Γράφει ο Γιώργος Ρωμανιάς
Στην τηλεοπτική εκπομπή του Γ. Παπαδάκη της 20.4.2016 «ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΕΛΛΑΔΑ», ο Γ. Κατρούγκαλος, μιλώντας από το Άμστερνταμ όπου μετείχε σε σύνοδο των Υπουργών Εργασίας της ΕΕ, απάντησε ότι δίνει ολόκληρη την Εθνική Σύνταξη στους έχοντες λίγα χρόνια ασφάλισης (15 – 25) και «τα παίρνει» από τους «μαντηλάκηδες»,
δηλαδή από αυτούς που φοράνε γραβάτα και φέρουν μαντηλάκι στο πέτο του σακακιού τους, τους οποίους θεωρεί ως προνομιούχους επειδή έχουν πολλά χρόνια ασφάλισης και έχουν καταβάλλει αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές, ώστε να δικαιούνται υψηλότερες συντάξεις.
Με την άποψή του αυτή ο Υπουργός ομολογεί ότι αναθέτει στους έχοντες πολλά χρόνια ασφάλισης και έχοντες καταβάλλει πολλαπλάσιες ασφαλιστικές εισφορές, την άσκηση της κοινωνικής πολιτικής του Κράτους.
Όμως, στην κοινωνική ασφάλιση, ο πράγματι υπαρκτός αναδιανεμητικός της ρόλος εξαντλείται στη θέσπιση ενός ανωτάτου ορίου (με την παράλληλη θέσπιση και ενός αντίστοιχου κατωτάτου ορίου) στη λήψη των συνταξιοδοτικών παροχών κι αυτό γίνεται με το νομοσχέδιο Κατρούγκαλου . Ο αναδιανεμητικός ρόλος στην κοινωνική ασφάλιση δεν επεκτείνεται στην άσκηση γενικότερης κοινωνικής πολιτικής και συνεπώς, οι κατά Κατρούγκαλο «μαντηλάκηδες» δεν είναι επιτρεπτό να επιβαρύνονται με την υποχρέωση άσκησης της κοινωνικής πολιτικής.
Η άσκηση κοινωνικής πολιτικής ανήκει στο κράτος, δηλαδή σ’ ‘όλες τις κοινωνικές ομάδες, στο σύνολο της κοινωνίας κι όχι σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα εν προκειμένω στους «μαντηλάκηδες».
Συνεπώς, ανεπιτρέπτως ο Υπουργός δηλώνει ότι «τα παίρνει από τους μαντηλάκηδες και τα δίνει στους αδύναμους».
Ασφαλώς, οφείλει να τα δώσει στους αδύναμους, αλλά δεν δικαιούται να τα παίρνει από τους μαντηλάκηδες (οι οποίοι έχουν ήδη δώσει μέσω του περιορισμού των δικαιωμάτων τους, της σύνταξής τους, λόγω του ανωτάτου ορίου).
Αλλά και οι αδύναμοι τα έχουν ήδη πάρει μέσω της θέσπισης του κατωτάτου ορίου (κι εδώ ανακύπτει ζήτημα σύγχυσης στις πρακτικές του Υπουργείου, που έχει ήδη μειώσει το κατώτατο όριο).
Τα όρια του αναδιανεμητικού ρόλου της κοινωνικής ασφάλισης
Παρατηρείται, πλέον, το παράδοξο: από τη μια ο Υπουργός μειώνει το κατώτατο όριο (άρα τις δικές του υποχρεώσεις) και στη συνέχεια έρχεται και μεταθέτει τα δικά του βάρη για την ενίσχυση των αδύναμων στις πλάτες των περισσότερο παραγωγικών κοινωνικών στρωμάτων.
Πρέπει να καταστεί σαφές ότι ο αναδιανεμητικός ρόλος της κοινωνικής ασφάλισης εξαντλείται στη θέσπιση τόσο του ανωτάτου ορίου σύνταξης (που περιορίζει το αντίστοιχο ύψος του δικαιώματος) όσο και του κατωτάτου ορίου σύνταξης (που βελτιώνει το αντίστοιχο δικαίωμα των πλέον αδύναμων).
Και οι 2 αυτές αρχές της κοινωνικής ασφάλισης εντάσσονται μέσα στα πλαίσια της γενικότερης αρχής που προβλέπεται από τη ΔΣΕ 102 σύμφωνα με την οποία η κοινωνική ασφάλιση οφείλει να διασφαλίζει ένα ευπρεπές (αξιοπρεπές) επίπεδο διαβίωσης στο συνταξιούχο όσο το δυνατόν εγγύτερο προς το επιπέδου διαβίωσης που είχε όταν ήταν εργαζόμενος όταν δηλαδή λειτουργούσε μέσα στην παραγωγική διαδικασία.
Πέραν των ανωτέρω, η τακτική να τα παίρνεις από τους μαντηλάκηδες έχει και πολύ αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις στα ασφαλιστικά ταμεία, αφού λειτουργεί ως αντικίνητρο ασφάλισης: όταν γνωρίζω ότι η σύνταξή μου θα παραμείνει στο ίδιο ύψος ασχέτως των ετών ασφάλισής μου και του ποσού των ασφαλιστικών εισφορών που έχω καταβάλλει, τότε θα επιδιώξω να διακόψω την ασφάλισή μου και την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών
Συμπέρασμα: στην κοινωνική ασφάλιση οι αποφάσεις και οι κατά περίπτωση λύσεις πρέπει να είναι συμβατές μεταξύ τους ώστε η συσχέτιση και η σύνδεσή τους να οδηγεί στη σωστή σύνθεση των νομοθετικών επιλογών και όχι η μία επιλογή και απόφαση να γρονθοκοπείται με την άλλη.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Στην τηλεοπτική εκπομπή του Γ. Παπαδάκη της 20.4.2016 «ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΕΛΛΑΔΑ», ο Γ. Κατρούγκαλος, μιλώντας από το Άμστερνταμ όπου μετείχε σε σύνοδο των Υπουργών Εργασίας της ΕΕ, απάντησε ότι δίνει ολόκληρη την Εθνική Σύνταξη στους έχοντες λίγα χρόνια ασφάλισης (15 – 25) και «τα παίρνει» από τους «μαντηλάκηδες»,
δηλαδή από αυτούς που φοράνε γραβάτα και φέρουν μαντηλάκι στο πέτο του σακακιού τους, τους οποίους θεωρεί ως προνομιούχους επειδή έχουν πολλά χρόνια ασφάλισης και έχουν καταβάλλει αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές, ώστε να δικαιούνται υψηλότερες συντάξεις.
Με την άποψή του αυτή ο Υπουργός ομολογεί ότι αναθέτει στους έχοντες πολλά χρόνια ασφάλισης και έχοντες καταβάλλει πολλαπλάσιες ασφαλιστικές εισφορές, την άσκηση της κοινωνικής πολιτικής του Κράτους.
Όμως, στην κοινωνική ασφάλιση, ο πράγματι υπαρκτός αναδιανεμητικός της ρόλος εξαντλείται στη θέσπιση ενός ανωτάτου ορίου (με την παράλληλη θέσπιση και ενός αντίστοιχου κατωτάτου ορίου) στη λήψη των συνταξιοδοτικών παροχών κι αυτό γίνεται με το νομοσχέδιο Κατρούγκαλου . Ο αναδιανεμητικός ρόλος στην κοινωνική ασφάλιση δεν επεκτείνεται στην άσκηση γενικότερης κοινωνικής πολιτικής και συνεπώς, οι κατά Κατρούγκαλο «μαντηλάκηδες» δεν είναι επιτρεπτό να επιβαρύνονται με την υποχρέωση άσκησης της κοινωνικής πολιτικής.
Η άσκηση κοινωνικής πολιτικής ανήκει στο κράτος, δηλαδή σ’ ‘όλες τις κοινωνικές ομάδες, στο σύνολο της κοινωνίας κι όχι σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα εν προκειμένω στους «μαντηλάκηδες».
Συνεπώς, ανεπιτρέπτως ο Υπουργός δηλώνει ότι «τα παίρνει από τους μαντηλάκηδες και τα δίνει στους αδύναμους».
Ασφαλώς, οφείλει να τα δώσει στους αδύναμους, αλλά δεν δικαιούται να τα παίρνει από τους μαντηλάκηδες (οι οποίοι έχουν ήδη δώσει μέσω του περιορισμού των δικαιωμάτων τους, της σύνταξής τους, λόγω του ανωτάτου ορίου).
Αλλά και οι αδύναμοι τα έχουν ήδη πάρει μέσω της θέσπισης του κατωτάτου ορίου (κι εδώ ανακύπτει ζήτημα σύγχυσης στις πρακτικές του Υπουργείου, που έχει ήδη μειώσει το κατώτατο όριο).
Τα όρια του αναδιανεμητικού ρόλου της κοινωνικής ασφάλισης
Παρατηρείται, πλέον, το παράδοξο: από τη μια ο Υπουργός μειώνει το κατώτατο όριο (άρα τις δικές του υποχρεώσεις) και στη συνέχεια έρχεται και μεταθέτει τα δικά του βάρη για την ενίσχυση των αδύναμων στις πλάτες των περισσότερο παραγωγικών κοινωνικών στρωμάτων.
Πρέπει να καταστεί σαφές ότι ο αναδιανεμητικός ρόλος της κοινωνικής ασφάλισης εξαντλείται στη θέσπιση τόσο του ανωτάτου ορίου σύνταξης (που περιορίζει το αντίστοιχο ύψος του δικαιώματος) όσο και του κατωτάτου ορίου σύνταξης (που βελτιώνει το αντίστοιχο δικαίωμα των πλέον αδύναμων).
Και οι 2 αυτές αρχές της κοινωνικής ασφάλισης εντάσσονται μέσα στα πλαίσια της γενικότερης αρχής που προβλέπεται από τη ΔΣΕ 102 σύμφωνα με την οποία η κοινωνική ασφάλιση οφείλει να διασφαλίζει ένα ευπρεπές (αξιοπρεπές) επίπεδο διαβίωσης στο συνταξιούχο όσο το δυνατόν εγγύτερο προς το επιπέδου διαβίωσης που είχε όταν ήταν εργαζόμενος όταν δηλαδή λειτουργούσε μέσα στην παραγωγική διαδικασία.
Πέραν των ανωτέρω, η τακτική να τα παίρνεις από τους μαντηλάκηδες έχει και πολύ αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις στα ασφαλιστικά ταμεία, αφού λειτουργεί ως αντικίνητρο ασφάλισης: όταν γνωρίζω ότι η σύνταξή μου θα παραμείνει στο ίδιο ύψος ασχέτως των ετών ασφάλισής μου και του ποσού των ασφαλιστικών εισφορών που έχω καταβάλλει, τότε θα επιδιώξω να διακόψω την ασφάλισή μου και την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών
Συμπέρασμα: στην κοινωνική ασφάλιση οι αποφάσεις και οι κατά περίπτωση λύσεις πρέπει να είναι συμβατές μεταξύ τους ώστε η συσχέτιση και η σύνδεσή τους να οδηγεί στη σωστή σύνθεση των νομοθετικών επιλογών και όχι η μία επιλογή και απόφαση να γρονθοκοπείται με την άλλη.
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια