Το ερώτημα διατυπώνει -σε συνέχεια των γνωστών επίσημων άγγλο- αμερικανικών δηλώσεων, ο Αμερικανός δεξιός συντηρητικός σχολιαστής Τζάστιν Ραϊμόντο, στο τίτλο σχολίου του στο οποίο καταλήγει με εκρηκτικό υπαινιγμό.
Το στοιχείο «οξύτητας» του σχολίου επαυξάνεται με τη (χρονική) συνδρομή άρθρου πρώην πράκτορα αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας, του Τόνυ Καρταλούτσι, που γράφει ότι λύθηκε το μυστήριο των χιλιάδων ημιφορτηγών Τογιότα, που εξασφάλισαν ταχύτατη μηχανοκίνηση στο στρατό των αποκεφαλιστών τζιχαντιστών της Συρίας και του Ιράκ: Οι κυβερνήσεις Ουάσιγκτων και Λονδίνου παραδέχονται πως τα προμήθευσαν και οι μυστικές υπηρεσίες τους ότι τα πέρασαν από τα τουρκικά σύνορα, παρακάμπτοντας συνοριακούς ελέγχους…
Απόδοση Μετάφραση Μιχ. Στυλιανού
O Τζάστιν Ραϊμόντο εισαγωγικά επισημαίνει ότι, από την επομένη του πολύνεκρου δυστυχήματος, επίσημοι Βρετανοί και Αμερικανοί εκπρόσωποι προέτρεξαν στην προβολή εξηγήσεων προπαγανδιστικής υφής σε βάρος της Ρωσίας. Στην αρχή απέδωσαν την πολύνεκρη τραγωδία σε μηχανική βλάβη και στις αφερέγγυες ρωσικές αεροπορικές εταιρείες. Το ενδεχόμενο ενοχής τζιχαντιστών τρομοκρατών χαρακτηριζόταν «απίθανο» και από τον ίδιο τον Διευθυντή των Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών Τζέιμς Κλάπερ.
Με την πρόοδο της εβδομάδας το τροπάριο άλλαξε και πρώτα ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών, στη συνέχεια η Ουάσιγκτων «βάσει αναλύσεων των μυστικών υπηρεσιών» και τελικά ο πρόεδρος Ομπάμα, ανακοίνωναν πως πιθανότερη αιτία ήταν η έκρηξη βόμβας τοποθετημένης στο αεροσκάφος από τρομοκράτες του «Ισλαμικού Κράτους».
Το συμπέρασμα των μυστικών υπηρεσιών βασιζόταν σε «συνακροάσεις» εσωτερικών τηλεπικοινωνιών του «Ισλαμικού Κράτους» που περιείχαν στοιχεία ότι δεν επρόκειτο για δυστύχημα αλλά για τρομοκρατική ενέργεια.
Και ο Τζέιμς Ραϊμόντο συνεχίζει επισημαίνοντας τα περίεργα και τα ύποπτα:
«Αυτές τις συνακροάσεις θα πρέπει να τις είχαν οι κυβερνήσεις ΗΠΑ και Βρετανίας από νωρίς, ωστόσο οι ίδιοι αξιωματούχοι, όπως ο Κλάπερ, εδήλωναν πως δεν υπάρχουν «ευθέα στοιχεία» για τρομοκρατική ανάμειξη. Γιατί αυτό; Και επιπλέον: γιατί αυτή η γενική απροθυμία των Δυτικών κυβερνήσεων και των ΜΜΕ να πηδήξουν στο συνηθισμένο τους συμπέρασμα, με οποιοδήποτε αεροπορικό δυστύχημα, να το αποδώσουν στη τρομοκρατία;
Η απάντηση είναι απλή: δεν ήθελαν να προκαλέσουν οποιαδήποτε συμπάθεια για τους Ρώσους. Η Ρωσία, όπως ξέρουμε όλοι, είναι ο Εχθρός – θεωρείται σε ορισμένους κύκλους ως χειρότερος από τους τζιχαντιστές. Υπάρχει μάλιστα ένα ολόκληρο τμήμα διαμορφωτών κοινής γνώμης αφοσιωμένων στη θέση πως πρέπει να βοηθήσουμε τους Ισλαμιστές παράφρονες στη Συρία, συμπεριλαμβανομένου του παρακλαδιού της Αλ Κάϊντα, του λεγόμενου Αλ Νούσρα, προκειμένου να σταματήσει τον κακοποιό Πούτιν να επεκτείνει την ρωσική επιρροή στην περιοχή.
Υπό ευρύτερη έννοια, η απροθυμία να αναγνωρισθεί το γεγονός ως τρομοκρατική ενέργεια εκπηγάζει από την άρνηση παραδοχής της υπαρκτής σύμπτωσης συμφερόντων Ρωσίας του Πούτιν και Δύσης. Η κατάρριψη του Μπόινγκ αποτελεί την τελευταία από τις θηριωδίες που διέπραξαν οι αποκεφαλιστές εναντίον του ρωσικού λαού. Που περιλαμβάνουν, εκτός από τη σφαγή στο σχολείο του Μπεσλάν, όπου περισσότερα από 700 παιδιά πιάστηκαν όμηροι από Τσετσένους ισλαμιστές, και τις ανατινάξεις των πέντε πολυκατοικιών στη Μόσχα το 1999.
Η έκταση της Δυτικής εχθρότητας κατά της Ρωσίας, και της άρνησης να παραδεχθούν ότι η Ρωσία αποτέλεσε μείζονα στόχο τρομοκρατίας, καταδείχθηκε από την επονείδιστη προπαγάνδα, που προωθήθηκε από τον -νεκρό πλέον- Αλεξάντερ Λιτβινένκο και υιοθετήθηκε από τον γερουσιαστή Μακέϊν, που ισχυρίζονταν πως οι βομβιστικές επιθέσεις ήταν «εσωτερική δουλειά», που εκτελέστηκε από τη ρωσική μυστική υπηρεσία FSB.
Επρόκειτο εδώ για μια εκδοχή, που αν διατυπωνόταν στις ΗΠΑ για την πτώση των Πύργων της Ν. Υόρκης, θα παραμεριζόταν ως παρανοϊκή. Όταν όμως πρόκειται για τη Ρωσία δεν είναι μόνο επιτρεπόμενη, είναι η πρώτη επιλογή. Ένα διαβόητο παράδειγμα μισθοφόρου Ρωσοφοβίας ο Μάϊκλ Βάϊς, πριν την πτώση του ρωσικού αεροπλάνου , μας πληροφορούσε ότι «ο Πούτιν στέλνει τζιχαντιστές στο Ισλαμικό Κράτος»…
Αυτή η μακάβρια απροθυμία για έκφραση συμπάθειας ή αισθήματος αλληλεγγύης προς τον ρωσικό λαό θα έπρεπε να μας φωτίσει για κάτι που ξέραμε πάντοτε: πως η όλη ιστορία του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» είναι ένα κάλπικο δολάριο. Εάν οι αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης νοιάζονταν πραγματικά για την απειλή τρομοκρατικής βίας εναντίον αθώων ανθρώπων, θα συνεργάζονταν με τη Ρωσία για να ξεριζώσουν την απειλή. Ότι αυτό δεν συμβαίνει στη Συρία ή οπουδήποτε αλλού, είναι φανερό σε όλους. Για να μην αναφέρουμε τις ερωτοτροπίες με Τσετσένους τρομοκράτες, που τους ενθαρρύνουν απροκάλυπτα να συνεχίσουν τον πόλεμό τους κατά της Ρωσίας του Πούτιν.
Ο δικός μας «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» είναι απλώς ένα πρόσχημα για την κατασκόπευση του αμερικανικού λαού και του υπόλοιπου κόσμου και για το τσιμέντωμα της εξουσίας του κράτους στο εσωτερικό μέτωπο, για να μην αναφέρουμε την παραπέρα πάχυνση ενός ήδη παχύσαρκου προϋπολογισμού.
Με την καθυστερημένη ανακάλυψη ότι η πτώση του ρωσικού επιβατηγού αεροπλάνου είναι έργο τρομοκρατών, αρχίζουμε να ακούμε ότι πρόκειται για ένα τρομακτικό πλήγμα κατά του κύρους του Πούτιν στη χώρα του –κάτι που κανείς δεν θα τολμούσε να εκστομίσει για το «κύρος» του Ομπάμα ή του Κάμερον, αν το Μπόινγκ ήταν αμερικανικό ή βρετανικό επιβατηγό αεροπλάνο. Λένε πως είναι ένα μπούμερανγκ από τη δράση της Ρωσίας στη Συρία, σαφώς υπονοώντας ότι της άξιζε.
Και όμως, σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους και τους συνήθεις ύποπτους, οι Ρώσοι δεν χτυπούν τόσο τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους όσο εξολοθρεύουν τους «μετριοπαθείς» ισλαμιστές αποκεφαλιστές, τους «Σύρους αντάρτες», όπως είναι γνωστοί –οι οποίοι χρηματοδοτούνται, εξοπλίζονται και ενθαρρύνονται από τη Δύση.
Εάν αυτό αληθεύει –καταλήγει, με φιτίλι δυναμίτη, ο Τζάστιν Ραϊμόντο- για ποιου είδους μπούμερανγκ μιλάμε, από πού δηλαδή έρχεται αυτό; Με κάτι τέτοιο σαν δεδομένο, δεν είναι απολύτως δυνατό το ρωσικό επιβατηγό αεροπλάνο να ανατινάχθηκε από βοηθούμενους από τις ΗΠΑ «μετριοπαθείς», που μετριοπαθώς αποφάσισαν να στραφούν εναντίον του Πούτιν;»
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
Το στοιχείο «οξύτητας» του σχολίου επαυξάνεται με τη (χρονική) συνδρομή άρθρου πρώην πράκτορα αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας, του Τόνυ Καρταλούτσι, που γράφει ότι λύθηκε το μυστήριο των χιλιάδων ημιφορτηγών Τογιότα, που εξασφάλισαν ταχύτατη μηχανοκίνηση στο στρατό των αποκεφαλιστών τζιχαντιστών της Συρίας και του Ιράκ: Οι κυβερνήσεις Ουάσιγκτων και Λονδίνου παραδέχονται πως τα προμήθευσαν και οι μυστικές υπηρεσίες τους ότι τα πέρασαν από τα τουρκικά σύνορα, παρακάμπτοντας συνοριακούς ελέγχους…
Απόδοση Μετάφραση Μιχ. Στυλιανού
O Τζάστιν Ραϊμόντο εισαγωγικά επισημαίνει ότι, από την επομένη του πολύνεκρου δυστυχήματος, επίσημοι Βρετανοί και Αμερικανοί εκπρόσωποι προέτρεξαν στην προβολή εξηγήσεων προπαγανδιστικής υφής σε βάρος της Ρωσίας. Στην αρχή απέδωσαν την πολύνεκρη τραγωδία σε μηχανική βλάβη και στις αφερέγγυες ρωσικές αεροπορικές εταιρείες. Το ενδεχόμενο ενοχής τζιχαντιστών τρομοκρατών χαρακτηριζόταν «απίθανο» και από τον ίδιο τον Διευθυντή των Εθνικών Υπηρεσιών Πληροφοριών Τζέιμς Κλάπερ.
Με την πρόοδο της εβδομάδας το τροπάριο άλλαξε και πρώτα ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών, στη συνέχεια η Ουάσιγκτων «βάσει αναλύσεων των μυστικών υπηρεσιών» και τελικά ο πρόεδρος Ομπάμα, ανακοίνωναν πως πιθανότερη αιτία ήταν η έκρηξη βόμβας τοποθετημένης στο αεροσκάφος από τρομοκράτες του «Ισλαμικού Κράτους».
Το συμπέρασμα των μυστικών υπηρεσιών βασιζόταν σε «συνακροάσεις» εσωτερικών τηλεπικοινωνιών του «Ισλαμικού Κράτους» που περιείχαν στοιχεία ότι δεν επρόκειτο για δυστύχημα αλλά για τρομοκρατική ενέργεια.
Και ο Τζέιμς Ραϊμόντο συνεχίζει επισημαίνοντας τα περίεργα και τα ύποπτα:
«Αυτές τις συνακροάσεις θα πρέπει να τις είχαν οι κυβερνήσεις ΗΠΑ και Βρετανίας από νωρίς, ωστόσο οι ίδιοι αξιωματούχοι, όπως ο Κλάπερ, εδήλωναν πως δεν υπάρχουν «ευθέα στοιχεία» για τρομοκρατική ανάμειξη. Γιατί αυτό; Και επιπλέον: γιατί αυτή η γενική απροθυμία των Δυτικών κυβερνήσεων και των ΜΜΕ να πηδήξουν στο συνηθισμένο τους συμπέρασμα, με οποιοδήποτε αεροπορικό δυστύχημα, να το αποδώσουν στη τρομοκρατία;
Η απάντηση είναι απλή: δεν ήθελαν να προκαλέσουν οποιαδήποτε συμπάθεια για τους Ρώσους. Η Ρωσία, όπως ξέρουμε όλοι, είναι ο Εχθρός – θεωρείται σε ορισμένους κύκλους ως χειρότερος από τους τζιχαντιστές. Υπάρχει μάλιστα ένα ολόκληρο τμήμα διαμορφωτών κοινής γνώμης αφοσιωμένων στη θέση πως πρέπει να βοηθήσουμε τους Ισλαμιστές παράφρονες στη Συρία, συμπεριλαμβανομένου του παρακλαδιού της Αλ Κάϊντα, του λεγόμενου Αλ Νούσρα, προκειμένου να σταματήσει τον κακοποιό Πούτιν να επεκτείνει την ρωσική επιρροή στην περιοχή.
Υπό ευρύτερη έννοια, η απροθυμία να αναγνωρισθεί το γεγονός ως τρομοκρατική ενέργεια εκπηγάζει από την άρνηση παραδοχής της υπαρκτής σύμπτωσης συμφερόντων Ρωσίας του Πούτιν και Δύσης. Η κατάρριψη του Μπόινγκ αποτελεί την τελευταία από τις θηριωδίες που διέπραξαν οι αποκεφαλιστές εναντίον του ρωσικού λαού. Που περιλαμβάνουν, εκτός από τη σφαγή στο σχολείο του Μπεσλάν, όπου περισσότερα από 700 παιδιά πιάστηκαν όμηροι από Τσετσένους ισλαμιστές, και τις ανατινάξεις των πέντε πολυκατοικιών στη Μόσχα το 1999.
Η έκταση της Δυτικής εχθρότητας κατά της Ρωσίας, και της άρνησης να παραδεχθούν ότι η Ρωσία αποτέλεσε μείζονα στόχο τρομοκρατίας, καταδείχθηκε από την επονείδιστη προπαγάνδα, που προωθήθηκε από τον -νεκρό πλέον- Αλεξάντερ Λιτβινένκο και υιοθετήθηκε από τον γερουσιαστή Μακέϊν, που ισχυρίζονταν πως οι βομβιστικές επιθέσεις ήταν «εσωτερική δουλειά», που εκτελέστηκε από τη ρωσική μυστική υπηρεσία FSB.
Επρόκειτο εδώ για μια εκδοχή, που αν διατυπωνόταν στις ΗΠΑ για την πτώση των Πύργων της Ν. Υόρκης, θα παραμεριζόταν ως παρανοϊκή. Όταν όμως πρόκειται για τη Ρωσία δεν είναι μόνο επιτρεπόμενη, είναι η πρώτη επιλογή. Ένα διαβόητο παράδειγμα μισθοφόρου Ρωσοφοβίας ο Μάϊκλ Βάϊς, πριν την πτώση του ρωσικού αεροπλάνου , μας πληροφορούσε ότι «ο Πούτιν στέλνει τζιχαντιστές στο Ισλαμικό Κράτος»…
Αυτή η μακάβρια απροθυμία για έκφραση συμπάθειας ή αισθήματος αλληλεγγύης προς τον ρωσικό λαό θα έπρεπε να μας φωτίσει για κάτι που ξέραμε πάντοτε: πως η όλη ιστορία του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» είναι ένα κάλπικο δολάριο. Εάν οι αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης νοιάζονταν πραγματικά για την απειλή τρομοκρατικής βίας εναντίον αθώων ανθρώπων, θα συνεργάζονταν με τη Ρωσία για να ξεριζώσουν την απειλή. Ότι αυτό δεν συμβαίνει στη Συρία ή οπουδήποτε αλλού, είναι φανερό σε όλους. Για να μην αναφέρουμε τις ερωτοτροπίες με Τσετσένους τρομοκράτες, που τους ενθαρρύνουν απροκάλυπτα να συνεχίσουν τον πόλεμό τους κατά της Ρωσίας του Πούτιν.
Ο δικός μας «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» είναι απλώς ένα πρόσχημα για την κατασκόπευση του αμερικανικού λαού και του υπόλοιπου κόσμου και για το τσιμέντωμα της εξουσίας του κράτους στο εσωτερικό μέτωπο, για να μην αναφέρουμε την παραπέρα πάχυνση ενός ήδη παχύσαρκου προϋπολογισμού.
Με την καθυστερημένη ανακάλυψη ότι η πτώση του ρωσικού επιβατηγού αεροπλάνου είναι έργο τρομοκρατών, αρχίζουμε να ακούμε ότι πρόκειται για ένα τρομακτικό πλήγμα κατά του κύρους του Πούτιν στη χώρα του –κάτι που κανείς δεν θα τολμούσε να εκστομίσει για το «κύρος» του Ομπάμα ή του Κάμερον, αν το Μπόινγκ ήταν αμερικανικό ή βρετανικό επιβατηγό αεροπλάνο. Λένε πως είναι ένα μπούμερανγκ από τη δράση της Ρωσίας στη Συρία, σαφώς υπονοώντας ότι της άξιζε.
Και όμως, σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους και τους συνήθεις ύποπτους, οι Ρώσοι δεν χτυπούν τόσο τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους όσο εξολοθρεύουν τους «μετριοπαθείς» ισλαμιστές αποκεφαλιστές, τους «Σύρους αντάρτες», όπως είναι γνωστοί –οι οποίοι χρηματοδοτούνται, εξοπλίζονται και ενθαρρύνονται από τη Δύση.
Εάν αυτό αληθεύει –καταλήγει, με φιτίλι δυναμίτη, ο Τζάστιν Ραϊμόντο- για ποιου είδους μπούμερανγκ μιλάμε, από πού δηλαδή έρχεται αυτό; Με κάτι τέτοιο σαν δεδομένο, δεν είναι απολύτως δυνατό το ρωσικό επιβατηγό αεροπλάνο να ανατινάχθηκε από βοηθούμενους από τις ΗΠΑ «μετριοπαθείς», που μετριοπαθώς αποφάσισαν να στραφούν εναντίον του Πούτιν;»
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια