισε τις προσκλήσεις διαλόγου και συνεργασίας προς την Τουρκία, επικαλούμενος το Διεθνές Δίκαιο και λέγοντας ότι «η δική μας πόρτα είναι πάντα ανοιχτή για έναν καλόπιστο και ειλικρινή διάλογο με την Τουρκία», αλλά επισημαίνοντας ότι αυτός θα γίνει με βάση τους κανόνες, το Διεθνές Δίκαιο και την παραδοχή της «μίας βασικής μας διαφοράς με την Τουρκία, που είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης».
Η τελευταία διευκρίνιση ήταν αρκετά σημαντική, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε δημόσια ότι η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ είναι η μόνη διαφορά που δέχεται να συζητήσει: «Είναι μια διαφορά την οποία θέλουμε και μπορούμε να συζητήσουμε και αν κάποιοι αισθάνονται ότι έχουν το δίκιο με το μέρος τους, τότε δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από το ενδεχόμενο αυτή η μία διαφορά την οποία έχουμε και αναγνωρίζουμε με την Τουρκία να καταλήξει στη Χάγη, σε ένα διεθνές δικαστήριο, το οποίο θα αποφανθεί για το ποιος τελικά έχει δίκιο και το ποιος έχει άδικο».
Η Χάγη, οι υπέρ και οι κατά
Κατά της προσφυγής στη Χάγη ήταν ως πρωθυπουργός και ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος δέχτηκε την κριτική του Κώστα Σημίτη γι' αυτό.
Η συζήτηση για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ανάβει πάντα φωτιές στο πολιτικό σκηνικό, καθώς για κάποιους πολιτικούς, όπως ο Κώστας Σημίτης, αποτελεί τη μόνη και ενδεδειγμένη λύση, ενώ για άλλους, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, θεωρείται ενδοτισμός και υποχώρηση. Ο τελευταίος, σε πρόσφατη συνέντευξή του, διατύπωσε καθαρά τη θέση του:
«Όταν ακούγεται κάτι για προσφυγή στη Χάγη υπό τις τωρινές συνθήκες, δηλαδή εκ των προτέρων συνθηκολόγηση της Ελλάδας σε "συνυποσχετικό" που παρακάμπτει το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ζητάει η Τουρκία (η οποία δεν το έχει υπογράψει), δεν αποτρέπουμε την επιθετικότητα της άλλης πλευράς. Την ενθαρρύνουμε ακόμα περισσότερο» δήλωσε. Ο πρώην πρωθυπουργός της ΝΔ υποστήριξε επίσης ότι η ελληνική πλευρά θα πρέπει πρώτα να πείσει τους πάντες πως «αν ο "απέναντι" προκαλέσει εμπράκτως τα εθνικά μας συμφέροντα, θα αντιδράσουμε. Και είμαστε αποφασισμένοι γι' αυτό. Αντίθετα, όποιος δείχνει, και μάλιστα δημόσια, ότι φοβάται "θερμό επεισόδιο", ενθαρρύνει τους άλλους να μας το κάνουν. Και το φέρνει πιο κοντά».
Κατά της προσφυγής στη Χάγη ήταν ως πρωθυπουργός και ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος δέχτηκε την κριτική του Κώστα Σημίτη γι' αυτό με δύο άρθρα του, ένα το καλοκαίρι και ένα τον περασμένο Δεκέμβριο.
Συνεργάτες του Κώστα Καραμανλή ανέφεραν ότι ο πρώην πρωθυπουργός είχε βάσιμες επιφυλάξεις, καθώς δεν ήταν διατεθειμένος να πάρει το ρίσκο για μια απόφαση από την οποία η Ελλάδα ενδεχομένως να έβγαινε με κάποιες απώλειες. Οι θέσεις του σχετικά με την ΑΟΖ και την πολιτική που ακολούθησε, διαφορετική από εκείνη του Κώστα Σημίτη, έχουν εκφραστεί αναλυτικά από τον στενό συνεργάτη του και πρώην υφυπουργό Εξωτερικών, Γιάννη Βαληνάκη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ειδικά στα ελληνοτουρκικά ζητήματα είναι πολύ πιο κοντά στις θέσεις του Κώστα Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου παρά σ' εκείνες του Αντώνη Σαμαρά και του Κώστα Καραμανλή, από τους οποίους ο πρώτος αντιτίθεται σθεναρά στη Χάγη και ο δεύτερος διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις.
Τις επιφυλάξεις Καραμανλή επιβεβαιώνουν ακόμη και στελέχη της ΝΔ που είναι υπέρ της προσφυγής στη Χάγη. Πρόσφατα δημοσιεύματα έφεραν την Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία είναι από τους υπέρμαχους της Χάγης, να παραδέχεται ως υπαρκτό κίνδυνο την απώλεια της ΑΟΖ του Καστελόριζου σε περίπτωση προσφυγής. Η πρώην υπουργός Εξωτερικών και αδελφή του πρωθυπουργού υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η προσφυγή στη Χάγη «πρέπει να είναι στόχος της Ελλάδας», ενώ πρόσφατα ισχυρίστηκε ότι «τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της χώρας συμφωνούν σε αυτήν τη γραμμή».
Υπέρ της προσφυγής είναι και ο πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Παπανδρέου, υποστηρίζοντας ότι «το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα βγάλει μια δίκαιη απόφαση» η οποία θα είναι «προς όφελος της ειρήνης και της ουσιαστικής ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας στην περιοχή».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ειδικά στα ελληνοτουρκικά ζητήματα είναι πολύ πιο κοντά στις θέσεις του Κώστα Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου παρά σ' εκείνες του Αντώνη Σαμαρά και του Κώστα Καραμανλή ‒ ο πρώτος αντιτίθεται σθεναρά στη Χάγη και ο δεύτερος διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις. Η διαφοροποίηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη σε σχέση με τις δύο προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ φαίνεται και από τους συμβούλους που έχει επιλέξει για τα θέματα αυτά, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό είναι πρόσωπα του πολιτικού κλίματος του Κώστα Σημίτη.
Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων εξελίξεων με την Τουρκία ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάλεσε στο Μέγαρο Μαξίμου, μεταξύ άλλων, τον καθηγητή Χρήστο Ροζάκη, στενό συνεργάτη και φίλο του Κώστα Σημίτη, ο οποίος αξιοποιήθηκε στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και από την κυβέρνηση Τσίπρα. Παρότι αποτελεί «κόκκινο πανί» για τους περισσότερους νεοδημοκράτες, ο πρωθυπουργός εκτιμά τη γνώμη του και την ακούει με προσοχή.
Το ζήτημα της ΑΟΖ
Το ζήτημα της ΑΟΖ προέκυψε το 1982 με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία καθόριζε για πρώτη φορά το δικαίωμα των χωρών στην απόκτηση ΑΟΖ επιπλέον των χωρικών τους υδάτων, τα οποία τους δινόταν επίσης η δυνατότητα να επεκτείνουν στα 12 ναυτικά μίλια.
Το θέμα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), που ήρθε επιτακτικά στην επικαιρότητα λόγω των νέων τουρκικών επιθετικών ενεργειών, δεν συμπεριλαμβανόταν στις διακηρυγμένες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κι αυτό παρότι εδώ και αρκετά χρόνια σχεδόν όλοι οι πολιτικοί, αναλυτές και διεθνολόγοι αναφέρονται στη ζωτική σημασία της για την ελληνική οικονομία και την εθνική κυριαρχία, καθώς και στην υποχρέωση ανακήρυξής της.
Το ζήτημα της ΑΟΖ προέκυψε το 1982 με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία καθόριζε για πρώτη φορά το δικαίωμα των χωρών στην απόκτηση ΑΟΖ επιπλέον των χωρικών τους υδάτων, τα οποία τους δινόταν επίσης η δυνατότητα να επεκτείνουν στα 12 ναυτικά μίλια. Η σύμβαση αυτή κυρώθηκε το 1995 από την Ελλάδα, η οποία όμως δεν προχώρησε ούτε στην επέκταση των χωρικών της υδάτων ούτε στην ανακήρυξη της ΑΟΖ, δηλώνοντας ότι διατηρεί το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα όποτε και όπως η ίδια κρίνει. Βεβαίως, τον Ιούνιο του 1995 η Τουρκία απείλησε την Ελλάδα (ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ) με πόλεμο (casus belli) στην περίπτωση που προχωρούσε στην επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια, όπως δικαιούται.
Τον περασμένο Ιούνιο, λίγο πριν από τις εκλογές, ο Κώστας Σημίτης έγραψε σε άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή» με τίτλο «Αιγιαλίτιδα ζώνη - ΑΟΖ - Υφαλοκρηπίδα: Προσοχή τώρα» ότι η νέα κυβέρνηση θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το θέμα των σχέσεων με την Τουρκία. «Τα προβλήματα είναι γνωστά», έγραφε, «αλλά οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα είναι διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν επί δεκαετίες και μέχρι πρόσφατα».
Η αποφασιστική διαφορά, όπως εξηγούσε, προέκυψε από την ανεύρεση κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ και την πιθανολόγηση ότι υπάρχουν κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου και σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, αναφέροντας ότι η ΑΟΖ κάθε χώρας συμπίπτει με την υφαλοκρηπίδα που ανήκει στη χώρα. Τα κοιτάσματα αυτά όμως, την ύπαρξη των οποίων πολλοί πολιτικοί κάποτε αμφισβητούσαν, χαρακτηρίζοντας γραφικούς όσους μιλούσαν για το θέμα, ενδιαφέρουν και την Τουρκία, η οποία διά της ηγεσίας της προειδοποιεί ότι δεν θα δεχτεί τετελεσμένα, απαιτώντας τη συνεκμετάλλευσή τους.
Στον πολιτικό και επιστημονικό κόσμο της χώρας υπάρχουν εκείνοι που ζητούν να επισπευστεί η διαδικασία ανακήρυξης της ελληνικής ΑΟΖ και να προχωρήσει η διαδικασία και εκείνοι που, όπως οι πρώην υπουργοί Εξωτερικών Κοτζιάς και Κατρούγκαλος, συμμερίζονται το αίτημα της Τουρκίας, τουλάχιστον σε έναν βαθμό, δηλώνοντας ότι «δεν πρέπει να είμαστε μοναχοφάηδες». Υπ' όψη ότι η συζήτηση δεν γίνεται για την τουρκική ΑΟΖ, για την οποία η Ελλάδα δεν έχει καμία βλέψη. Αναγνωρίζει, ωστόσο, τη διαφορά για τα όρια που θέτει κάθε χώρα για τη δική της ΑΟΖ και αποδέχεται πλήρως όσα καθορίζει και προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο.
Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, λοιπόν, τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ, κάτι που η Τουρκία αμφισβητεί, διεκδικώντας την για λογαριασμό της. Ακριβώς αυτό έκανε και με την παράνομη συμφωνία με τη Λιβύη, καθώς «μοίρασαν» μεταξύ τους την ΑΟΖ των νησιών της Ελλάδας και της Κύπρου. Το δίκαιο της ελληνικής πλευράς αναγνώρισε πρόσφατα ακόμα και η αμερικανική διπλωματία διά του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ αλλά και του πρέσβη στην Αθήνα.
Η Τουρκία, ωστόσο, αρνείται τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, γι' αυτό δεν έχει κυρώσει τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), καθώς στα άρθρα της αναφέρεται ξεκάθαρα ότι όλα τα νησιά έχουν ΑΟΖ, όπως οι χερσαίες εκτάσεις, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, αρκεί να διαθέτουν μόνιμο πληθυσμό ή οικονομική δραστηριότητα.
Έτσι, παρά την ύπαρξη σαφών κανόνων, η Τουρκία, που είχε προειδοποιήσει ότι θα οριοθετούσε ΑΟΖ με την αμφισβητούμενης νομιμότητας κυβέρνηση Σαράτζ της Λιβύης, πριν από λίγο καιρό το έκανε πράξη, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις και τις καταδικαστικές ανακοινώσεις που ακολούθησαν την ενέργειά της. Μάλιστα, ενώ μέχρι πρότινος αμφισβητούσε την ΑΟΖ του Καστελόριζου, τώρα έφτασε να αμφισβητεί ακόμα και την ΑΟΖ της Κρήτης, κατά την πάγια τακτική της να διεκδικεί όλο και περισσότερα όταν συμπεραίνει ότι ο εκφοβισμός της περνάει.
«Τον τελευταίο χρόνο τόνιζα επίμονα την ανάγκη να αποτραπεί με κάθε τρόπο η εξέλιξη αυτή, γιατί, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε λεκτική καταδίκη απ' όλους, θα δημιουργούσε ένα θετικό τετελεσμένο για τον Ερντογάν» ανέφερε πριν από λίγο καιρό σε άρθρο του ο καθηγητής και πρώην υπουργός Ενέργειας Γιάννης Μανιάτης, ο οποίος έχει ασχοληθεί και γνωρίζει το θέμα μέσα από έρευνες για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στο Αιγαίο.
Παρά τις τεράστιες καθυστερήσεις της τελευταίας πενταετίας, έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ένας νέος τομέας της εθνικής οικονομίας, αυτός της αξιοποίησης υδρογονανθράκων, με προσέλκυση επενδύσεων από διεθνείς ενεργειακούς κολοσσούς (EXXON MOBIL, TOTAL, REPSOL, EDISON) και τη συμμετοχή των δύο εξαιρετικά σημαντικών ελληνικών εταιρειών ENERGEAN και ΕΛ.ΠΕ.
«Η αξιοποίηση των εθνικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που ξεκίνησε το 2011 σήμερα έχει αποφέρει συμβάσεις σε 12 θαλάσσιες και χερσαίες περιοχές της χώρας» σύμφωνα με τον Γ. Μανιάτη. «Ουσιαστικά, παρά τις τεράστιες καθυστερήσεις της τελευταίας πενταετίας, έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ένας νέος τομέας της εθνικής οικονομίας, αυτός της αξιοποίησης υδρογονανθράκων, με προσέλκυση επενδύσεων από διεθνείς ενεργειακούς κολοσσούς (EXXON MOBIL, TOTAL, REPSOL, EDISON) και τη συμμετοχή των δύο εξαιρετικά σημαντικών ελληνικών εταιρειών ENERGEAN και ΕΛ.ΠΕ.».
Παρά το σημαντικό έργο που άφησε ο Γιάννης Μανιάτης, καμία κυβέρνηση δεν έχει τολμήσει ως τώρα να ανακηρύξει ΑΟΖ, καταθέτοντας συντεταγμένες στον ΟΗΕ (όχι να οριοθετήσει, γιατί εκεί χρειάζεται συμφωνία με τα γειτονικά κράτη, αλλά να ανακηρύξει, όπως έχει δικαίωμα να κάνει). Ακόμα και όταν η Τουρκία το έκανε για λογαριασμό της, ούτε και τότε η Ελλάδα έδωσε δικούς της χάρτες, δείχνοντας πού οριοθετεί εκείνη τη δική της ΑΟΖ. Μέχρι σήμερα όλες οι κυβερνήσεις παρέδιδαν η μία στην άλλη τη διευθέτηση της υπόθεσης.
«Η Τουρκία, προωθώντας την παράνομη ΑΟΖ με τη Λιβύη, είναι βέβαιο ότι θα προχωρήσει και σε επόμενα βήματα, όπως αυτά έχουν προαναγγελθεί ήδη από τη στρατηγική της "Γαλάζιας Πατρίδας"» λέει ο Γ. Μανιάτης, υποστηρίζοντας ότι το χειρότερο σενάριο θα ήταν η κρατική της εταιρεία ερευνών υδρογονανθράκων να εξασφαλίσει από τη λιβυκή κυβέρνηση συμβόλαιο ερευνών σε θαλάσσιο τεμάχιο νότια της Κρήτης που εμπεριέχεται στη δήθεν ΑΟΖ Τουρκίας-Λιβύης.
«Δεν χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο στο τι μπορεί να σημαίνει αυτό σε σχέση με τα εθνικά, κυριαρχικά μας δικαιώματα. Η εξέλιξη αυτή πρέπει να αποτραπεί με κάθε τρόπο» λέει ο πρώην υπουργός. «Η Ελλάδα πρέπει να καταστήσει απόλυτα σαφές στην τουρκική πλευρά τι σημαίνει το "θα υπάρξει απάντηση". Δεν αρκεί πια η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου».
Τόσο ο Γ. Μανιάτης, που γνωρίζει καλά τα θέματα της ΑΟΖ, όσο και ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Άγγελος Συρίγος, που γνωρίζει σε βάθος τα ελληνοτουρκικά, έχουν επισημάνει ότι η ελληνική πλευρά πρέπει να ζητήσει από την Ε.Ε. την άρση της αναγνώρισης της κυβέρνησης Σαράτζ που στηρίζεται από την Τουρκία και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και αμφισβήτησε τα κυριαρχικά δικαιώματα δύο κρατών-μελών (μαζί με την Κύπρο) αλλά και την ευρωπαϊκή ΑΟΖ.
Ο αρμόδιος υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, μάλλον δεν πήρε είδηση όσα συνέβησαν σχεδόν μπροστά στα μάτια του.
«Και μόνη η ανάδειξη του θέματος αυτού θα ήταν αρκετή για να γίνει κατανοητή η αποφασιστικότητα της δικής μας πλευράς, προς γνώση τόσο της λιβυκής όσο και κάποιων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που άκριτα τη στηρίζουν» αναφέρει ο Γ. Μανιάτης, που θεωρεί απαραίτητες και τις στενότερες σχέσεις με την πλευρά Χαφτάρ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχουν όσα αναφέρει στο πρόσφατο άρθρο του ότι ακολούθησαν μετά τη δική του θητεία: «... Στον διαγωνισμό ερευνών σε Ιόνιο και νότια της Κρήτης του 2014, γνωρίζοντας τη στρατηγική της Τουρκίας, είχαμε ορίσει στο νοτιοανατολικό άκρο της Κρήτης τα θαλάσσια οικόπεδα 15 και 20, στα όρια της ελληνικής ΑΟΖ, σύμφωνα με τη μέση γραμμή ίσων αποστάσεων μεταξύ Κρήτης και Λιβύης. Από το 2015 ζητούσα απ' όλους τους υπουργούς Ενέργειας να αναθέσουμε τα οικόπεδα αυτά σε 1-2 ενεργειακούς κολοσσούς π.χ. αμερικανικών ή/και γαλλικών συμφερόντων, έτσι ώστε οι εταιρείες αυτές να λειτουργήσουν υποστηρικτικά στα εθνικά κυριαρχικά μας συμφέροντα νότια της Κρήτης.
Στόχος μου ήταν η Ελλάδα να λειτουργήσει προληπτικά ‒proactively‒ ως προς τις τουρκικές ενέργειες, όχι μόνο εκ των υστέρων και σε απάντηση προηγηθεισών τουρκικών πρωτοβουλιών, όπως γίνεται συχνά. Μετά το 2017, που ζητήθηκαν τα δύο νοτιο-νοτιοδυτικά οικόπεδα από την κοινοπραξία EXXONMOBIL, TOTAL, ΕΛ.ΠΕ., οι δημόσιες προτάσεις μου έγιναν ακόμη εντονότερες, δεδομένου ότι είχαμε εκδηλωμένο ήδη ενδιαφέρον δύο τέτοιων κολοσσών στην ευρύτερη περιοχή νότια της Κρήτης. Δυστυχώς, ακόμα και η υπογραφή των συμβάσεων αυτών έγινε με καθυστέρηση 1,5 έτους, ενώ μέχρι σήμερα τα ανατολικά οικόπεδα 15 και 20 όχι μόνο δεν έχουν ανατεθεί σε αναδόχους αλλά τώρα τα διεκδικεί η Τουρκία μέσω της "Γαλάζιας Πατρίδας" και της δήθεν ΑΟΖ της με τη Λιβύη».
Απάντηση για ποιον λόγο η Ελλάδα ανέβαλλε συνεχώς την ανακήρυξη της δικής της ΑΟΖ, φτάνοντας φέτος να δει την Τουρκία να ανακοινώνει τμήμα της ως δικό της, δεν υπάρχει. Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο θέμα, ούτε αποτέλεσε προτεραιότητά της. Η προηγούμενη κυβέρνηση της ΝΔ, στις προγραμματικές της δηλώσεις στη Βουλή, διά στόματος Αντώνη Σαμαρά είχε θέσει πρώτη προτεραιότητά της στην εξωτερική πολιτική την «προετοιμασία για ανακήρυξη ΑΟΖ στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και της διεθνούς πρακτικής, ώστε να επισπευσθεί η εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου». Ο πρώην πρωθυπουργός είχε υποστηρίξει ότι η ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ έπρεπε να γίνει «πολύ σύντομα», αλλά ούτε επί διακυβέρνησής του ανακηρύχθηκε, παρά το έργο του Γ. Μανιάτη.
Η πιο αστεία περίπτωση, όμως, ήταν εκείνη του Νίκου Κοτζιά, που, ενώ όσο ήταν υπουργός Εξωτερικών δεν τόλμησε να προβεί στην παραμικρή κίνηση σχετικά, όταν αποχώρησε από το υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε... την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης, λέγοντας ότι αφήνει στον Τσίπρα έτοιμα τα προεδρικά διατάγματα (απλώς θέλουν ένα τσεκάρισμα, είπε), ισχυριζόμενος ότι η Ελλάδα διευρύνει την κυριαρχία της για πρώτη φορά μετά την απόκτηση των Δωδεκανήσων, πριν από 70 χρόνια, Το θέμα ξεχάστηκε φυσικά.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που διαδέχτηκε την κυβέρνηση Τσίπρα, επέδειξε επίσης αδιαφορία για το θέμα, παρά τα δεκάδες άρθρα, ακόμα και εκείνο του Κώστα Σημίτη, που προειδοποιούσαν. Ο αρμόδιος υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, μάλλον δεν πήρε είδηση όσα συνέβησαν σχεδόν μπροστά στα μάτια του. Η έλλειψη βαθιάς γνώσης των ελληνοτουρκικών σε συνδυασμό με την απειρία έφεραν τον Νίκο Δένδια ‒και τη χώρα μαζί του‒ προ τετελεσμένων, χωρίς να μπορέσει να κάνει το παραμικρό για να σταματήσει τα σχέδια της Τουρκίας.
Η Ελλάδα, με τις προηγούμενες κυβερνήσεις να μην ανακηρύσσουν ΑΟΖ για να μην προκαλέσουν την Τουρκία, έχασε άλλη μία φορά την ευκαιρία να το κάνει, όταν η Τουρκία κατέθεσε τον Νοέμβριο μονομερώς στον ΟΗΕ αυτές που ισχυρίζεται ως γεωγραφικές συντεταγμένες σχετικά με τα εξωτερικά όρια της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας της στην ανατολική Μεσόγειο.
Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να καταθέσει τις δικές της συντεταγμένες για τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στη Μεσόγειο, διατυπώνοντας ταυτόχρονα την ένστασή της για την τουρκική απόπειρα επικάλυψης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Αλλά δεν το έκανε. Από το καλοκαίρι, επίσης, όλοι περίμεναν κάποια επιθετική κίνηση της Τουρκίας, ακόμα και την αποστολή τουρκικού πλοίου στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, καθώς υπήρχαν οι σχετικές διαρροές πληροφοριών στα ΜΜΕ.
Ούτε οι επαφές μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης ήταν άγνωστες και όλοι γνώριζαν ότι γίνονταν ώστε η Τουρκία να φέρει την Ελλάδα προ τετελεσμένων. Ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Σαράτζ καθησύχαζε τον Ν. Δένδια, ώστε η Τουρκία να ολοκληρώσει τη δουλειά της χωρίς να την ενοχλήσει κανείς. Όταν τελείωσε η δουλειά, ο κ. Δένδιας απλώς ενημερώθηκε, όπως όλοι, ότι η Λιβύη και η Τουρκία έχουν... κοινά σύνορα.
Δεν γνωρίζουμε πώς θα βαθμολογήσει τον υπουργό των Εξωτερικών του για το πρώτο εξάμηνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά, αν κριθεί από τα αποτελέσματα, τότε δύσκολα θα προβιβαστεί. Αλλά είναι τυχερός, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, που παραμένει παντελώς αποδιοργανωμένος, αδυνατεί να παρακολουθήσει την εξωτερική πολιτική και να ασκήσει ουσιαστική αντιπολίτευση. Έτσι, το όλο θέμα και η ανεπάρκεια της ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών πέρασαν στα ψιλά, παρά τη σοβαρότητα όσων συνέβησαν, που για κάποιους θεωρούνται χειρότερα και από τα Ίμια.
Σήμερα ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γ. Μανιάτης, προτείνει τη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής, καθώς, όπως λέει, η χώρα βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη στιγμή που απαιτεί διαμόρφωση αρραγούς εσωτερικού μετώπου και αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων.
Ο καθηγητής Θεόδωρος Καρυώτης, παλιός συνεργάτης του Ανδρέα Παπανδρέου, που θεωρείται έξπερτ στα θέματα ΑΟΖ, επιχειρηματολογεί εδώ και χρόνια υπέρ της ανακήρυξής της, προκειμένου η Ελλάδα να διεκδικήσει ζωτικό χώρο στην ανατολική Μεσόγειο, και υπενθυμίζει ότι μέχρι στιγμής έχουν ανακηρύξει ΑΟΖ 138 κράτη σε όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους και η Κύπρος.
Η διαχείριση του επεισοδίου με το Oruc Reis και η προαναγγελία της συνέχειας
Η συμφωνία με τη Λιβύη και το επεισόδιο με το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κύπρου και Κρήτης απέδειξαν ότι ο Ερντογάν ήταν αποφασισμένος και έτοιμος να διεκδικήσει de jure και de facto όσα μέχρι πρότινος διεκδικούσε ρητορικά.
Οι προθέσεις της Τουρκίας, που απαιτεί μερίδιο από τον ελληνικό θαλάσσιο πλούτο του Αιγαίου, ήταν γνωστές και υπήρχαν πληροφορίες για τις κινήσεις της τουλάχιστον έναν χρόνο πριν. Όλοι όμως στην κυβέρνηση ξορκίζανε το ενδεχόμενο αυτό, ελπίζοντας ότι δεν θα βρεθούν στη δυσάρεστη κατάσταση να το αντιμετωπίσουν. Ίσως και να πίστευαν ότι το μήνυμα φιλίας που εξέπεμψαν ήταν αρκετό για να σταματήσει τον Ερντογάν ή να τον κάνει να το ξανασκεφτεί.
Βασικός στόχος της Τουρκίας είναι η συνεκμετάλλευση του θαλάσσιου πλούτου του Αιγαίου και η συνδιαχείριση του βόρειου τμήματος της ανατολικής Μεσογείου. Γι' αυτό διεκδικεί την περιοχή που ξεκινάει νότια της Κύπρου και καταλήγει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, νότια της Κρήτης. Οι διεκδικήσεις αυτές, που είναι σε βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και αβάσιμες, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, αποτυπώνονται στους χάρτες που παρουσιάζει κάθε τόσο η Τουρκία και περιλαμβάνονται σε αυτό που η ηγεσία της εσχάτως αποκαλεί «γαλάζια πατρίδα».
Η συμφωνία με τη Λιβύη και το επεισόδιο με το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κύπρου και Κρήτης απέδειξαν ότι ο Ερντογάν ήταν αποφασισμένος και έτοιμος να διεκδικήσει de jure και de facto όσα μέχρι πρότινος διεκδικούσε ρητορικά. Διαψεύστηκαν έτσι όλοι όσοι ισχυρίζονταν ότι αυτά λέγονταν μόνο για το εσωτερικό της χώρας του.
Ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και βουλευτής της ΝΔ, Άγγελος Συρίγος, με τη συχνή παρουσία του στα ΜΜΕ, επισήμαινε από καιρό τον κίνδυνο. Προειδοποιούσε ότι ο Ερντογάν δεν θα δίσταζε να στείλει κάποιο τουρκικό πλοίο ακόμα και κοντά στην Κρήτη, σε περιοχές που έχει συμπεριλάβει στη συμφωνία με τη Λιβύη, προκειμένου να δημιουργήσει τετελεσμένα. «Στέλνοντας ένα ερευνητικό πλοίο στο σημείο όπου τέμνονται οι υφαλοκρηπίδες της Ελλάδας και της Κύπρου με τις δήθεν ΑΟΖ Τουρκίας-Λιβύης, ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να "μετρήσει" τις αντιδράσεις μας» έλεγε. «Εάν η Ελλάδα δεν αντιδράσει, ο Ερντογάν θα το επαναλάβει και θα ισχυρίζεται πως η Τουρκία έχει ξανακάνει έρευνες, χωρίς να συναντήσει αντιδράσεις».
Το ελληνικό υπουργείο Άμυνας επέλεξε μια πιο μεσοβέζικη και οπωσδήποτε μετριοπαθή στάση: έστειλε μεν τη φρεγάτα «Νικηφόρος Φωκάς», αλλά με εντολή μόνο να παρακολουθεί το τουρκικό Oruc Reis και όχι να το εμποδίσει. Το Μέγαρο Μαξίμου αντέδρασε αμήχανα και η κυβέρνηση έμοιαζε εντελώς απροετοίμαστη, τουλάχιστον στο επικοινωνιακό επίπεδο, καθώς ο ισχυρισμός ότι ήταν οι άνεμοι και η κακοκαιρία που παρέσυραν το τουρκικό σκάφος στην ελληνική υφαλοκρηπίδα μάλλον την εξέθεσε παρά έπεισε την κοινή γνώμη.
Το σύνολο σχεδόν των αναλυτών θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και άμυνας χαρακτήρισε αβάσιμη την κυβερνητική ερμηνεία, ενώ ο ναύαρχος ε.α. και πρώην Αρχηγός Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, Αντώνης Αντωνιάδης, άσκησε δριμεία κριτική, λέγοντας: «Μόνο αν απευθύνεσαι σε κρετίνους λες ότι παρασύρθηκε το Oruc Reis». Μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ την επομένη, είπε ότι το Oruc Reis παραβίαζε την ελληνική υφαλοκρηπίδα, δηλαδή τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, επί 24 ώρες και ότι η ελληνική πλευρά το μόνο που έκανε ήταν να στείλει ένα πλοίο για να παρακολουθεί την παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων.
"Τα κυριαρχικά σου δικαιώματα δεν τα προασπίζεις παρακολουθώντας την παραβίασή τους» δήλωσε.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η τουρκική κυβέρνηση δεν αποθαρρύνθηκε, αντιθέτως ο εκπρόσωπος της πριν από λίγες μέρες δήλωσε ότι θα συνεχιστούν οι σεισμικές έρευνες και οι γεωτρήσεις στην ανατολική Μεσόγειο, αλλά και στις περιοχές που συμφωνήθηκαν με τη Λιβύη, επισημαίνοντας ότι " Σε αυτό το ζήτημα πρέπει να τονίσω πως είμαστε αποφασισμένοι».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πιστώθηκε πάντως την πρόσκληση του αντιπάλου του Σαράτζ, στρατάρχη Χαφτάρ, για να επισκεφτεί στην Αθήνα, λίγο πριν από τη Συνδιάσκεψη για την Εκεχειρία του Βερολίνου. Μια κίνηση που επιδοκιμάστηκε ακόμα και από την αντιπολίτευση. Κάποιοι, όπως ο Αγγελος Συρίγος αλλά και άλλοι, προτείνουν στην ελληνική κυβέρνηση να πάψει άμεσα να αναγνωρίζει την κυβέρνηση Σαράτζ, που παραβίασε κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, και να αναγνωρίσει την κυβέρνηση του Χαφτάρ, με τον οποίο θα πρέπει να ξεκινήσει στενότερη συνεργασία για να ακυρωθεί η συμφωνία με την Τουρκία.
Πολλοί βουλευτές επίσης, θεωρούν ότι πρέπει να υποβληθούν άμεσα στον ΟΗΕ από την ελληνική πλευρά συντεταγμένες για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας. "Αν η ελληνική κυβέρνηση δεν αντιδράσει αποφασιστικά" λένε, "η Τουρκία δεν θα σταματήσει ποτέ τους εκβιασμούς και τις διεκδικήσεις".
Η κυβέρνηση -ακόμα και μετά τα τελευταία γεγονότα- συνεχίζει κι επιμένει στην προσπάθεια ύπαρξης διαυλου επικοινωνίας με τον Ταγίπ Ερντογάν. Ο τούρκος πρόεδρος πάλι, συνεχίζει μεθοδικά την πολιτική αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων των ελληνικών νησιών, αυξάνοντας συνεχώς τις διεκδικήσεις του, απέναντι στην Ελλάδα. Ειρωνεύτηκε μάλιστα την ελληνική κυβέρνηση, η οποία προκειμένου να μην προκληθεί κάποιο επεισόδιο, πριν από λίγες μέρες απέφυγε οποιαδήποτε εκδήλωση στην περιοχή των Ιμίων, στη μνήμη των τριών αξιωματικών που έχασαν τη ζωή τους εκεί.
Ο Ερντογάν παρουσίασε την μετριοπαθή στάση της κυβέρνησης ως αποτέλεσμα του εκφοβισμού του, λέγοντας περιπαικτικά ότι θα τηλεφωνούσε στον υπουργό Άμυνας της Ελλάδας για να τον ευχαριστήσει και να του πει να συνεχίσει έτσι "και στα Ίμια και στα άλλα νησιά». Ο τούρκος πρόεδρος δηλαδή, ζητά από την ελληνική κυβέρνηση να μην ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα στα ελληνικά νησιά, για να μην προκαλεί τις αντιδράσεις της Τουρκίας.
Κι ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επιλέξει να μία απολύτως μετριοπαθή και νομοταγή στάση, ο Ερντογάν ασκεί την εξωτερική πολιτική σαν μπούλινγκ κι επιλέγει τη συμπεριφορά του "νταή". Πόση εμπιστοσύνη μπορεί να δείξει ο έλληνας πρωθυπουργός άραγε σε ένα τέτοιο πρόσωπο, με το οποίο φιλοδοξεί να έρθει σε συνεννόηση;
Η Συμφωνία των Πρεσπών και τα απόνερα
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να δέχεται κριτική για τους χειρισμούς του στα ελληνοτουρκικά, αλλά για "κωλοτούμπα" δεν μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς. Αν τον πρόσεχαν, θα διαπίστωναν ότι απέναντι στην Τουρκία, εφαρμόζει ακριβώς την πολιτική που εξήγγειλε. Σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί πράγματι, προεκλογικά, τα στελέχη της ΝΔ, με την άδεια του, υποστήριζαν ότι θα διόρθωναν τα κακώς κείμενα της συμφωνίας και με αυτή τη θέση υπερψηφίστηκαν στις εκλογές.
Μετά την ανάληψη της εξουσίας ωστόσο, η κυβέρνηση υποχώρησε στην "παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής της". Επιπλέον, στη Νέα Δημοκρατία προεκλογικά δήλωναν ότι θα χρησιμοποιούσαν το όπλο του βέτο στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ, σε περίπτωση που η Βόρεια Μακεδονία δεν αποδεχόταν τη διόρθωση των κακώς κειμένων. Η κυβέρνηση των Σκοπίων όμως, όχι μόνο δεν δέχθηκε να "διορθώσει" οτιδήποτε από αυτά που ενοχλούν την Αθήνα (για την ακρίβεια, δεν της τέθηκε καν αυτό), αλλά ο Ζόραν Ζάεφ σε κάποια στιγμή απείλησε ότι δεν θα εφαρμόσει μέρος της συμφωνίας από το οποίο απορρέουν υποχρεώσεις της χώρας του προς την Ελλάδα. Μετά από τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν, αναγκάστηκε να ανασκευάσει μερικώς, αλλά η ουσία δεν άλλαξε.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών ο Ζάεφ πέτυχε να πάρει όσα μπορούσε (και όχι όσα απαιτούσαν οι υπερεθνικιστές του VMRΟ) για την χώρα του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Σημαντικότερη διαπραγματευτική επιτυχία του όμως, ήταν ότι για πολλά από όσα ζητούσε η ελληνική πλευρά, ως μέρος του αμοιβαίου συμβιβασμού, ο Ζάεφ έθεσε ως προϋπόθεση για να εφαρμοστούν, την ένταξη της χώρας του στην ΕΕ.
Όταν ήρθε η ώρα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη όχι μόνο δεν άσκησε βέτο στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αλλά άσκησε και κριτική στον Εμανουέλ Μακρόν, επειδή το έκανε η κυβέρνηση του. (Η Γαλλία ήταν μια από τις τρεις χώρες που εμπόδισαν την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας). Σε συνέντευξή του στους στους Financial Times τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας για την απόφαση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να ασκήσει βέτο στις νέες ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας, την χαρακτήρισε "λάθος" που "ελπίζει να διορθωθεί".
Το τελευταίο διάστημα βέβαια, διαπιστώνοντας ότι η Γαλλία είναι η μόνη χώρα που στηρίζει την Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία και ότι για αντικειμενικούς λόγους τα συμφέροντα των δύο χωρών απέναντι σε τρίτες χώρες συμπίπτουν, επιχείρησε να διορθώσει το ατόπημα και να συνάψει συμμαχία με τον Εμανουέλ Μακρόν.
Βασιλική Σιούτη
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Στις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή τον περασμένο Ιούλιο ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε αναφερθεί στις προτεραιότητες που είχε η κυβέρνησή του στην εξωτερική πολιτικής. Η μία ήταν η άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών της Συμφωνίας των Πρεσπών και η άλλη η προσέγγιση με την Τουρκία, όπως είχε χαρακτηριστικά αναφέρει.
Όσο ήταν στην αντιπολίτευση, είχε αξιοποιήσει ιδιαιτέρως την αντίθεση του κόμματός του στη Συμφωνία των Πρεσπών για να πλήξει την κυβέρνηση Τσίπρα και σε έναν βαθμό η τακτική αυτή συνέβαλε στην εκλογική του νίκη. Όταν έγινε πρωθυπουργός είπε ότι ήθελε να ξαναστείλει το μήνυμα εντός και εκτός Ελλάδας: «Από τη συμπεριφορά και την καλή συνεργασία των γειτόνων μας θα κριθεί και η πορεία τους προς την Ε.Ε.» είχε δηλώσει τότε.
Η δεύτερη αναφορά στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής κατά τη διάρκεια των προγραμματικών δηλώσεων ήταν για τα ελληνοτουρκικά ‒ και ήταν πολύ σύντομη. Δεν αναφέρθηκε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων με την Τουρκία ή στο κυπριακό, ούτε ανακοίνωσε ως προτεραιότητα την ανακήρυξη της ΑΟΖ, όπως είχε κάνει η προηγούμενη κυβέρνηση του κόμματός του. Σε διαφορετικό κλίμα από τους προηγούμενους πρωθυπουργούς της ΝΔ, μίλησε για «φιλική συνεργασία» και «αμοιβαία προσέγγιση» με την Τουρκία.
«Σε ό,τι αφορά τη γειτονική μας Τουρκία θα είμαι λιτός» είπε. «Πυξίδα για τις σχέσεις μας παραμένει το Διεθνές Δίκαιο και η διάθεση φιλικής συνεργασίας, χωρίς όμως ρητορικούς παροξυσμούς, όπως αυτούς που δυστυχώς ακούσαμε και σήμερα και με ισχυρή εθνική αυτοπεποίθηση. Στο πλαίσιο αυτό δεν διστάζω να καλέσω τον Πρόεδρο Ερντογάν να επιχειρήσουμε μια αμοιβαία προσέγγιση. Να κάνουμε μαζί ένα τολμηρό βήμα μπροστά. Είμαστε υποχρεωμένοι από τη γεωγραφία να ζούμε μαζί. Η αχρείαστη ένταση, οι κούρσες εξοπλισμών, στερούν και από τις δύο χώρες πολύτιμους πόρους που μπορούν να αξιοποιηθούν τελικά προς όφελος των πολιτών μας».
Οι πρώτοι μήνες
Ερντογάν και Σαράτζ ανακοίνωσαν τη συμφωνία για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών, μοιράζοντας μεταξύ τους την ελληνική ΑΟΖ, σαν οι δύο χώρες να έχουν κοινά θαλάσσια σύνορα και να μην παρεμβάλλεται η Ελλάδα ανάμεσά τους.
Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν έδειξε ενδιαφέρον για τη χείρα φιλίας που του έτεινε ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, γι' αυτό και προχώρησε κανονικά τα σχέδιά του, που ήταν γνωστά από καιρό στην ελληνική διπλωματία. Από κοινού με την ελεγχόμενη από τον Ερντογάν λιβυκή κυβέρνηση Σαράτζ ‒εν μέσω του εμφυλίου που μαίνεται στη χώρα‒ ανακοίνωσαν τη συμφωνία για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών, μοιράζοντας μεταξύ τους την ελληνική ΑΟΖ, σαν οι δύο χώρες να έχουν κοινά θαλάσσια σύνορα και να μην παρεμβάλλεται η Ελλάδα ανάμεσά τους.
Η καγκελάριος Μέρκελ αντιμετωπίζει την εξωτερική πολιτική με κριτήριο τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας της και στην περίπτωση αυτή οι οικονομικοί δεσμοί με την Τουρκία είναι πολύ ισχυροί. Αυτό κατέστη ακόμα σαφέστερο στην περίπτωση της γερμανικής πρωτοβουλίας για το λιβυκό ζήτημα, όπου προσκλήθηκε η Τουρκία, αλλά όχι η Ελλάδα, παρότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε διατυπώσει εγκαίρως το αίτημα για να λάβει μέρος σε αυτήν.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν σε θέση να γνωρίζει τα σχέδια της Τουρκίας, όπως και η προηγούμενη κυβέρνηση, αφού αυτά ήταν γνωστά εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο στο υπουργείο Εξωτερικών. Παρ' όλα αυτά, δόθηκε η εντύπωση ότι υπήρξε αιφνιδιασμός, καθώς η ελληνική πλευρά δεν κατάφερε να δράσει προληπτικά, εμποδίζοντας τον Ερντογάν να ανακοινώσει την παράνομη τουρκολιβυκή συμφωνία που παραβιάζει κατάφωρα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.
Στη Σύνοδο Κορυφής του περασμένου Δεκεμβρίου οι Ευρωπαίοι ηγέτες καταδίκασαν, όπως αναμενόταν και ήταν λογικό, τη συμφωνία Άγκυρας-Τρίπολης, αλλά πραγματική πίεση στην Τουρκία δεν ασκήθηκε. Η Γερμανία, άλλωστε, μόνο προσχηματικά πιέζει την Τουρκία, καθώς η καγκελάριος Μέρκελ αντιμετωπίζει την εξωτερική πολιτική με κριτήριο τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας της και στην περίπτωση αυτή οι οικονομικοί δεσμοί με την Τουρκία είναι πολύ ισχυροί.
Αυτό κατέστη ακόμα σαφέστερο στην περίπτωση της γερμανικής πρωτοβουλίας για το λιβυκό ζήτημα, όπου προσκλήθηκε η Τουρκία, αλλά όχι η Ελλάδα, παρότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε διατυπώσει εγκαίρως το αίτημα για να λάβει μέρος σε αυτήν. Ήταν η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήρθε σε αντιπαράθεση με την Άνγκελα Μέρκελ, εκφράζοντάς της τη δυσαρέσκειά του και ικανοποιώντας όσους είχαν εξοργιστεί από τη γερμανική μεροληψία.
Η απήχηση της διαχείρισης των θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής στο εσωτερικό δεν ήταν κάτι στο οποίο έδινε ιδιαίτερη σημασία ως τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Κάποιες ποιοτικές έρευνες, ωστόσο, έχουν προειδοποιήσει σχετικά εδώ και καιρό. Και μπορεί με το Μακεδονικό να ασχολήθηκε και να «καβάλησε το κύμα» επειδή ήταν κάτι που ζητούσε επιτακτικά η κομματική του βάση και μπορούσε να διακρίνει το όφελος, αλλά αυτός δεν είναι ο τρόπος που ο πρωθυπουργός έβλεπε τα εθνικά θέματα, μέχρι πρότινος τουλάχιστον.
Τα ελληνοτουρκικά, για παράδειγμα, τα αντιμετωπίζει περίπου όπως η Γερμανίδα καγκελάριος, δηλαδή με βασικό κριτήριο την επιρροή στην οικονομία της χώρας, μόνο που τα οικονομικά συμφέροντα στην περίπτωση της Γερμανίας ταυτίζονται περισσότερο με εκείνα της Τουρκίας και αυτό είναι ένα πρόβλημα για τη χώρα μας.
Ακόμα και μετά τη Συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης, πάντως, η οποία παραβιάζει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνέχισε τις προσκλήσεις διαλόγου και συνεργασίας προς την Τουρκία, επικαλούμενος το Διεθνές Δίκαιο και λέγοντας ότι «η δική μας πόρτα είναι πάντα ανοιχτή για έναν καλόπιστο και ειλικρινή διάλογο με την Τουρκία», αλλά επισημαίνοντας ότι αυτός θα γίνει με βάση τους κανόνες, το Διεθνές Δίκαιο και την παραδοχή της «μίας βασικής μας διαφοράς με την Τουρκία, που είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης».
Η τελευταία διευκρίνιση ήταν αρκετά σημαντική, καθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε δημόσια ότι η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ είναι η μόνη διαφορά που δέχεται να συζητήσει: «Είναι μια διαφορά την οποία θέλουμε και μπορούμε να συζητήσουμε και αν κάποιοι αισθάνονται ότι έχουν το δίκιο με το μέρος τους, τότε δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από το ενδεχόμενο αυτή η μία διαφορά την οποία έχουμε και αναγνωρίζουμε με την Τουρκία να καταλήξει στη Χάγη, σε ένα διεθνές δικαστήριο, το οποίο θα αποφανθεί για το ποιος τελικά έχει δίκιο και το ποιος έχει άδικο».
Η Χάγη, οι υπέρ και οι κατά
Κατά της προσφυγής στη Χάγη ήταν ως πρωθυπουργός και ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος δέχτηκε την κριτική του Κώστα Σημίτη γι' αυτό.
Η συζήτηση για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ανάβει πάντα φωτιές στο πολιτικό σκηνικό, καθώς για κάποιους πολιτικούς, όπως ο Κώστας Σημίτης, αποτελεί τη μόνη και ενδεδειγμένη λύση, ενώ για άλλους, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, θεωρείται ενδοτισμός και υποχώρηση. Ο τελευταίος, σε πρόσφατη συνέντευξή του, διατύπωσε καθαρά τη θέση του:
«Όταν ακούγεται κάτι για προσφυγή στη Χάγη υπό τις τωρινές συνθήκες, δηλαδή εκ των προτέρων συνθηκολόγηση της Ελλάδας σε "συνυποσχετικό" που παρακάμπτει το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως ζητάει η Τουρκία (η οποία δεν το έχει υπογράψει), δεν αποτρέπουμε την επιθετικότητα της άλλης πλευράς. Την ενθαρρύνουμε ακόμα περισσότερο» δήλωσε. Ο πρώην πρωθυπουργός της ΝΔ υποστήριξε επίσης ότι η ελληνική πλευρά θα πρέπει πρώτα να πείσει τους πάντες πως «αν ο "απέναντι" προκαλέσει εμπράκτως τα εθνικά μας συμφέροντα, θα αντιδράσουμε. Και είμαστε αποφασισμένοι γι' αυτό. Αντίθετα, όποιος δείχνει, και μάλιστα δημόσια, ότι φοβάται "θερμό επεισόδιο", ενθαρρύνει τους άλλους να μας το κάνουν. Και το φέρνει πιο κοντά».
Κατά της προσφυγής στη Χάγη ήταν ως πρωθυπουργός και ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος δέχτηκε την κριτική του Κώστα Σημίτη γι' αυτό με δύο άρθρα του, ένα το καλοκαίρι και ένα τον περασμένο Δεκέμβριο.
Συνεργάτες του Κώστα Καραμανλή ανέφεραν ότι ο πρώην πρωθυπουργός είχε βάσιμες επιφυλάξεις, καθώς δεν ήταν διατεθειμένος να πάρει το ρίσκο για μια απόφαση από την οποία η Ελλάδα ενδεχομένως να έβγαινε με κάποιες απώλειες. Οι θέσεις του σχετικά με την ΑΟΖ και την πολιτική που ακολούθησε, διαφορετική από εκείνη του Κώστα Σημίτη, έχουν εκφραστεί αναλυτικά από τον στενό συνεργάτη του και πρώην υφυπουργό Εξωτερικών, Γιάννη Βαληνάκη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ειδικά στα ελληνοτουρκικά ζητήματα είναι πολύ πιο κοντά στις θέσεις του Κώστα Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου παρά σ' εκείνες του Αντώνη Σαμαρά και του Κώστα Καραμανλή, από τους οποίους ο πρώτος αντιτίθεται σθεναρά στη Χάγη και ο δεύτερος διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις.
Τις επιφυλάξεις Καραμανλή επιβεβαιώνουν ακόμη και στελέχη της ΝΔ που είναι υπέρ της προσφυγής στη Χάγη. Πρόσφατα δημοσιεύματα έφεραν την Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία είναι από τους υπέρμαχους της Χάγης, να παραδέχεται ως υπαρκτό κίνδυνο την απώλεια της ΑΟΖ του Καστελόριζου σε περίπτωση προσφυγής. Η πρώην υπουργός Εξωτερικών και αδελφή του πρωθυπουργού υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η προσφυγή στη Χάγη «πρέπει να είναι στόχος της Ελλάδας», ενώ πρόσφατα ισχυρίστηκε ότι «τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της χώρας συμφωνούν σε αυτήν τη γραμμή».
Υπέρ της προσφυγής είναι και ο πρώην πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Παπανδρέου, υποστηρίζοντας ότι «το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα βγάλει μια δίκαιη απόφαση» η οποία θα είναι «προς όφελος της ειρήνης και της ουσιαστικής ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας στην περιοχή».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ειδικά στα ελληνοτουρκικά ζητήματα είναι πολύ πιο κοντά στις θέσεις του Κώστα Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου παρά σ' εκείνες του Αντώνη Σαμαρά και του Κώστα Καραμανλή ‒ ο πρώτος αντιτίθεται σθεναρά στη Χάγη και ο δεύτερος διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις. Η διαφοροποίηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη σε σχέση με τις δύο προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ φαίνεται και από τους συμβούλους που έχει επιλέξει για τα θέματα αυτά, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό είναι πρόσωπα του πολιτικού κλίματος του Κώστα Σημίτη.
Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων εξελίξεων με την Τουρκία ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάλεσε στο Μέγαρο Μαξίμου, μεταξύ άλλων, τον καθηγητή Χρήστο Ροζάκη, στενό συνεργάτη και φίλο του Κώστα Σημίτη, ο οποίος αξιοποιήθηκε στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και από την κυβέρνηση Τσίπρα. Παρότι αποτελεί «κόκκινο πανί» για τους περισσότερους νεοδημοκράτες, ο πρωθυπουργός εκτιμά τη γνώμη του και την ακούει με προσοχή.
Το ζήτημα της ΑΟΖ
Το ζήτημα της ΑΟΖ προέκυψε το 1982 με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία καθόριζε για πρώτη φορά το δικαίωμα των χωρών στην απόκτηση ΑΟΖ επιπλέον των χωρικών τους υδάτων, τα οποία τους δινόταν επίσης η δυνατότητα να επεκτείνουν στα 12 ναυτικά μίλια.
Το θέμα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), που ήρθε επιτακτικά στην επικαιρότητα λόγω των νέων τουρκικών επιθετικών ενεργειών, δεν συμπεριλαμβανόταν στις διακηρυγμένες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κι αυτό παρότι εδώ και αρκετά χρόνια σχεδόν όλοι οι πολιτικοί, αναλυτές και διεθνολόγοι αναφέρονται στη ζωτική σημασία της για την ελληνική οικονομία και την εθνική κυριαρχία, καθώς και στην υποχρέωση ανακήρυξής της.
Το ζήτημα της ΑΟΖ προέκυψε το 1982 με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία καθόριζε για πρώτη φορά το δικαίωμα των χωρών στην απόκτηση ΑΟΖ επιπλέον των χωρικών τους υδάτων, τα οποία τους δινόταν επίσης η δυνατότητα να επεκτείνουν στα 12 ναυτικά μίλια. Η σύμβαση αυτή κυρώθηκε το 1995 από την Ελλάδα, η οποία όμως δεν προχώρησε ούτε στην επέκταση των χωρικών της υδάτων ούτε στην ανακήρυξη της ΑΟΖ, δηλώνοντας ότι διατηρεί το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα όποτε και όπως η ίδια κρίνει. Βεβαίως, τον Ιούνιο του 1995 η Τουρκία απείλησε την Ελλάδα (ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ) με πόλεμο (casus belli) στην περίπτωση που προχωρούσε στην επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια, όπως δικαιούται.
Τον περασμένο Ιούνιο, λίγο πριν από τις εκλογές, ο Κώστας Σημίτης έγραψε σε άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή» με τίτλο «Αιγιαλίτιδα ζώνη - ΑΟΖ - Υφαλοκρηπίδα: Προσοχή τώρα» ότι η νέα κυβέρνηση θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το θέμα των σχέσεων με την Τουρκία. «Τα προβλήματα είναι γνωστά», έγραφε, «αλλά οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα είναι διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν επί δεκαετίες και μέχρι πρόσφατα».
Η αποφασιστική διαφορά, όπως εξηγούσε, προέκυψε από την ανεύρεση κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ και την πιθανολόγηση ότι υπάρχουν κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου και σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, αναφέροντας ότι η ΑΟΖ κάθε χώρας συμπίπτει με την υφαλοκρηπίδα που ανήκει στη χώρα. Τα κοιτάσματα αυτά όμως, την ύπαρξη των οποίων πολλοί πολιτικοί κάποτε αμφισβητούσαν, χαρακτηρίζοντας γραφικούς όσους μιλούσαν για το θέμα, ενδιαφέρουν και την Τουρκία, η οποία διά της ηγεσίας της προειδοποιεί ότι δεν θα δεχτεί τετελεσμένα, απαιτώντας τη συνεκμετάλλευσή τους.
Στον πολιτικό και επιστημονικό κόσμο της χώρας υπάρχουν εκείνοι που ζητούν να επισπευστεί η διαδικασία ανακήρυξης της ελληνικής ΑΟΖ και να προχωρήσει η διαδικασία και εκείνοι που, όπως οι πρώην υπουργοί Εξωτερικών Κοτζιάς και Κατρούγκαλος, συμμερίζονται το αίτημα της Τουρκίας, τουλάχιστον σε έναν βαθμό, δηλώνοντας ότι «δεν πρέπει να είμαστε μοναχοφάηδες». Υπ' όψη ότι η συζήτηση δεν γίνεται για την τουρκική ΑΟΖ, για την οποία η Ελλάδα δεν έχει καμία βλέψη. Αναγνωρίζει, ωστόσο, τη διαφορά για τα όρια που θέτει κάθε χώρα για τη δική της ΑΟΖ και αποδέχεται πλήρως όσα καθορίζει και προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο.
Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, λοιπόν, τα νησιά διαθέτουν ΑΟΖ, κάτι που η Τουρκία αμφισβητεί, διεκδικώντας την για λογαριασμό της. Ακριβώς αυτό έκανε και με την παράνομη συμφωνία με τη Λιβύη, καθώς «μοίρασαν» μεταξύ τους την ΑΟΖ των νησιών της Ελλάδας και της Κύπρου. Το δίκαιο της ελληνικής πλευράς αναγνώρισε πρόσφατα ακόμα και η αμερικανική διπλωματία διά του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ αλλά και του πρέσβη στην Αθήνα.
Η Τουρκία, ωστόσο, αρνείται τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, γι' αυτό δεν έχει κυρώσει τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), καθώς στα άρθρα της αναφέρεται ξεκάθαρα ότι όλα τα νησιά έχουν ΑΟΖ, όπως οι χερσαίες εκτάσεις, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, αρκεί να διαθέτουν μόνιμο πληθυσμό ή οικονομική δραστηριότητα.
Έτσι, παρά την ύπαρξη σαφών κανόνων, η Τουρκία, που είχε προειδοποιήσει ότι θα οριοθετούσε ΑΟΖ με την αμφισβητούμενης νομιμότητας κυβέρνηση Σαράτζ της Λιβύης, πριν από λίγο καιρό το έκανε πράξη, αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις και τις καταδικαστικές ανακοινώσεις που ακολούθησαν την ενέργειά της. Μάλιστα, ενώ μέχρι πρότινος αμφισβητούσε την ΑΟΖ του Καστελόριζου, τώρα έφτασε να αμφισβητεί ακόμα και την ΑΟΖ της Κρήτης, κατά την πάγια τακτική της να διεκδικεί όλο και περισσότερα όταν συμπεραίνει ότι ο εκφοβισμός της περνάει.
«Τον τελευταίο χρόνο τόνιζα επίμονα την ανάγκη να αποτραπεί με κάθε τρόπο η εξέλιξη αυτή, γιατί, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε λεκτική καταδίκη απ' όλους, θα δημιουργούσε ένα θετικό τετελεσμένο για τον Ερντογάν» ανέφερε πριν από λίγο καιρό σε άρθρο του ο καθηγητής και πρώην υπουργός Ενέργειας Γιάννης Μανιάτης, ο οποίος έχει ασχοληθεί και γνωρίζει το θέμα μέσα από έρευνες για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στο Αιγαίο.
Παρά τις τεράστιες καθυστερήσεις της τελευταίας πενταετίας, έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ένας νέος τομέας της εθνικής οικονομίας, αυτός της αξιοποίησης υδρογονανθράκων, με προσέλκυση επενδύσεων από διεθνείς ενεργειακούς κολοσσούς (EXXON MOBIL, TOTAL, REPSOL, EDISON) και τη συμμετοχή των δύο εξαιρετικά σημαντικών ελληνικών εταιρειών ENERGEAN και ΕΛ.ΠΕ.
«Η αξιοποίηση των εθνικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων που ξεκίνησε το 2011 σήμερα έχει αποφέρει συμβάσεις σε 12 θαλάσσιες και χερσαίες περιοχές της χώρας» σύμφωνα με τον Γ. Μανιάτη. «Ουσιαστικά, παρά τις τεράστιες καθυστερήσεις της τελευταίας πενταετίας, έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ένας νέος τομέας της εθνικής οικονομίας, αυτός της αξιοποίησης υδρογονανθράκων, με προσέλκυση επενδύσεων από διεθνείς ενεργειακούς κολοσσούς (EXXON MOBIL, TOTAL, REPSOL, EDISON) και τη συμμετοχή των δύο εξαιρετικά σημαντικών ελληνικών εταιρειών ENERGEAN και ΕΛ.ΠΕ.».
Παρά το σημαντικό έργο που άφησε ο Γιάννης Μανιάτης, καμία κυβέρνηση δεν έχει τολμήσει ως τώρα να ανακηρύξει ΑΟΖ, καταθέτοντας συντεταγμένες στον ΟΗΕ (όχι να οριοθετήσει, γιατί εκεί χρειάζεται συμφωνία με τα γειτονικά κράτη, αλλά να ανακηρύξει, όπως έχει δικαίωμα να κάνει). Ακόμα και όταν η Τουρκία το έκανε για λογαριασμό της, ούτε και τότε η Ελλάδα έδωσε δικούς της χάρτες, δείχνοντας πού οριοθετεί εκείνη τη δική της ΑΟΖ. Μέχρι σήμερα όλες οι κυβερνήσεις παρέδιδαν η μία στην άλλη τη διευθέτηση της υπόθεσης.
«Η Τουρκία, προωθώντας την παράνομη ΑΟΖ με τη Λιβύη, είναι βέβαιο ότι θα προχωρήσει και σε επόμενα βήματα, όπως αυτά έχουν προαναγγελθεί ήδη από τη στρατηγική της "Γαλάζιας Πατρίδας"» λέει ο Γ. Μανιάτης, υποστηρίζοντας ότι το χειρότερο σενάριο θα ήταν η κρατική της εταιρεία ερευνών υδρογονανθράκων να εξασφαλίσει από τη λιβυκή κυβέρνηση συμβόλαιο ερευνών σε θαλάσσιο τεμάχιο νότια της Κρήτης που εμπεριέχεται στη δήθεν ΑΟΖ Τουρκίας-Λιβύης.
«Δεν χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο στο τι μπορεί να σημαίνει αυτό σε σχέση με τα εθνικά, κυριαρχικά μας δικαιώματα. Η εξέλιξη αυτή πρέπει να αποτραπεί με κάθε τρόπο» λέει ο πρώην υπουργός. «Η Ελλάδα πρέπει να καταστήσει απόλυτα σαφές στην τουρκική πλευρά τι σημαίνει το "θα υπάρξει απάντηση". Δεν αρκεί πια η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου».
Τόσο ο Γ. Μανιάτης, που γνωρίζει καλά τα θέματα της ΑΟΖ, όσο και ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Άγγελος Συρίγος, που γνωρίζει σε βάθος τα ελληνοτουρκικά, έχουν επισημάνει ότι η ελληνική πλευρά πρέπει να ζητήσει από την Ε.Ε. την άρση της αναγνώρισης της κυβέρνησης Σαράτζ που στηρίζεται από την Τουρκία και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και αμφισβήτησε τα κυριαρχικά δικαιώματα δύο κρατών-μελών (μαζί με την Κύπρο) αλλά και την ευρωπαϊκή ΑΟΖ.
Ο αρμόδιος υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, μάλλον δεν πήρε είδηση όσα συνέβησαν σχεδόν μπροστά στα μάτια του.
«Και μόνη η ανάδειξη του θέματος αυτού θα ήταν αρκετή για να γίνει κατανοητή η αποφασιστικότητα της δικής μας πλευράς, προς γνώση τόσο της λιβυκής όσο και κάποιων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που άκριτα τη στηρίζουν» αναφέρει ο Γ. Μανιάτης, που θεωρεί απαραίτητες και τις στενότερες σχέσεις με την πλευρά Χαφτάρ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχουν όσα αναφέρει στο πρόσφατο άρθρο του ότι ακολούθησαν μετά τη δική του θητεία: «... Στον διαγωνισμό ερευνών σε Ιόνιο και νότια της Κρήτης του 2014, γνωρίζοντας τη στρατηγική της Τουρκίας, είχαμε ορίσει στο νοτιοανατολικό άκρο της Κρήτης τα θαλάσσια οικόπεδα 15 και 20, στα όρια της ελληνικής ΑΟΖ, σύμφωνα με τη μέση γραμμή ίσων αποστάσεων μεταξύ Κρήτης και Λιβύης. Από το 2015 ζητούσα απ' όλους τους υπουργούς Ενέργειας να αναθέσουμε τα οικόπεδα αυτά σε 1-2 ενεργειακούς κολοσσούς π.χ. αμερικανικών ή/και γαλλικών συμφερόντων, έτσι ώστε οι εταιρείες αυτές να λειτουργήσουν υποστηρικτικά στα εθνικά κυριαρχικά μας συμφέροντα νότια της Κρήτης.
Στόχος μου ήταν η Ελλάδα να λειτουργήσει προληπτικά ‒proactively‒ ως προς τις τουρκικές ενέργειες, όχι μόνο εκ των υστέρων και σε απάντηση προηγηθεισών τουρκικών πρωτοβουλιών, όπως γίνεται συχνά. Μετά το 2017, που ζητήθηκαν τα δύο νοτιο-νοτιοδυτικά οικόπεδα από την κοινοπραξία EXXONMOBIL, TOTAL, ΕΛ.ΠΕ., οι δημόσιες προτάσεις μου έγιναν ακόμη εντονότερες, δεδομένου ότι είχαμε εκδηλωμένο ήδη ενδιαφέρον δύο τέτοιων κολοσσών στην ευρύτερη περιοχή νότια της Κρήτης. Δυστυχώς, ακόμα και η υπογραφή των συμβάσεων αυτών έγινε με καθυστέρηση 1,5 έτους, ενώ μέχρι σήμερα τα ανατολικά οικόπεδα 15 και 20 όχι μόνο δεν έχουν ανατεθεί σε αναδόχους αλλά τώρα τα διεκδικεί η Τουρκία μέσω της "Γαλάζιας Πατρίδας" και της δήθεν ΑΟΖ της με τη Λιβύη».
Απάντηση για ποιον λόγο η Ελλάδα ανέβαλλε συνεχώς την ανακήρυξη της δικής της ΑΟΖ, φτάνοντας φέτος να δει την Τουρκία να ανακοινώνει τμήμα της ως δικό της, δεν υπάρχει. Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο θέμα, ούτε αποτέλεσε προτεραιότητά της. Η προηγούμενη κυβέρνηση της ΝΔ, στις προγραμματικές της δηλώσεις στη Βουλή, διά στόματος Αντώνη Σαμαρά είχε θέσει πρώτη προτεραιότητά της στην εξωτερική πολιτική την «προετοιμασία για ανακήρυξη ΑΟΖ στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και της διεθνούς πρακτικής, ώστε να επισπευσθεί η εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου». Ο πρώην πρωθυπουργός είχε υποστηρίξει ότι η ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ έπρεπε να γίνει «πολύ σύντομα», αλλά ούτε επί διακυβέρνησής του ανακηρύχθηκε, παρά το έργο του Γ. Μανιάτη.
Η πιο αστεία περίπτωση, όμως, ήταν εκείνη του Νίκου Κοτζιά, που, ενώ όσο ήταν υπουργός Εξωτερικών δεν τόλμησε να προβεί στην παραμικρή κίνηση σχετικά, όταν αποχώρησε από το υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε... την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης, λέγοντας ότι αφήνει στον Τσίπρα έτοιμα τα προεδρικά διατάγματα (απλώς θέλουν ένα τσεκάρισμα, είπε), ισχυριζόμενος ότι η Ελλάδα διευρύνει την κυριαρχία της για πρώτη φορά μετά την απόκτηση των Δωδεκανήσων, πριν από 70 χρόνια, Το θέμα ξεχάστηκε φυσικά.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που διαδέχτηκε την κυβέρνηση Τσίπρα, επέδειξε επίσης αδιαφορία για το θέμα, παρά τα δεκάδες άρθρα, ακόμα και εκείνο του Κώστα Σημίτη, που προειδοποιούσαν. Ο αρμόδιος υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, μάλλον δεν πήρε είδηση όσα συνέβησαν σχεδόν μπροστά στα μάτια του. Η έλλειψη βαθιάς γνώσης των ελληνοτουρκικών σε συνδυασμό με την απειρία έφεραν τον Νίκο Δένδια ‒και τη χώρα μαζί του‒ προ τετελεσμένων, χωρίς να μπορέσει να κάνει το παραμικρό για να σταματήσει τα σχέδια της Τουρκίας.
Η Ελλάδα, με τις προηγούμενες κυβερνήσεις να μην ανακηρύσσουν ΑΟΖ για να μην προκαλέσουν την Τουρκία, έχασε άλλη μία φορά την ευκαιρία να το κάνει, όταν η Τουρκία κατέθεσε τον Νοέμβριο μονομερώς στον ΟΗΕ αυτές που ισχυρίζεται ως γεωγραφικές συντεταγμένες σχετικά με τα εξωτερικά όρια της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας της στην ανατολική Μεσόγειο.
Η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να καταθέσει τις δικές της συντεταγμένες για τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στη Μεσόγειο, διατυπώνοντας ταυτόχρονα την ένστασή της για την τουρκική απόπειρα επικάλυψης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Αλλά δεν το έκανε. Από το καλοκαίρι, επίσης, όλοι περίμεναν κάποια επιθετική κίνηση της Τουρκίας, ακόμα και την αποστολή τουρκικού πλοίου στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, καθώς υπήρχαν οι σχετικές διαρροές πληροφοριών στα ΜΜΕ.
Ούτε οι επαφές μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης ήταν άγνωστες και όλοι γνώριζαν ότι γίνονταν ώστε η Τουρκία να φέρει την Ελλάδα προ τετελεσμένων. Ο υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Σαράτζ καθησύχαζε τον Ν. Δένδια, ώστε η Τουρκία να ολοκληρώσει τη δουλειά της χωρίς να την ενοχλήσει κανείς. Όταν τελείωσε η δουλειά, ο κ. Δένδιας απλώς ενημερώθηκε, όπως όλοι, ότι η Λιβύη και η Τουρκία έχουν... κοινά σύνορα.
Δεν γνωρίζουμε πώς θα βαθμολογήσει τον υπουργό των Εξωτερικών του για το πρώτο εξάμηνο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά, αν κριθεί από τα αποτελέσματα, τότε δύσκολα θα προβιβαστεί. Αλλά είναι τυχερός, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, που παραμένει παντελώς αποδιοργανωμένος, αδυνατεί να παρακολουθήσει την εξωτερική πολιτική και να ασκήσει ουσιαστική αντιπολίτευση. Έτσι, το όλο θέμα και η ανεπάρκεια της ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών πέρασαν στα ψιλά, παρά τη σοβαρότητα όσων συνέβησαν, που για κάποιους θεωρούνται χειρότερα και από τα Ίμια.
Σήμερα ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γ. Μανιάτης, προτείνει τη διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής, καθώς, όπως λέει, η χώρα βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη στιγμή που απαιτεί διαμόρφωση αρραγούς εσωτερικού μετώπου και αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων.
Ο καθηγητής Θεόδωρος Καρυώτης, παλιός συνεργάτης του Ανδρέα Παπανδρέου, που θεωρείται έξπερτ στα θέματα ΑΟΖ, επιχειρηματολογεί εδώ και χρόνια υπέρ της ανακήρυξής της, προκειμένου η Ελλάδα να διεκδικήσει ζωτικό χώρο στην ανατολική Μεσόγειο, και υπενθυμίζει ότι μέχρι στιγμής έχουν ανακηρύξει ΑΟΖ 138 κράτη σε όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους και η Κύπρος.
Η διαχείριση του επεισοδίου με το Oruc Reis και η προαναγγελία της συνέχειας
Η συμφωνία με τη Λιβύη και το επεισόδιο με το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κύπρου και Κρήτης απέδειξαν ότι ο Ερντογάν ήταν αποφασισμένος και έτοιμος να διεκδικήσει de jure και de facto όσα μέχρι πρότινος διεκδικούσε ρητορικά.
Οι προθέσεις της Τουρκίας, που απαιτεί μερίδιο από τον ελληνικό θαλάσσιο πλούτο του Αιγαίου, ήταν γνωστές και υπήρχαν πληροφορίες για τις κινήσεις της τουλάχιστον έναν χρόνο πριν. Όλοι όμως στην κυβέρνηση ξορκίζανε το ενδεχόμενο αυτό, ελπίζοντας ότι δεν θα βρεθούν στη δυσάρεστη κατάσταση να το αντιμετωπίσουν. Ίσως και να πίστευαν ότι το μήνυμα φιλίας που εξέπεμψαν ήταν αρκετό για να σταματήσει τον Ερντογάν ή να τον κάνει να το ξανασκεφτεί.
Βασικός στόχος της Τουρκίας είναι η συνεκμετάλλευση του θαλάσσιου πλούτου του Αιγαίου και η συνδιαχείριση του βόρειου τμήματος της ανατολικής Μεσογείου. Γι' αυτό διεκδικεί την περιοχή που ξεκινάει νότια της Κύπρου και καταλήγει στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, νότια της Κρήτης. Οι διεκδικήσεις αυτές, που είναι σε βάρος των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και αβάσιμες, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, αποτυπώνονται στους χάρτες που παρουσιάζει κάθε τόσο η Τουρκία και περιλαμβάνονται σε αυτό που η ηγεσία της εσχάτως αποκαλεί «γαλάζια πατρίδα».
Η συμφωνία με τη Λιβύη και το επεισόδιο με το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κύπρου και Κρήτης απέδειξαν ότι ο Ερντογάν ήταν αποφασισμένος και έτοιμος να διεκδικήσει de jure και de facto όσα μέχρι πρότινος διεκδικούσε ρητορικά. Διαψεύστηκαν έτσι όλοι όσοι ισχυρίζονταν ότι αυτά λέγονταν μόνο για το εσωτερικό της χώρας του.
Ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και βουλευτής της ΝΔ, Άγγελος Συρίγος, με τη συχνή παρουσία του στα ΜΜΕ, επισήμαινε από καιρό τον κίνδυνο. Προειδοποιούσε ότι ο Ερντογάν δεν θα δίσταζε να στείλει κάποιο τουρκικό πλοίο ακόμα και κοντά στην Κρήτη, σε περιοχές που έχει συμπεριλάβει στη συμφωνία με τη Λιβύη, προκειμένου να δημιουργήσει τετελεσμένα. «Στέλνοντας ένα ερευνητικό πλοίο στο σημείο όπου τέμνονται οι υφαλοκρηπίδες της Ελλάδας και της Κύπρου με τις δήθεν ΑΟΖ Τουρκίας-Λιβύης, ο Ερντογάν θα επιχειρήσει να "μετρήσει" τις αντιδράσεις μας» έλεγε. «Εάν η Ελλάδα δεν αντιδράσει, ο Ερντογάν θα το επαναλάβει και θα ισχυρίζεται πως η Τουρκία έχει ξανακάνει έρευνες, χωρίς να συναντήσει αντιδράσεις».
Το ελληνικό υπουργείο Άμυνας επέλεξε μια πιο μεσοβέζικη και οπωσδήποτε μετριοπαθή στάση: έστειλε μεν τη φρεγάτα «Νικηφόρος Φωκάς», αλλά με εντολή μόνο να παρακολουθεί το τουρκικό Oruc Reis και όχι να το εμποδίσει. Το Μέγαρο Μαξίμου αντέδρασε αμήχανα και η κυβέρνηση έμοιαζε εντελώς απροετοίμαστη, τουλάχιστον στο επικοινωνιακό επίπεδο, καθώς ο ισχυρισμός ότι ήταν οι άνεμοι και η κακοκαιρία που παρέσυραν το τουρκικό σκάφος στην ελληνική υφαλοκρηπίδα μάλλον την εξέθεσε παρά έπεισε την κοινή γνώμη.
Το σύνολο σχεδόν των αναλυτών θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και άμυνας χαρακτήρισε αβάσιμη την κυβερνητική ερμηνεία, ενώ ο ναύαρχος ε.α. και πρώην Αρχηγός Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, Αντώνης Αντωνιάδης, άσκησε δριμεία κριτική, λέγοντας: «Μόνο αν απευθύνεσαι σε κρετίνους λες ότι παρασύρθηκε το Oruc Reis». Μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ την επομένη, είπε ότι το Oruc Reis παραβίαζε την ελληνική υφαλοκρηπίδα, δηλαδή τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, επί 24 ώρες και ότι η ελληνική πλευρά το μόνο που έκανε ήταν να στείλει ένα πλοίο για να παρακολουθεί την παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων.
"Τα κυριαρχικά σου δικαιώματα δεν τα προασπίζεις παρακολουθώντας την παραβίασή τους» δήλωσε.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, η τουρκική κυβέρνηση δεν αποθαρρύνθηκε, αντιθέτως ο εκπρόσωπος της πριν από λίγες μέρες δήλωσε ότι θα συνεχιστούν οι σεισμικές έρευνες και οι γεωτρήσεις στην ανατολική Μεσόγειο, αλλά και στις περιοχές που συμφωνήθηκαν με τη Λιβύη, επισημαίνοντας ότι " Σε αυτό το ζήτημα πρέπει να τονίσω πως είμαστε αποφασισμένοι».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πιστώθηκε πάντως την πρόσκληση του αντιπάλου του Σαράτζ, στρατάρχη Χαφτάρ, για να επισκεφτεί στην Αθήνα, λίγο πριν από τη Συνδιάσκεψη για την Εκεχειρία του Βερολίνου. Μια κίνηση που επιδοκιμάστηκε ακόμα και από την αντιπολίτευση. Κάποιοι, όπως ο Αγγελος Συρίγος αλλά και άλλοι, προτείνουν στην ελληνική κυβέρνηση να πάψει άμεσα να αναγνωρίζει την κυβέρνηση Σαράτζ, που παραβίασε κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, και να αναγνωρίσει την κυβέρνηση του Χαφτάρ, με τον οποίο θα πρέπει να ξεκινήσει στενότερη συνεργασία για να ακυρωθεί η συμφωνία με την Τουρκία.
Πολλοί βουλευτές επίσης, θεωρούν ότι πρέπει να υποβληθούν άμεσα στον ΟΗΕ από την ελληνική πλευρά συντεταγμένες για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας. "Αν η ελληνική κυβέρνηση δεν αντιδράσει αποφασιστικά" λένε, "η Τουρκία δεν θα σταματήσει ποτέ τους εκβιασμούς και τις διεκδικήσεις".
Η κυβέρνηση -ακόμα και μετά τα τελευταία γεγονότα- συνεχίζει κι επιμένει στην προσπάθεια ύπαρξης διαυλου επικοινωνίας με τον Ταγίπ Ερντογάν. Ο τούρκος πρόεδρος πάλι, συνεχίζει μεθοδικά την πολιτική αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων των ελληνικών νησιών, αυξάνοντας συνεχώς τις διεκδικήσεις του, απέναντι στην Ελλάδα. Ειρωνεύτηκε μάλιστα την ελληνική κυβέρνηση, η οποία προκειμένου να μην προκληθεί κάποιο επεισόδιο, πριν από λίγες μέρες απέφυγε οποιαδήποτε εκδήλωση στην περιοχή των Ιμίων, στη μνήμη των τριών αξιωματικών που έχασαν τη ζωή τους εκεί.
Ο Ερντογάν παρουσίασε την μετριοπαθή στάση της κυβέρνησης ως αποτέλεσμα του εκφοβισμού του, λέγοντας περιπαικτικά ότι θα τηλεφωνούσε στον υπουργό Άμυνας της Ελλάδας για να τον ευχαριστήσει και να του πει να συνεχίσει έτσι "και στα Ίμια και στα άλλα νησιά». Ο τούρκος πρόεδρος δηλαδή, ζητά από την ελληνική κυβέρνηση να μην ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα στα ελληνικά νησιά, για να μην προκαλεί τις αντιδράσεις της Τουρκίας.
Κι ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επιλέξει να μία απολύτως μετριοπαθή και νομοταγή στάση, ο Ερντογάν ασκεί την εξωτερική πολιτική σαν μπούλινγκ κι επιλέγει τη συμπεριφορά του "νταή". Πόση εμπιστοσύνη μπορεί να δείξει ο έλληνας πρωθυπουργός άραγε σε ένα τέτοιο πρόσωπο, με το οποίο φιλοδοξεί να έρθει σε συνεννόηση;
Η Συμφωνία των Πρεσπών και τα απόνερα
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να δέχεται κριτική για τους χειρισμούς του στα ελληνοτουρκικά, αλλά για "κωλοτούμπα" δεν μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς. Αν τον πρόσεχαν, θα διαπίστωναν ότι απέναντι στην Τουρκία, εφαρμόζει ακριβώς την πολιτική που εξήγγειλε. Σχετικά με τη Συμφωνία των Πρεσπών όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί πράγματι, προεκλογικά, τα στελέχη της ΝΔ, με την άδεια του, υποστήριζαν ότι θα διόρθωναν τα κακώς κείμενα της συμφωνίας και με αυτή τη θέση υπερψηφίστηκαν στις εκλογές.
Μετά την ανάληψη της εξουσίας ωστόσο, η κυβέρνηση υποχώρησε στην "παρακολούθηση της ορθής εφαρμογής της". Επιπλέον, στη Νέα Δημοκρατία προεκλογικά δήλωναν ότι θα χρησιμοποιούσαν το όπλο του βέτο στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ, σε περίπτωση που η Βόρεια Μακεδονία δεν αποδεχόταν τη διόρθωση των κακώς κειμένων. Η κυβέρνηση των Σκοπίων όμως, όχι μόνο δεν δέχθηκε να "διορθώσει" οτιδήποτε από αυτά που ενοχλούν την Αθήνα (για την ακρίβεια, δεν της τέθηκε καν αυτό), αλλά ο Ζόραν Ζάεφ σε κάποια στιγμή απείλησε ότι δεν θα εφαρμόσει μέρος της συμφωνίας από το οποίο απορρέουν υποχρεώσεις της χώρας του προς την Ελλάδα. Μετά από τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν, αναγκάστηκε να ανασκευάσει μερικώς, αλλά η ουσία δεν άλλαξε.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών ο Ζάεφ πέτυχε να πάρει όσα μπορούσε (και όχι όσα απαιτούσαν οι υπερεθνικιστές του VMRΟ) για την χώρα του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Σημαντικότερη διαπραγματευτική επιτυχία του όμως, ήταν ότι για πολλά από όσα ζητούσε η ελληνική πλευρά, ως μέρος του αμοιβαίου συμβιβασμού, ο Ζάεφ έθεσε ως προϋπόθεση για να εφαρμοστούν, την ένταξη της χώρας του στην ΕΕ.
Όταν ήρθε η ώρα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη όχι μόνο δεν άσκησε βέτο στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, αλλά άσκησε και κριτική στον Εμανουέλ Μακρόν, επειδή το έκανε η κυβέρνηση του. (Η Γαλλία ήταν μια από τις τρεις χώρες που εμπόδισαν την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας). Σε συνέντευξή του στους στους Financial Times τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλώντας για την απόφαση του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν να ασκήσει βέτο στις νέες ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας, την χαρακτήρισε "λάθος" που "ελπίζει να διορθωθεί".
Το τελευταίο διάστημα βέβαια, διαπιστώνοντας ότι η Γαλλία είναι η μόνη χώρα που στηρίζει την Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία και ότι για αντικειμενικούς λόγους τα συμφέροντα των δύο χωρών απέναντι σε τρίτες χώρες συμπίπτουν, επιχείρησε να διορθώσει το ατόπημα και να συνάψει συμμαχία με τον Εμανουέλ Μακρόν.
Βασιλική Σιούτη
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια