Του κ. Δημοσθένη Στωϊδη, Πρέσβη ε.τ.
Μεγάλη πλειοψηφία από τους πολίτες της χώρας μας μεγαλώσαμε με συνήθη ακούσματα για δύο κατεξοχήν εθνικά μας θέματα: τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Δεν ξενίζει ότι η ίδια θεματολογία υπερισχύει στον σχετικό δημόσιο Διάλογο και κατά την παρούσα συγκυρία. Διότι παρόλη την παρέλευση δεκαετιών και την εκδήλωση εν τω μεταξύ σημαντικών πρωτοβουλιών, δεν προκύπτει να έχει καταστεί δυνατή η επίτευξη βιώσιμης λύσης σε αμφότερα. Αρα η διαιώνιση της εκκρεμότητας σε βάθος χρόνου των συγκεκριμένων (παγίως «κρισίμων») ζητημάτων, υποδηλώνει κάποια δυστοκία από την πλευρά μας να μετουσιωθεί η βούλησή μας σε καθοριστική για τα δικά μας desiderata πρόοδο.
Παρελκυστική και ήκιστα εποικοδομητική τακτική αποδίδεται αποκλειστικά στον εξ ανατολών όμορο Γείτονα, για την έλλειψη διαλλακτικότητας και ειλικρινούς ετοιμότητας να ανταποκριθεί έμπρακτα στην αναζήτηση αξιόπιστης και αμοιβαία (?)επωφελούς έκβασης. Μάλιστα η Τουρκία λειτούργησε ως αρνητικός παράγων κωλυσιεργώντας ενσυνείδητα στην υλοποίηση σχετικών (διεθνών) πρωτοβουλιών προς την κατεύθυνση της έγκυρης διευθέτησης των εκκρεμών διαφορών.
Κατά την εξέλιξη της αντιμετώπισης των εκκρεμοτήτων, οι διμερείς σχέσεις δοκιμάσθηκαν από διαχρονικές διακυμάνσεις λόγω της πολυσύνθετης και περίπλοκης φύσης των ζωτικών για την χώρα μας εθνικών ζητημάτων, σε συνδυασμό με την τουρκική αναβλητικότητα, αν όχι αδιαλλαξία. Ο δε συνεπαγόμενος χειρισμός τους, ακόμη και στην παρούσα συγκυρία εξακολουθεί παραδόξως να διέπεται από παρεμφερείς με το παρελθόν εντάσεις και τριβές, εις βάρος της πατρίδας μας, όπως π.χ. η «Αιτία Πολέμου» (Ψήφισμα 1995 της Μεγάλης Τ/κης Εθνοσυν/σης), Ιμια (1996), γκρίζες ζώνες, «συμφωνία με Λιβύη για Α.Ο.Ζ.» . Και υπογραμμίζω το «παραδόξως» διότι από την εποχή των οραματιστών Βενιζέλου-Ινονού, έκτοτε και στο χρονικό διάστημα μέχρι σήμερα σημειώθηκε ριζική μεταβολή στα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά αμφοτέρων των χωρών, με σημαντικότερα την προσχώρησή τους, και δη οιονεί παράλληλη, σε διεθνείς Οργανισμούς. Γεγονός που δυνητικά θα έπρεπε να λειτουργήσει καταλυτικά στον τρόπο προσέγγισης εκατέρωθεν του επιπέδου των διμερών σχέσεων.
Όμως η πραγματικότητα είναι επιτακτική και έχει τις δικές της επιταγές που υπαγορεύονται από την πεποίθηση ότι οι δύο όμοροι Γείτονες είναι όμηροι της ιστορικής αντιπαλότητάς τους, που υποθάλπεται από ένα ασταθές και επίμαχο γεωπολιτικό περιβάλλον και την ρευστότητα της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Το παρόν πόνημα δεν στοχεύει να υπεισέλθει στην ανάλυση και την εμβάθυνση των δύο ως άνω (κλασσικών) εθνικών ζητημάτων, αλλά επιχειρεί να αναδείξει την συλλογιστική του τρόπου χειρισμού τους και ταυτόχρονα να υπογραμμίσει την αδήριτη ανάγκη να παγιωθεί εν προκειμένω αίσθημα εθνικής συνεννόησης και συναίνεσης. Τα παρόντα φαινόμενα δικαιολογούν εύλογη αισιοδοξία.
Εννοείται ότι και άλλα καίρια ζητήματα όπως το Ονοματολογικό (νυν Συμφωνία των Πρεσπών), το Μεταναστευτικό, το ενεργειακό κ.α. αποτελούν, βεβαίως, υψηλές προτεραιότητες κεντρικού ενδιαφέροντος, αλλά δεν χαρακτηρίζονται εθνικά θέματα υπό την στενή έννοια.
Και τούτο διότι αφενός αυτά προέκυψαν από την εξέλιξη γεγονότων με διεθνή διάσταση και όχι δηλαδή αμιγώς διμερή, και αφετέρου τα ειδικότερα χαρακτηριστικά τους προσεγγίζονται με διιστάμενες και όχι συγκλίνουσες εγχώριες πολιτικές θέσεις. Ο σχετικός δημόσιος διάλογος είναι, λοιπόν, ο γνώμονας για το ευκταίο ενδεχόμενο διαμόρφωσης του ενδεδειγμένου κλίματος προς την κατεύθυνση δυνητικά γενικότερης εν προκειμένω συνεννόησης.
Εν κατακλείδι εκτιμάται ότι η χάραξη και στοχοθεσία της Εξωτερικής πολιτικής έχει χρεία πολύπλευρης και σφαιρικής πληροφόρησης και αναλυτικής και επιστημονικής εμπειρογνωμοσύνης, αξιοποιώντας έγκυρες πηγές ενημέρωσης κ.α.. Η εφαρμογή της οφείλει να εναπόκειται στους επαγγελματίες της Διπλωματίας προκειμένου αξιόπιστα και ουσιαστικά να υλοποιούν την εθνική και κυβερνητική πολιτική. Η ενδεχόμενη σύγχυση των ρόλων είναι συνταγή για αποτυχία.
18 Ιανουαρίου 2020
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια