Του Παναγιώτη Μπαλακτάρη *
Ουδείς εχέφρων άνθρωπος επιζητεί τον πόλεμο. Αυτή την κυνική μετάπτωση του ανθρώπου, αρχικώς στο ηθικό και ψυχικό κενό και, εν συνεχεία, στο σκότος. Στην κατάσταση, στην οποία νεκρώνονται οι ανθρωπιστικές αναστολές και αναβιώνουν τα ζωώδη ένστικτα. Ο πόλεμος βλάπτει τον άνθρωπο, τα κράτη, το διεθνές σύστημα. Η βύθιση στη θάλασσα της βίας και της σφαγής είναι, ή εν πάση περιπτώσει πρέπει να είναι, απευκταία.
Ο πόλεμος διαλύει συνειδήσεις, σώματα, ψυχές. Καταλύει την αποτελεσματικότητα του διεθνούς δικαίου, αδρανοποιεί την υπερκρατική έννομη τάξη, επαναφέρει κατά τρόπο απροκάλυπτο το δίκαιο του ισχυρού. Συγχρόνως, ναρκοθετεί για τις επόμενες δεκαετίες τις σχέσεις μεταξύ των εμπολέμων. Στο τέλος ενός πολέμου, πολλώ δε μάλλον στο σύγχρονο πλαίσιο διεξαγωγής του, όλοι είναι χαμένοι, και οι ηττημένοι αλλά και οι νικητές.
Η αντίληψη ότι μπορείς να αποφύγεις τον πόλεμο είναι εσφαλμένη, κάτι σαν αστικός μύθος. Η προσφυγή στα όπλα μπορεί να επιβληθεί σε ένα κράτος από κάποιο άλλο, σε τόπο, χρόνο και συνθήκες που θα έχει επιλέξει ο επιτιθέμενος. Για τους γνώστες, η αξία της επιλογής του πολεμικού πεδίου είναι τεράστια και σπανίως δεν αποβαίνει προς όφελος του επιλέξαντος.
Τούτων λεχθέντων ας έρθουμε στο προκείμενο. Η Ελλάδα από το 1974 έως και σήμερα δεν διεκδικεί τίποτε από την Τουρκία. Δεν διεκδικούμε ούτε εδάφη ούτε αέρα ούτε θάλασσα από τη γειτονική χώρα. Δεν διεκδικούμε ούτε καν να προστατεύσουμε την ευάριθμη πια ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης. Ναι, αυτήν, η οποία έχει υποστεί δεινά τόσα και τέτοια, που εάν επρόκειτο για κάποια άλλη μειονότητα σε κάποια άλλη μακρινή χώρας θα είχαμε καθημερινές διαδηλώσεις στη δική μας. Συνεπώς, είναι βέβαιον, ότι η Ελλάδα δεν επιδιώκει να στερήσει την Τουρκία από την άσκηση εθνικής κυριαρχίας. Μάλιστα, οι ελληνικές διοικήσεις της Μεταπολίτευσης διακήρυτταν και εξακολουθούν να διακηρύττουν, όλες, μηδεμιάς εξαιρουμένης, ότι θέλουμε να έχουμε σχέσεις καλής γειτονίας με την Τουρκία, σε τέτοιο βαθμό που αρκετοί Έλληνες πολίτες δεν φείδονται αρνητικών σχολίων για την επάρκειά τους ή άλλοτε και για τον πατριωτισμό τους. Το σύνολο των ανωτέρω πασίδηλων γεγονότων αποτελεί απόδειξη της μη επιθετικότητος της Ελλάδος.
Μπορεί όμως κάποιος να ισχυριστεί το ίδιο και για την Τουρκία; Σαφώς όχι, τουλάχιστον εάν είναι αντικειμενικός παρατηρητής των συμβάντων. Η Τουρκία έχει φέρει πολλές φορές σε δυσχερή θέση την Ελλάδα, πιέζοντάς την διαρκώς. Από τις κρίσεις του 1976, του 1987, του 1994, του 1996 και εντεύθεν έως τη μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη συνεχιζόμενη αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδος και Κύπρου, καθώς επίσης από την υποδαύλιση ακροτήτων στη θρησκευτική μειονότητα της Θράκης έως και το μεταναστευτικό, η Τουρκία εξωθεί Ελλάδα και Κύπρο στα άκρα. Στην Κύπρο το παιχνίδι για την Τουρκία είναι ασφαλές, δοθέντος ότι η χώρα είναι ακρωτηριασμένη, δεν διαθέτει ολοκληρωμένες ένοπλες δυνάμεις, γειτνιάζει με τον τουρκικό νότο και στρατοπεδεύει παρανόμως ο τουρκικός στρατός κατοχής. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και με την Ελλάδα. Η Τουρκία στις μεταξύ μας σχέσεις είναι πιο προσεκτική και δεν σπεύδει να τις στρατιωτικοποιήσει. Αντιθέτως, έχει προτιμήσει μέχρι τώρα τα λεγόμενα υβριδικά πλήγματα, όπως η εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών ροών, η πολιτιστική διείσδυση και οι ψυχολογικές επιχειρήσεις.
Ωστόσο, προσφάτως, δια της συνυπογραφής, με την ιδιότυπη κυβέρνηση της Λιβύης, του Μνημονίου Συνεργασίας (και στην οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, αλλά και σε στρατιωτικό επίπεδο) προέβη σε μια άνευ προηγουμένου επιθετική ενέργεια εις βάρος της Ελλάδος. Και η έκφραση αυτή είναι ιδιαιτέρως μετριοπαθής. Από τη λεκτική διατράνωση της βούλησής της να ακρωτηριάσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος έκανε πολλά βήματα εμπρός∙ οδηγήθηκε – και ταυτοχρόνως οδηγεί και την ασταθή κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο – στην έμπρακτη επιθετική κλιμάκωση, η οποία δεν αφήνει περιθώρια ελιγμών στην άλλη πλευρά, δηλαδή στην Ελλάδα. Εάν αποδεχθούμε την εξαφάνιση της γραμμής που ενώνει τις νόμιμες θαλάσσιες ζώνες Ελλάδος και Κύπρου και επιπλέον την ερειδόμενη στο διεθνές δίκαιο υφαλοκρηπίδα των νησιών μας, τότε θα έχουμε μετατρέψει την Ελλάδα σε χώρα κέλυφος στο διεθνές σύστημα. Ήτοι, τυπικώς θα υφίσταται ως ξεχωριστό κράτος, ενώ ουσιαστικώς όχι. Θα έχει μεταβληθεί σε φοβισμένο δορυφόρο της Τουρκίας.
Επίσης, θα έχει παραιτηθεί από τα έννομα δικαιώματά της. Οι επιπτώσεις αυτής της αυτοκτονικής συμπεριφοράς θα είναι πολλές και ποικίλες. Από τη φυγή όλο και περισσοτέρων Ελλήνων στο εξωτερικό, αφού η πατρίδα δεν θα τους παρέχει ασφάλεια για να αναπτύξουν ελευθέρως την προσωπικότητά τους μέχρι και τη ριζοσπαστικοποίηση όσων παραμείνουν, οι οποίοι θα στραφούν εναντίον του συστήματος εξουσίας, των δημοσιογράφων, των ακαδημαϊκών και εν τέλει ο ένας εναντίον του άλλου σε έναν ολοκληρωτικά καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο. Η Ελλάδα θα διάγει βίο ερειπίου και οι συνέπειες θα ομοιάζουν με αυτές που θα υφίστατο εάν είχε υπογράψει τη δική της Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η συνεκμετάλλευση δεν αποτελεί τη λύση, αλλά το σίγουρο μονοπάτι με τελικό προορισμό την εθνική εξαφάνιση.
Επομένως, ενδεχόμενο υλοποίησης του Τουρκο-Λιβυκού Μνημονίου δεν μπορεί να υπάρχει για την Ελλάδα. Η χώρα μας οφείλει πάση θυσία να αποτρέψει την πραγματοποίηση των μεγαλομανών σχεδιασμών της Άγκυρας, οι οποίοι πλήττουν ευθέως τα εθνικά συμφέροντα. Ο καιρός τα έφερε έτσι που τώρα καλούμαστε να σηκώσουμε ένα βάρος που αιωρείτο εδώ και δεκαετίες. Εάν αρνηθούμε, θα εξαφανιστούμε. Εάν προσπαθήσουμε, θα ανταμειφθούμε. Οφείλουμε να υπερασπιστούμε την εθνική μας ακεραιότητα.
Ελάχιστοι αδαείς προτρέπουν την Ελλάδα να πάει σε πόλεμο. Ο σκοπός του παρόντος κειμένου δεν είναι αυτός. Παρά το γεγονός ότι με αποκλειστική ευθύνη της Τουρκίας η χώρα μας βρίσκεται στριμωγμένη, η σύρραξη δεν είναι δεδομένη. Η ελληνική κυβέρνηση συνεπικουρούμενη από όλα τα κόμματα της Βουλής, τα οποία υποχρεούται να ενημερώσει λεπτομερώς, έχει το χρέος να κρατήσει το κράτος όρθιο στην αντίθετη σε κάθε έννοια δικαίου προσπάθεια της Τουρκίας να επιβάλει παράνομα τετελεσμένα, θωρακίζοντας παράλληλα τις στοχευμένες από την Τουρκία περιοχές και εν γένει την εθνική άμυνα. Και τούτα απαιτούν σοβαρότητα και αποφασιστικότητα. Της ηγεσίας και των πολιτών. Τώρα δεν είναι η ώρα να αποκομίσουν πολιτικά ή άλλα οφέλη διάφοροι ακραίοι της μίας ή της άλλης πλευράς ούτε οι υποστηρικτές της υποχωρητικής σχολής.
Η κατάσταση απαιτεί μελετημένο σχεδιασμό και θάρρος για ενέργειες. Η αποτροπή δεν έρχεται μόνη της. Η αποτροπή επιβάλλεται. Και επιβάλλεται δια της διπλωματίας και δια των στρατευμάτων. Η ισχυρή παρουσία και κίνηση των οποίων πάντοτε εκπέμπει σθεναρό μήνυμα έναντι όλων. Αρκεί να αντιληφθεί ο απροκλήτως επιτιθέμενος ότι το εννοείς.
* Ο κ. Παναγιώτης Μπαλακτάρης είναι Δικηγόρος.
** Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια