Ενώ οι περισσότερες ηλικιωμένες γυναίκες δεν χρειάζεται να υποβάλλονται σε μαστογραφικό έλεγχο για καρκίνο του μαστού νωρίτερα από την τριετία, εκείνες με πυκνούς μαστούς ίσως θα πρέπει να κάνουν μαστογραφία κάθε χρόνο, αποφαίνονται αμερικανοί ερευνητές μετά από μελέτη που έκαναν και η οποία δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Annals of Internal Medicine.
Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν στο Μάντισον, με επικεφαλής την Δρ Έιμι Τρενθαμ-Ντιτζ, παρατήρησαν ότι στην ηλικιακή ομάδα των 50-74 ετών χωρίς υψηλό κίνδυνο καρκίνου του μαστού ή με πυκνό μαστικό ιστό δεν υπάρχει αύξηση θανάτων λόγω καρκίνου μαστού αν η μαστογραφία γινόταν ανά τριετία και όχι ανά διετία.
Όμως, στην περίπτωση των γυναικών με πυκνούς μαστούς και υψηλό κίνδυνο καρκίνου του μαστού, η ετήσια μαστογραφία σχετίστηκε με λιγότερους θανάτους λόγω καρκίνου του μαστού, αντί του ελέγχου ανά διετία.
«Οι γυναίκες χαμηλού κινδύνου και με μικρή μαστική πυκνότητα ενδεχομένως να αποκομίσουν ελάχιστο όφελος από τον ετήσιο και διετή μαστογραφικό έλεγχο, ενώ όσες έχουν πυκνούς μαστούς και υψηλό κίνδυνο καρκίνου μαστού έχουν επιπλέον όφελος από τον ετήσιο έναντι του διετούς μαστογραφικού ελέγχου» εξηγεί η ερευνήτρια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι επικρατεί επιστημονική διχογνωμία σχετικά με τη συχνότητα του μαστογραφικού ελέγχου στις γυναίκες που δεν έχουν ενοχλήσεις στους μαστούς τους. Αν και η μαστογραφία αποδεδειγμένα σώζει ζωές, αρκετές φορές υποβάλλει την γυναίκα σε μια ανώφελη διαδικασία χωρίς τον εντοπισμό όγκων ή μείωση του κινδύνου θανάτου από καρκίνο.
Το 2015 η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία άλλαξε τις κατευθυντήριες οδηγίες για να ενθαρρύνει τον ετήσιο μαστογραφικό έλεγχο στα 45 έτη αντί των 40 και την διενέργειά του ανά διετία μετά την ηλικία των 55 ετών.
Παγκοσμίως, ο καρκίνος του μαστού αποτελεί την συχνότερη κακοήθεια στις γυναίκες, καθώς μια στις εννέα τελικά θα εκδηλώσει τη νόσο. Ο κίνδυνος αυξάνει με την ηλικία και την ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού.
Συνήθως, αν υπάρχει ύποπτο εύρημα στη μαστογραφία η γυναίκα παραπέμπεται σε περαιτέρω απεικονιστικό έλεγχο για να αποκλειστεί ο καρκίνος, ακολουθεί βιοψία όταν κρίνεται αναγκαία και όταν τελικά δεν εντοπιστεί καρκίνος, το αποτέλεσμα της αρχικής μαστογραφίας χαρακτηρίζεται «ψευδώς θετικό».
Η Δρ Τρενθαμ-Ντιτζ υπολόγισαν τις πιθανότητες ψευδώς θετικών μαστογραφιών, βιοψιών χωρίς εύρεση καρκίνου και θανάτων βάσει ηλικίας, παραγόντων κινδύνου για καρκίνο και μαστικής πυκνότητας.
Συγκριτικά με τον διετή έλεγχο, η μαστογραφία ανά τριετία μείωνε τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα, τις βιοψίες και την υπερδιάγνωση, χωρίς όμως μεγαλη επίδραση στον αριθμό των καρκινικών θανάτων στην πλειοψηφία των γυναικών με χαμηλή μαστική πυκνότητα και ενδιάμεσο κίνδυνο καρκίνου.
Όμως, όταν οι γυναίκες είχαν υψηλό κίνδυνο καρκίνου μαστού, ο ετήσιος έλεγχος ήταν καλύτερος ανεξαρτήτως μαστικής πυκνότητας.
Μαίρη Μπιμπή
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν στο Μάντισον, με επικεφαλής την Δρ Έιμι Τρενθαμ-Ντιτζ, παρατήρησαν ότι στην ηλικιακή ομάδα των 50-74 ετών χωρίς υψηλό κίνδυνο καρκίνου του μαστού ή με πυκνό μαστικό ιστό δεν υπάρχει αύξηση θανάτων λόγω καρκίνου μαστού αν η μαστογραφία γινόταν ανά τριετία και όχι ανά διετία.
Όμως, στην περίπτωση των γυναικών με πυκνούς μαστούς και υψηλό κίνδυνο καρκίνου του μαστού, η ετήσια μαστογραφία σχετίστηκε με λιγότερους θανάτους λόγω καρκίνου του μαστού, αντί του ελέγχου ανά διετία.
«Οι γυναίκες χαμηλού κινδύνου και με μικρή μαστική πυκνότητα ενδεχομένως να αποκομίσουν ελάχιστο όφελος από τον ετήσιο και διετή μαστογραφικό έλεγχο, ενώ όσες έχουν πυκνούς μαστούς και υψηλό κίνδυνο καρκίνου μαστού έχουν επιπλέον όφελος από τον ετήσιο έναντι του διετούς μαστογραφικού ελέγχου» εξηγεί η ερευνήτρια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι επικρατεί επιστημονική διχογνωμία σχετικά με τη συχνότητα του μαστογραφικού ελέγχου στις γυναίκες που δεν έχουν ενοχλήσεις στους μαστούς τους. Αν και η μαστογραφία αποδεδειγμένα σώζει ζωές, αρκετές φορές υποβάλλει την γυναίκα σε μια ανώφελη διαδικασία χωρίς τον εντοπισμό όγκων ή μείωση του κινδύνου θανάτου από καρκίνο.
Το 2015 η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία άλλαξε τις κατευθυντήριες οδηγίες για να ενθαρρύνει τον ετήσιο μαστογραφικό έλεγχο στα 45 έτη αντί των 40 και την διενέργειά του ανά διετία μετά την ηλικία των 55 ετών.
Παγκοσμίως, ο καρκίνος του μαστού αποτελεί την συχνότερη κακοήθεια στις γυναίκες, καθώς μια στις εννέα τελικά θα εκδηλώσει τη νόσο. Ο κίνδυνος αυξάνει με την ηλικία και την ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού.
Συνήθως, αν υπάρχει ύποπτο εύρημα στη μαστογραφία η γυναίκα παραπέμπεται σε περαιτέρω απεικονιστικό έλεγχο για να αποκλειστεί ο καρκίνος, ακολουθεί βιοψία όταν κρίνεται αναγκαία και όταν τελικά δεν εντοπιστεί καρκίνος, το αποτέλεσμα της αρχικής μαστογραφίας χαρακτηρίζεται «ψευδώς θετικό».
Η Δρ Τρενθαμ-Ντιτζ υπολόγισαν τις πιθανότητες ψευδώς θετικών μαστογραφιών, βιοψιών χωρίς εύρεση καρκίνου και θανάτων βάσει ηλικίας, παραγόντων κινδύνου για καρκίνο και μαστικής πυκνότητας.
Συγκριτικά με τον διετή έλεγχο, η μαστογραφία ανά τριετία μείωνε τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα, τις βιοψίες και την υπερδιάγνωση, χωρίς όμως μεγαλη επίδραση στον αριθμό των καρκινικών θανάτων στην πλειοψηφία των γυναικών με χαμηλή μαστική πυκνότητα και ενδιάμεσο κίνδυνο καρκίνου.
Όμως, όταν οι γυναίκες είχαν υψηλό κίνδυνο καρκίνου μαστού, ο ετήσιος έλεγχος ήταν καλύτερος ανεξαρτήτως μαστικής πυκνότητας.
Μαίρη Μπιμπή
Πηγή: health.in.gr
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια