Με σημείο καμπής το καλοκαίρι του 2016 και αφορμή το πραξικόπημα-οπερέτα, ο Ερντογάν προχώρησε σε ολοκληρωτικό έλεγχο των μηχανισμών του τουρκικού κράτους. Έκτοτε, έθεσε στοιχήματα υψηλού ρίσκου τα οποία κέρδισε: από τους ρωσικούς S-400 και το διπλό παιχνίδι με τον Τραμπ και τον Πούτιν έως την εισβολή στη Συρία και τη ματαίωση της απειλής ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στα νότια σύνορα της Τουρκίας.
Η Τουρκία έχει αλλάξει. Ακόμη και οι πιο ανυποψίαστοι το κατάλαβαν μετά την πειρατική συμφωνία με τη Λιβύη και τις συζητήσεις του Λονδίνου με την ελληνική κυβέρνηση. Ο Ερντογάν δεν ένιωσε την ανάγκη, ούτε καν για λόγους διπλωματικής ευγένειας, να αναστείλει για λίγες μέρες τα σχέδιά του και την επομένη των συζητήσεων επικύρωσε τη συμφωνία από την τουρκική Εθνοσυνέλευση. Καλύτερο δείγμα της «διπλωματίας του τσαμπουκά» δύσκολα θα μπορούσε να ανακαλυφθεί.
Είναι άγνωστο αν η ελληνική κυβέρνηση είχε την προσδοκία ότι θα μπορούσε να κερδίσει κάτι από αυτή τη συνάντηση. Πάντως οι ενδείξεις ήταν εξαρχής δυσοίωνες. Εκτός από τη συμφωνία με τη Λιβύη, η εργαλειοποίηση του Προσφυγικού/Μεταναστευτικού έδειχνε ότι ο Ερντογάν κινείτο πλέον χωρίς αναστολές στο διπλωματικό δόγμα του «κάνω ό,τι θέλω». Άλλωστε, ακόμη κι αν υπήρχαν αναστολές, οι εγκωμιαστικές δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ και η προηγούμενη συνεννόηση με τον Βλαντιμίρ Πούτιν φρόντισαν να τις έχουν ακυρώσει.
Για μια ακόμη φορά, λοιπόν, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε έναν επικίνδυνο κύκλο τουρκικής επιθετικότητας. Πέρα από τις τακτικές κινήσεις που είναι υποχρεωμένη να επιχειρήσει για να αποτρέψει τις δυσμενείς συνέπειες της πολιτικής του Ερντογάν, η βασική δουλειά της είναι να καταλάβει ότι η σημερινή είναι μια άλλη Τουρκία και ο Ερντογάν ένας επίσης άλλος, πιο διαφορετικός, και σαφέστατα πιο επικίνδυνος Ερντογάν απ' ό,τι τα προηγούμενα χρόνια.
Να το εξηγήσουμε. Ο «πρώτος Ερντογάν», στην αρχή της διακυβέρνησής του, συμμερίστηκε το σχέδιο του Αμπντουλάχ Γκιουλ για τον εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας και την ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο «δεύτερος Ερντογάν» ήταν ο Ερντογάν που ενστερνίστηκε τη θεωρία του Αχμέτ Νταβούτογλου. Η προτεραιότητά του ήταν να προεκτείνει το «στρατηγικό βάθος» της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο και να διεκδικήσει τον ρόλο της ηγέτιδας δύναμης του ισλαμικού σουνιτικού κόσμου.
Ο «τρίτος Ερντογάν», δηλαδή η τωρινή εκδοχή του Τούρκου ηγέτη, είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Η Τουρκία διεκδικεί τον ρόλο της ηγεμονικής δύναμης όχι μόνο στο εσωτερικό του ισλαμικού κόσμου, αλλά στο σύνολο της περιοχής της Μέσης Ανατολής, της Βόρειας Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου. Την κατοχύρωσή της δηλαδή ως περιφερειακή υπερδύναμη με «στρατηγικό βάθος» ταυτόχρονα στον ισλαμικό κόσμο, στην Ασία και την Ευρώπη.
Φυσικό επακόλουθο είναι, λοιπόν, ως μια χώρα με τόσο σημαντικό «στρατηγικό βάθος» να μη διστάζει να αυτοπροσδιορίζεται ως ισότιμος συνομιλητής των παραδοσιακών Μεγάλων Δυνάμεων, των ΗΠΑ, της Ευρώπης, της Ρωσίας και της Κίνας. Εξ ου και η μόνιμη τάση του Ερντογάν να αλλάζει συμμάχους και συμμαχίες με απίστευτη συχνότητα, ακριβώς γιατί έχει την εκτίμηση ότι η Τουρκία δεν έχει την ανάγκη να συμπεριφέρεται ως «δεδομένη» και μόνιμα προσδεδεμένη σε κάποια από τα ισχυρά κέντρα εξουσίας στη διεθνή σκηνή.
Η ελληνική αμηχανία
Στη δική μας πολιτική και διπλωματική κοινότητα η παραδοσιακή ανάγνωση των κινήσεων του Ερντογάν μονίμως πάσχει από ορισμένα σύνδρομα που έχουν εξελιχθεί σε κλισέ: ο «αλλοπρόσαλλος», ο «μεγαλομανής», ο «απρόβλεπτος», ο «τρελός», ο «σουλτάνος» και άλλα αντίστοιχα.
Δυστυχώς όλα αυτά τα στερεότυπα μπορεί να αρκούν για να μας καθησυχάζουν, αλλά σπάνια μας βοηθούν να κατανοήσουμε με επάρκεια «ποιος είναι» και «πού το πάει ο Ερντογάν», με αποτέλεσμα συνήθως οι εξελίξεις να μας αιφνιδιάζουν.
Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια που δημιουργείται ο «τρίτος Ερντογάν» με στόχο την ανάδειξη της Τουρκίας σε μεγάλη περιφερειακή υπερδύναμη, ενώ τα βήματά του είναι διαυγή και με εσωτερική συνοχή, η δική μας ανάγνωση παραμένει προσκολλημένη σε σχήματα και εικόνες από το παρελθόν.
Με σημείο καμπής το καλοκαίρι του 2016 και αφορμή το πραξικόπημα-οπερέτα, ο Ερντογάν προχώρησε σε ολοκληρωτικό έλεγχο των μηχανισμών του τουρκικού κράτους. Εκτοτε, έθεσε στοιχήματα υψηλού ρίσκου τα οποία κέρδισε: από τους ρωσικούς S-400 και το διπλό παιχνίδι με τον Τραμπ και τον Πούτιν έως την εισβολή στη Συρία και τη ματαίωση της απειλής ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στα νότια σύνορα της Τουρκίας.
Ηταν φυσικό επακόλουθο μια Τουρκία που αυτοπροσδιορίζεται ως ηγεμονική δύναμη στην περιοχή να επιχειρήσει να κατοχυρώσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου διεκδικώντας ρόλο και παρουσία σε όλα τα ανοικτά ζητήματα: τις θαλάσσιες ζώνες, την υφαλοκρηπίδα, τις ΑΟΖ, την Κύπρο και τους υδρογονάνθρακες.
Αυτό λοιπόν που εμείς σχολιάζουμε ως «απρόβλεπτες» και «αλλοπρόσαλλες» κινήσεις του Ερντογάν είναι καλά σχεδιασμένες και προβλέψιμες πρωτοβουλίες που εξυπηρετούν τον κύριο στόχο του: την ανάδειξη της Τουρκίας σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη.
Ένα σημαντικό πλεονέκτημα που η Ιστορία προσέφερε μάλλον τυχαία στον Τούρκο πρόεδρο είναι η συγκατοίκηση με «ομόσταυλους» ηγέτες στη διεθνή σκηνή. Ο Τραμπ στις ΗΠΑ, ο Πούτιν στη Ρωσία, ο Μπόρις Τζόνσον στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά και, σε πιο χαμηλό επίπεδο, ο Βίκτορ Ορμπαν στην Ουγγαρία, ο Γιάροσλαβ Κατσίνσκι στην Πολωνία, ο Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία και αρκετοί άλλοι, που εμφανιζόμενοι ως αστέρες αποτελούν την καλύτερη ομήγυρη για να αισθάνεται ο Τούρκος πρόεδρος σαν στο σπίτι του στη διεθνή σκηνή.
Όλοι αυτοί οι ανερχόμενοι «strongmen» μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό: νιώθουν άβολα με τους θεσμούς και τις συνθήκες που διαμόρφωσαν τη Δύση και τον πολιτισμένο κόσμο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Σχεδόν απροσχημάτιστα, λοιπόν, προβάλλουν το αίτημα της αναθεώρησης του διεθνούς status και των διαχρονικών ισορροπιών, επιχειρώντας μια κατάδυση στο τραγικό παρελθόν της προπολεμικής παγκόσμιας τάξης.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Πούτιν κατόρθωσε να προσαρτήσει στη Ρωσία μια ανεξάρτητη χώρα, την Κριμαία, και de facto να ελέγχει το 1/3 της Ουκρανίας. Οι Κεντροευρωπαίοι «ομόσταυλοι» νεκρανάστησαν τη «ζώνη του Βίζεγκραντ» και κλείνουν τα ευρωπαϊκά σύνορα. Ο Τζόνσον ολοκληρώνει κάτι το αδιανόητο ακόμη και για τους πιο ευρωσκεπτικιστές ηγέτες των Τόρις, την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρώπη. Ακολουθώντας την ίδια αναθεωρητική σχολή, ο Ερντογάν εισβάλλει και απορροφά εδάφη από μια ξένη χώρα, τη Συρία. Και όλα αυτά σε ένα κλίμα διεθνούς αδιαφορίας και ανοχής που θυμίζει αφόρητα την εποχή του Τσάμπερλεν και του Χάλιφαξ.
Το Ελσίνκι και ο Σημίτης
Τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις μάλλον έχουν καθυστερήσει να αντιληφθούν τις συνέπειες των βαθύτερων αλλαγών στην τουρκική στρατηγική. Είναι ενδεικτικό ότι πριν ανακοινωθεί η συμφωνία με τη Λιβύη η κυβέρνηση αντιμετώπιζε την τουρκική κινητικότητα ως ένα ακόμη συνηθισμένο επεισόδιο των «αλλοπρόσαλλων» πρωτοβουλιών του Ερντογάν. Ακόμη και τώρα, είναι παντελώς αβέβαιο αν έχουν στο μυαλό τους τη «μεγάλη εικόνα».
Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν, η τελευταία φορά που η Ελλάδα κατάφερε να συγκροτήσει μια συνεκτική στρατηγική, με σχέδιο και επιτυχημένες τακτικές κινήσεις, απέναντι στην Τουρκία ήταν στα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Ήταν η «στρατηγική του Ελσίνκι» που κατέληξε στην ομότιτλη συμφωνία το 1999. Ως γνωστόν, αυτή η στρατηγική οδήγησε στην ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και δέσμευσε την Τουρκία στο ότι η ενταξιακή πορεία της θα πέρναγε από την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών στη βάση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου, συμπεριλαμβανομένης και της προοπτικής προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Έκτοτε η Τουρκία εγκατέλειψε τον «εξευρωπαϊσμό», ενώ στην Ελλάδα κυριάρχησε και πάλι η «διπλωματία της αδράνειας», ειδικότερα την περίοδο Καραμανλή - Μολυβιάτη. Η χρεοκοπία της χώρας και η περιδίνηση στην οικονομική κρίση και στα μνημόνια απονέκρωσαν ζωτικά σημεία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παρέμειναν παγωμένες και τα προβλήματα παρέμειναν στο ράφι.
Η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει αμήχανη και αιφνιδιασμένη από τις εξελίξεις, χωρίς να φαίνεται προς το παρόν ότι διαθέτει επαρκή προετοιμασία και τα κατάλληλα πρόσωπα για να εκπονήσουν ένα συνεκτικό σχέδιο αποτροπής της τουρκικής επιθετικότητας. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ βιαστικά και επιπόλαια επενδύει σε πρόχειρες και ανεπεξέργαστες αντιπολιτευτικές καταγγελίες. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι τη μοναδική εξαίρεση στο πεδίο της ελληνικής αμηχανίας την εκφράζει ο αρχιτέκτονας της συμφωνίας του Ελσίνκι, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο οποίος σε ανύποπτο χρόνο επισήμανε προφητικά τους κινδύνους.
Σε άρθρο του στα «ΝΕΑ» (31 Αυγούστου 2019) προειδοποίησε: «Ο Ερντογάν εξήγγειλε την ανάγκη άσκησης των δικαιωμάτων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο, στη “Γαλάζια Πατρίδα”. Ποια έκταση καταλαμβάνει η “Γαλάζια Πατρίδα»” είναι ασαφές, αλλά έχουν ήδη προβληθεί από την Τουρκία δικαιώματα νότια της Κρήτης, στην περιοχή της Δωδεκανήσου και στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου. Μια αντιπαράθεση Τουρκίας και Ελλάδας είναι στο άμεσο μέλλον πιθανή».
Και λίγο νωρίτερα («Καθημερινή», 9/6/2019):
«Πεποίθησή μου ότι το πρόβλημα των Ιμίων το 1996 δεν προέκυψε τυχαία. Η τουρκική ηγεσία τότε θέλησε να εκμεταλλευτεί την κρίση που προκάλεσε η ασθένεια του Ανδρέα Παπανδρέου, η παραίτησή του και η εκλογή νέας ηγεσίας, για την οποία πίστεψε ότι μπορεί να την αιφνιδιάσει. Δεν αποκλείεται να υπάρξουν παρόμοιες σκέψεις στη σημερινή τουρκική ηγεσία... Η Τουρκία μπορεί να θεωρήσει ότι η περίοδος αυτή προσφέρεται για να επιβάλλει τις απόψεις της στα θέματα των ορίων τόσο της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης όσο και της ελληνικής υφαλοκρηπίδας... Μπορεί πιθανότατα η Τουρκία να στείλει πλοίο σε τμήμα της υφαλοκρηπίδας που η Ελλάδα θεωρεί ελληνική αλλά η Τουρκία τουρκική».
Θανάσης Τσεκούρας
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια