Tου system failure
Πολλοί αναρωτιούνται γιατί η Αριστερά απέτυχε σε τέτοιο βαθμό να αποτελέσει την κύρια δύναμη κατά της επέλασης του νεοφιλελευθερισμού. Θα πρέπει να εξετάσει κάποιος τα πρώτα στάδια του νεοφιλελευθερισμού για να κατανοήσει την άτακτη Αριστερή υποχώρηση.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Αμερικανός ακαδημαϊκός, David Harvey, επεσήμανε χαρακτηριστικά ότι όταν για πρώτη φορά προτάθηκε η νεοφιλελεύθερη ηθική, ουσιαστικά στη γενιά του Μάη του 68, έγινε ένα είδος παζαριού. Το ανερχόμενο κυρίαρχο σύστημα ιδεών, πρότεινε στη γενιά αυτή να της δοθούν οι ατομικές ελευθερίες για τις οποίες αγωνίζονταν, αλλά θα έπρεπε ουσιαστικά να ξεχάσει αλλά ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, η κοινωνική δικαιοσύνη. Έτσι, η Αριστερά άρχισε να γίνεται ανεκτική απέναντι σε διάφορες νεοφιλελεύθερες πρακτικές.
'Ετσι, η γενιά του 68 κατά κάποιο τρόπο εξουδετερώθηκε και δεν υπήρχε κάποια άλλη αξιόλογη μορφή αντίστασης ενάντια στην καπιταλιστική τάξη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την έναρξη μιας λυσσαλέας αντεπίθεσης των καπιταλιστικών δυνάμεων κατά της εργατικής τάξης στη Δύση, μέσω του νεοφιλελευθερισμού και του χρηματιστηριακού καπιταλισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 70.
Στο τελευταίο του ντοκιμαντέρ, HyperNormalisation, ο Βρετανός σκηνοθέτης, Adam Curtis, περιγράφει την ξαφνική υποχώρηση της Αριστεράς απέναντι στην τραπεζική μαφία, η οποία ουσιαστικά ανέλαβε τη διαχείριση της Νέα Υόρκης στα μέσα της δεκαετίας του 70, σε ένα από τα πρώτα πειράματα του νεοφιλελευθερισμού σε Αμερικανικό έδαφος.
Ο δρόμος ήταν ορθάνοιχτος για τις καπιταλιστικές ελίτ να εδραιώσουν τη νέα τους ιδεολογία και άρα, την απόλυτη κυριαρχία τους.
Όπως περιγράφει ο Harvey στο βιβλίο του Σύντομη ιστορία του νεοφιλελευθερισμού, οι επιχειρήσεις χρειάζονταν μια πολιτική τάξη και μια λαϊκή βάση. 'Ετσι, ουσιαστικά προσπάθησαν να καταλάβουν το Ρεπουμπλικανικό κόμμα και να το κάνουν εργαλείο για τα συμφέροντά τους. Ωστόσο, το κόμμα χρειάζονταν μια σταθερή εκλογική βάση προκειμένου να καταλάβει την εξουσία με αποτελεσματικό τρόπο. Ήταν η περίοδος που οι Ρεπουμπλικάνοι επιχείρησαν να συμμαχήσουν με τη Χριστιανική δεξιά. Η τελευταία δεν ήταν πολιτικά ενεργή στο παρελθόν, αλλά αυτό άλλαξε με την ίδρυση της πολιτικής οργάνωσης, Moral Majority, το 1978, από τον Αμερικανό πάστορα, τηλε-ευαγγελιστή και συντηρητικό ακτιβιστή, Jerry Falwell.
Όπως περιγράφει ο Curtis στο ντοκιμαντέρ του The Power of Nightmares, προς τα τέλη της δεκαετίας του 70, υπήρχαν εκατομμύρια Χριστιανοί φονταμενταλιστές στην Αμερική, αλλά οι κήρυκές τους τους έλεγαν πάντα να μην ψηφίζουν, γιατί αυτό θα σήμαινε συμβιβασμό με μια καταδικασμένη και ανήθικη κοινωνία. Αλλά αυτό άλλαξε, καθώς οι νεοσυντηρητικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι σύμμαχοί τους, κατάφεραν να συμμαχήσουν με πολλούς από τους ισχυρότερους κήρυκες, οι οποίοι με τη σειρά τους άρχισαν να παροτρύνουν τους οπαδούς τους, για πρώτη φορά, να συμμετέχουν στην πολιτική διαδικασία.
Έτσι, στις αρχές του 1981, ο Ρόναλντ Ρήγκαν κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές, χάρη στη θρησκευτική ψήφο, καθώς εκατομμύρια Χριστιανοί φονταμενταλιστές ψήφισαν για πρώτη φορά.
Οι καπιταλιστικές ελίτ είχαν τώρα έναν υπολογίσιμο εκλογικό στρατό στη διάθεσή τους. Και το πιο εντυπωσιακό, είναι ότι αυτός ο στρατός αποτελούνταν από εκατομμύρια συντηρητικούς ψηφοφόρους, που ήταν μέρος της εργατικής τάξης και δεν θα μπορούσαν να φανταστούν, εκείνη την εποχή, ότι η οικονομική ατζέντα των Ρεπουμπλικάνων, βασισμένη στο νεοφιλελεύθερο δόγμα, θα ωφελούσε τελικά τους πλουτοκράτες και μάλιστα εις βάρος των ίδιων.
Αλλά υπήρχε ένα πρόβλημα. Εκατομμύρια μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι τρόμαξαν από τον συντηρητικό φονταμενταλισμό που είχε καταλάβει το κόμμα και στράφηκαν προς τους Δημοκρατικούς. Ωστόσο, οι καπιταλιστικές ελίτ είχαν ήδη ανοίξει το δρόμο προκειμένου να καταλάβουν και το Δημοκρατικό κόμμα.
Όπως επισημαίνει ο Harvey, η εξάρτηση των Δημοκρατικών από συνεισφορές του μεγάλου κεφαλαίου καθιστούσε πολλούς από αυτούς εξαιρετικά ευάλωτους στην άμεση επιρροή επιχειρηματικών συμφερόντων. Παρόλο που το Δημοκρατικό κόμμα διέθετε μια λαϊκή βάση, δεν μπορούσε εύκολα να επιδιώξει μια αντι-καπιταλιστική, ή αντι-επιχειρηματική πολιτική γραμμή χωρίς να βλάψει σοβαρά τις διασυνδέσεις του με ισχυρά οικονομικά συμφέροντα. Δηλαδή, το Δημοκρατικό κόμμα είχε ζωτικό συμφέρον να αποκαταστήσει, αν όχι να ενισχύσει, τα επιχειρηματικά και οικονομικά συμφέροντα, ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να κάνει κάποιες ενέργειες προκειμένου να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής της λαϊκής του βάσης. Κατά τη διάρκεια της θητείας Κλίντον, επέλεξε τελικά να κάνει το πρώτο ενάντια στο δεύτερο και έτσι κατέληξε να εφαρμόζει τη νεοφιλελεύθερη συνταγή.
Ως αποτέλεσμα, οι καπιταλιστικές ελίτ είχαν καταλάβει πλήρως σχεδόν ολόκληρο το Αμερικανικό πολιτικό σύστημα, από την εποχή της κυβέρνησης Κλίντον και έπειτα. Οι οικονομικές ατζέντες του Ρεπουμπλικανικού και του Δημοκρατικού κόμματος έγιναν σχεδόν ταυτόσημες. Ωστόσο, οι διαφορές στο ιδεολογικό πεδίο ήταν μάλλον επιφανειακές και χρησίμευαν κυρίως στο να δώσουν στους ψηφοφόρους την αίσθηση ότι μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα προς την κατεύθυνση των ιδεολογικών τους προτιμήσεων.
Αυτό είχε γίνει ιδιαίτερα εμφανές, ειδικά στο Δημοκρατικό κόμμα. Από την προεδρία Κλίντον έως και την προεδρία Ομπάμα, το κόμμα ήταν προσηλωμένο στη Ρεπουμπλικανική ατζέντα, που είχε σχεδιαστεί από το Αμερικανικό βαθύ κράτος και το τραπεζικό-επιχειρηματικό κατεστημένο. Αυτό σήμαινε, διάσωση της Γουόλ Στριτ με δισεκατομμύρια σε περιόδους κρίσεων, απορρύθμιση, συνεχείς φοροαπαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο, ιδιωτικοποιήσεις, συνεχής λιτότητα για την εργατική τάξη, διεξαγωγή πολέμων με σκοπό το κέρδος.
Την ίδια στιγμή, οι Δημοκρατικοί επιδείκνυαν μια απολύτως επιλεκτική προοδευτικότητα στην εκλογική τους βάση. Ήταν το κομμάτι της προοδευτικής κατεύθυνσης που δεν απειλούσε τη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων. Έτσι το Δημοκρατικό κόμμα δεν είχε κανένα πρόβλημα να εφαρμόζει πολιτικές, για παράδειγμα, υπέρ των γυναικών, της γκέι κοινότητας, ή διαφόρων άλλων μειονοτήτων, προκειμένου να διατηρήσει την προοδευτική του βιτρίνα και κατ'επέκταση την προοδευτική του εκλογική 'πελατεία'. Αυτή είναι που θεωρείται σήμερα στη Αμερική ως η επίσημη Αριστερά και ασφαλώς πρόκειται για μια ψευδο-Αριστερά. Και πρόκειται, στην ουσία, για τα απομεινάρια της καταστροφικής συνθηκολόγησης που έκανε η γενιά του 68 με τις καπιταλιστικές ελίτ.
Καθώς η αληθινή Αριστερά ουσιαστικά εξαφανίστηκε από το πολιτικό παιχνίδι, εκατομμύρια δυνάμει ψηφοφόροι, ειδικά από τις νέες γενιές, επέλεξαν να μη συμμετέχουν στην πολιτική διαδικασία. Γιατί κατάλαβαν ότι η ατζέντα δεν αλλάζει, ότι και αν ψηφίσουν.
Και είναι εκπληκτικό ότι ο νεοφιλελευθερισμός, που είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για τη γιγάντωση της πολιτικής διαφθοράς, είχε ενσωματώσει στον ιδεολογικό του πυρήνα μια μοντέρνα εκδοχή της απολιτίκ κουλτούρας. Αυτό ήταν απαραίτητο προκειμένου να δαιμονοποιείται η ρυθμιστική ισχύς τους κράτους ως εμπόδιο ενάντια στο άτομο που θέλει να μεγαλουργήσει επιχειρηματικά, ελεύθερο από κάθε τύπου πολιτικό έλεγχο. Ήταν απαραίτητο και για να εξουδετερώσει πολιτικά ολόκληρες γενιές που θα μπορούσαν να διαταράξουν τη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, ανασταίνοντας την αληθινή Αριστερά και καθιστώντας την υπολογίσιμη πολιτική δύναμη.
Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την πτώση του Τοίχους του Βερολίνου, ο δρόμος ήταν ορθάνοιχτος για τον νεοφιλελευθερισμό - και άρα για το Δυτικό μεγάλο κεφάλαιο - να κατακτήσει ολόκληρο τον πλανήτη.
Το παραπάνω σενάριο ήταν σχεδόν πανομοιότυπο για τη Μεγάλη Βρετανία και έλαβε χώρα περίπου την ίδια περίοδο. Ξεκίνησε με τη Μάργκαρετ Θάτσερ στα τέλη της δεκαετίας του 70, όπου το συντηρητικό κόμμα υιοθέτησε έναν εθνικιστικού τύπου νεοφιλελευθερισμό, προσελκύοντας τα πιο συντηρητικά τμήματα της Βρετανικής κοινωνίας. Και όταν ο Τόνι Μπλερ πήρε την εξουσία, το εργατικό κόμμα είχε και αυτό ήδη καταληφθεί από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία.
Ταυτόχρονα, σχεδόν όλη η Ευρώπη είχε πέσει στην παγίδα του νεοφιλελευθερισμού, υιοθετώντας, σε μεγάλο βαθμό, το Αγγλο-Αμερικανικό 'μοντέλο'. Το Ευρωπαϊκό πολιτικό δυοπώλιο έγινε κυρίαρχο μέσω της πλήρους νεοφιλελευθεροποίησης των δύο κύριων πολιτικών δυνάμεων των τελευταίων δεκαετιών, δηλαδή, της λαϊκής δεξιάς και των σοσιαλδημοκρατών. Η πλήρης νεοφιλελευθεροποίηση των Ευρωπαϊκών θεσμών ήταν αναπόφευκτη.
Παρόλα αυτά, ο χρηματιστηριακός καπιταλισμός, ως το κύριο καύσιμο της νεοφιλελεύθερης μηχανής, έχει αποδειχθεί μια εξαιρετικά ασταθής μορφή καπιταλισμού, που ταυτόχρονα τροφοδοτεί μια αυξανόμενη ανισότητα.
Η επιθετικότητα του Δυτικού επενδυτικού κεφαλαίου, των τραπεζικών καρτέλ και των μεγάλων εταιρικών μονοπωλίων, άρχισε σταδιακά να γεννά φυγόκεντρες δυνάμεις μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Η ίδια η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία ενίσχυσε τις δυνάμεις αυτές, καθώς βαθιά μέσα στις ρίζες της κυριαρχεί η αντίληψη μιας ατέρμονης ανάπτυξης και ενός άγριου, αδιάκοπου ανταγωνισμού. Αυτές οι δυνάμεις, εντός και εκτός του Δυτικού καπιταλισμού, άρχισαν να γίνονται ευδιάκριτες κυρίως από τα τέλη της δεκαετίας του 90 και έπειτα, καθώς ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός είχε ήδη πυροδοτήσει μεγάλες κρίσεις στη Ρωσία, την Νότιο-Ανατολική Ασία και αλλού.
Ήταν θέμα χρόνου να δούμε μια μεγάλη κρίση, συγκρίσιμη με αυτή του 1929, να ξεσπά στην καρδιά του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η μεγάλη κατάρρευση του 2007-08 στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το ποτήρι που ξεχείλισε. Απελευθέρωσε πλήρως τις φυγόκεντρες δυνάμεις που υπέβοσκαν μέσα στον Δυτικό καπιταλισμό και αποκάλυψε έναν ανελέητο ενδο-καπιταλιστικό πόλεμο που σιγόβραζε υπογείως όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Τα δύο σημαντικότερα γεγονότα ως αποτέλεσμα αυτού του πολέμου, υπήρξαν η άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία και η ψήφος υπέρ της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τα δυο γεγονότα συνέβησαν στις πατρίδες του νεοφιλελευθερισμού.
Αυτό που βλέπουμε στις ΗΠΑ με την άνοδο του Τραμπ, είναι η αντεπίθεση του τμήματος του Αμερικανικού κεφαλαίου εναντίον της παγκοσμιοποιημένης φράξιας. Η φράξια που εκφράζεται κυρίως μέσω της φιλελεύθερης πλουτοκρατίας. Έτσι, καθώς η καπιταλιστική τάξη σπάει σε δύο μεγάλα στρατόπεδα, οι καπιταλιστές που στηρίζουν τον Τραμπ, παίρνουν ουσιαστικά μαζί τους το πιο συντηρητικό κομμάτι της Αμερικανικής κοινωνίας, καθώς χρειάζονται εκλογική ισχύ. Έχουν, άλλωστε, τα χρήματα και τα δικά τους συστημικά ΜΜΕ, αλλά και έναν εξαιρετικά ισχυρό διαδικτυακό στρατό. Η πρώτη τους μεγάλη νίκη ήταν η νίκη του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2016 και αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το λόγο που ο τελευταίος δέχεται επιθέσεις από τα φιλελεύθερα συστημικά ΜΜΕ τόσο συχνά.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, έχουμε μια παρόμοια κατάσταση. Η Μεγάλη Βρετανία αποτελεί ενδεχομένως το πιο κρίσιμο πεδίο του ενδο-καπιταλιστικού πολέμου αυτή τη στιγμή. Και οι δυνάμεις των καπιταλιστών που πολεμούν το παγκοσμιοποιημένο κομμάτι του Βρετανικού κεφαλαίου, σημείωσαν μια πρώτη μεγάλη νίκη με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπέρ του Brexit.
Κι'όμως: μέσα σε όλο αυτό το χάος, η αληθινή Αριστερά έχει μια μοναδική ευκαιρία. Έχει αρχίσει ήδη να γκρεμίζει τους νεοφιλελεύθερους μύθους στις ΗΠΑ, με πρωταγωνιστή τον Μπέρνι Σάντερς. Και ένας στρατός προοδευτικών πολιτικών 'απειλεί' να καταλάβει το Δημοκρατικό κόμμα. Αλλά και στη Μεγάλη Βρετανία, η αληθινή Αριστερά κατέλαβε ουσιαστικά την ηγεσία του Εργατικού κόμματος με τον Τζέρεμι Κόρμπιν.
Ωστόσο, ίσως το πιο σημαντικό απ'όλα, είναι το γεγονός ότι αρκετοί προοδευτικοί στις ΗΠΑ απέδειξαν ότι δεν χρειάζεται κανείς τα χρήματα των ισχυρών λόμπι για να εκλεγεί. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Αλεξάντρια Οκάσιο - Κορτές (Alexandria Ocasio-Cortez), που πέρυσι κατάφερε να επικρατήσει του αντιπάλου της Τζο Κρόουλι (Joe Crowley), στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών της Νέας Υόρκης, προκαλώντας πολιτικό σεισμό και σκορπώντας τον πανικό στο Αμερικανικό κατεστημένο.
Όλα λοιπόν δείχνουν ότι τώρα είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να δράσει αποφασιστικά η αληθινή Αριστερά στη Βρετανία. Αν η πτέρυγα των πιστών στην καταστροφική κληρονομιά του Τόνι Μπλερ επικρατήσει μέσα στο Εργατικό κόμμα και ωθήσει τον Κόρμπιν να υποταχθεί στη θέληση του νεοφιλελεύθερου κατεστημένου, οι συνέπειες θα είναι ανυπολόγιστες. Το κόμμα θα υποστεί μια ανεπανόρθωτη ζημιά αξιοπιστίας στα μάτια των Βρετανών πολιτών και οι συντηρητικοί θα προβάλουν ως η μοναδική κεντρική πολιτική δύναμη που είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει την εντολή του Βρετανικού λαού.
Ωστόσο, με τους συντηρητικούς στην εξουσία, ακόμα και μετά από ένα οριστικό Brexit, δεν θα αλλάξουν πολλά για τον Βρετανικό λαό. Και αυτό γιατί, όπως είδαμε, η συντηρητική δεξιά έχει καταληφθεί εξολοκλήρου από το νεοφιλελεύθερο δόγμα, ήδη από τις δεκαετίες του 70 και του 80, στις πατρίδες του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία. Οι συντηρητικοί δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν, εκτός από τις τυπικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση στα κράτη-μέλη. Αυτές οι πολιτικές είναι το μόνο που ξέρουν και είναι απόλυτα αφοσιωμένοι στην προσπάθεια πλήρους εφαρμογής τους.
Αντίθετα, μια κυβέρνηση των Εργατικών υπό την ηγεσία του Τζέρεμι Κόρμπιν μετά από ένα Brexit, θα είναι πολύ πιο ευέλικτη στο να εφαρμόσει προοδευτικές πολιτικές προς όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας των Βρετανών πολιτών. Φυσικά, με τη σημερινή δομή εξουσίας και τις ελίτ σε πλεονεκτική θέση - μετά από δεκαετίες συστηματικής εξόντωσης της ισχύος των κρατικών θεσμών - δεν θα είναι παιχνιδάκι. Ωστόσο, χωρίς τη σκληρή επιτήρηση του Ευρωπαϊκού νεοφιλελεύθερου ιερατείου, θα είναι σίγουρα πιο εύκολο.
Άρα, ήρθε η ώρα για τον Κόρμπιν να δείξει περισσότερη αποφασιστικότητα. Τώρα που οι καπιταλιστικές φράξιες βρίσκονται σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου, πρέπει να εκμεταλλευτεί την περίσταση και να πάρει την εξουσία. Και σαν αληθινός Αριστερός, θα πρέπει να σεβαστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Και θα πρέπει να καταστήσει σαφές, ότι θα κάνει ότι είναι δυνατό για να οδηγήσει τη Μεγάλη Βρετανία μακριά από τον νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτισμό της Ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια