Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Ο λόγος, άλλωστε, που –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– αυτές οι εκλογές θεωρούνται ντέρμπι δεν είναι ότι το κόμμα του Μεϊμαράκη έχει δυναμική. Είναι ότι το κόμμα του Τσίπρα χάνει έδαφος σε σύγκριση με τον Ιανουάριο.
Η ίδρυση της Λαϊκής Ενότητας και οι μεγάλες διαρροές στελεχών από τον κομματικό μηχανισμό έχουν προκαλέσει ένα βαθύ ρήγμα στην παραδοσιακή εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ, στο περίπου 5%.
Η στροφή του Τσίπρα, όμως, έχει δημιουργήσει ρήγματα και στους ψηφοφόρους που πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και τον περασμένο Ιανουάριο, ελπίζοντας πως θα κάνει πράξη την επαγγελία του να τερματίσει τις μνημονιακές πολιτικές. Πρόκειται κυρίως για μικρομεσαία στρώματα, τα οποία ή έχουν πέσει στον γκρεμό ή βρίσκονται στο χείλος του.
Οι ψηφοφόροι αυτής της κατηγορίας πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ και τον εκτόξευσαν εκλογικά, επειδή τον αντιμετώπισαν ως εναλλακτική κυβερνητική λύση. Δεν αναζητούν ιδεολογική καθαρότητα και κομμουνιστογενή ρητορική, όπως αυτή του Λαφαζάνη. Κατά κανόνα, άλλωστε, είναι κεντρώοι και κεντροαριστεροί πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, χωρίς να λείπουν και κεντροδεξιοί πρώην ψηφοφόροι της ΝΔ. Γι’ αυτό και στα μάτια τους η Λαϊκή Ενότητα δεν φαντάζει ελκυστική επιλογή, γεγονός που δικαιολογεί και το σχετικά χαμηλό δημοσκοπικό ποσοστό της.
Αναμφίβολα, οι ψηφοφόροι αυτής της κατηγορίας βίωσαν τη μνημονιακή στροφή του Τσίπρα ως πολιτική διάψευση. Μ’ αυτή την έννοια, η όχι παγιωμένη σχέση προτίμησής τους προς τον ΣΥΡΙΖΑ χαλαρώνει περαιτέρω. Τα ποιοτικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι και όσοι από τους εκλογικούς πρόσφυγες του 2012 και του Ιανουαρίου έχουν αποφασίσει να ξαναψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, το κάνουν αμφίθυμα και με επιφυλάξεις.
Αυτοί οι ψηφοφόροι κατά κανόνα δεν αξιολογούν θετικά την επίδοση της επτάμηνης διακυβέρνησης Τσίπρα. Αναγνωρίζουν στον πρώην πρωθυπουργό ότι ήταν ειλικρινής, ότι είχε καλές προθέσεις και ότι στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές προσπάθησε για το καλύτερο. Ταυτοχρόνως, όμως, του καταλογίζουν αυταπάτες, απειρία, διαχειριστική ανεπάρκεια και κυρίως έλλειψη πολιτικού σχεδίου.
Καθοριστικό ρόλο παίζει ότι οι ψηφοφόροι αυτής της κατηγορίας δεν έχουν εναλλακτικές λύσεις. Έχουν συνείδηση ότι η υπερψήφιση αντιμνημονιακών κομμάτων είναι ψήφος διαμαρτυρίας που ελάχιστα θα επηρεάσει τα πράγματα. Ούτε και ο "επαναπατρισμός" στο ΠΑΣΟΚ ή στη ΝΔ είναι επιλογή για τη συντριπτική πλειονότητά τους. Χρεώνουν την κατάντια της χώρας και τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ανατροπή των σταθερών του δικού τους βίου στις προηγούμενες κυβερνήσεις. Ξέρουν σε γενικές γραμμές ότι ο λογαριασμός του 3ου Μνημονίου θα είναι επώδυνος, αλλά δεν έχουν ακόμα το βίωμα.
Έτσι οι αντιμνημονιακοί εκλογικοί πρόσφυγες (κυρίως κεντροαριστερής προέλευσης) που εκτόξευσαν το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ και το 2012 και τον Ιανουάριο κατά κανόνα καταλήγουν να δώσουν μία δεύτερη ευκαιρία στον Τσίπρα. Και όσοι είναι απρόθυμοι να του την δώσουν μετεωρίζονται εκλογικά, τροφοδοτώντας το προηγούμενο διάστημα τη δεξαμενή των αναποφάσιστων, ή προσανατολιζόμενοι στην αποχή.
Στην αντίπερα όχθη, η εκλογική βάση της ΝΔ δεν είναι ομοιογενής, αλλά εμφανίζει υψηλό βαθμό σταθερότητας, επειδή έχει στέρεα αντι-ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηριστικά. Αυτά είναι που εξωθούν κεντρώας και κεντροαριστερής ιδεολογίας φιλελεύθερους αστούς να αθροίζονται εκλογικά με παραδοσιακούς σκληροπυρηνικούς δεξιούς, ανεξαρτήτως εάν στο τιμόνι είναι ο Σαμαράς ή ο Μεϊμαράκης.
Η ίδια αντι-ΣΥΡΙΖΑ στάση εξασφάλισε στους "γαλάζιους" ένα υψηλό ποσοστό συσπείρωσης από την αρχή αυτή της προεκλογικής περιόδου. Δεν μπορεί, όμως, να τους εξασφαλίσει την εκλογική διεύρυνση. Η ΝΔ δυσκολεύεται να προσελκύσει επαρκή αριθμό ψηφοφόρων (σε σύγκριση με τον Ιανουάριο) και ως εκ τούτου να κερδίσει το έδαφος που χρειάζεται για να πάρει κεφάλι.
Αυτό πρακτικά σημαίνει –όπως έχουμε ήδη προαναφέρει– ότι το αποτέλεσμα της κάλπης θα κριθεί κυρίως από την έκταση των διαρροών στην εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Η ρευστότητα που την χαρακτηρίζει είναι η αιτία για τη χαμηλή συσπείρωση που κατέγραψαν οι δημοσκοπήσεις. Από την άλλη πλευρά, όμως, το γεγονός ότι ο κορμός των αναποφάσιστων και όσων ερωτοτροπούν με την αποχή είναι –παρά τη δυσαρέσκεια και τις πολλές επιφυλάξεις– πολιτικοψυχολογικά πιο κοντά στον Τσίπρα, συνιστά ένα δυνάμει εκλογικό πλεονέκτημα για το κόμμα του.
Στην Κουμουνδούρου έχουν αντιληφθεί πού βρίσκεται το σημείο-κλειδί και επιχειρούν να περιορίσουν κατά το δυνατόν τις απώλειες, προσαρμόζοντας τη ρητορική τους. Για να ενεργοποιήσουν και αξιοποιήσουν εκλογικά το προαναφερθέν πλεονέκτημα, διαχέουν στον χώρο των αποστασιοποιημένων ψηφοφόρων το σύνθημα-παρότρυνση «ας δώσουμε στον Τσίπρα μία δεύτερη ευκαιρία». Η εν λόγω παρότρυνση έχει τις προϋποθέσεις να βρει απήχηση και να εξασφαλίσει στον ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο την πρωτιά, αλλά και μία καθαρή διαφορά. Εάν τελικώς κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο πραγματικός νικητής θα είναι η "δεύτερη ευκαιρία".
Εκκινώντας από το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι του είναι κατά κανόνα δυσαρεστημένοι από τη μνημονιακή στροφή του, ο Τσίπρας δεν εστιάζει πια στο επιχείρημα ότι ήταν μονόδρομος για να αποφευχθεί η κατάρρευση. Το εν λόγω επιχείρημα είναι ισχυρό και ενισχύθηκε από το βίωμα των κεφαλαιακών ελέγχων. Υπογραμμίζει, όμως, τις δικές του αντιφάσεις, την τεράστια απόσταση που χωρίζει τα όσα έλεγε πριν με τα όσα λέει τώρα.
Γι’ αυτό και ο Τσίπρας δίνει την έμφαση κυρίως στα εξής τρία μέτωπα:
· Πρώτον, στο ότι η δική του κυβέρνηση ναι μεν θα εφαρμόσει το επώδυνο 3ο Μνημόνιο, αλλά, λόγω ιδεολογίας και πολιτικής επιλογής, θα επιμερίσει το κόστος με κοινωνικά δίκαιο τρόπο κι όχι όπως οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Στην πραγματικότητα, τα μέτρα είναι κατά κανόνα ήδη αποφασισμένα, οπότε αυτή η επαγγελία έχει περιορισμένο αντίκρισμα.
· Δεύτερον, στο ότι το κόμμα του όχι μόνο δεν έχει ευθύνη για το ναυάγιο της χώρας, αλλά και ότι είναι το νέο, η δύναμη που θα γυρίσει σελίδα στη χώρα, δρομολογώντας την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας. Πράγματι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κυβέρνησε και ως εκ τούτου δεν έχει άμεσες ευθύνες. Ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος, όμως, παρότι μικρός σε εκλογική δύναμη, άσκησε δυσανάλογα μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση και των ιδεολογημάτων και των πολιτικών νοοτροπιών-πρακτικών που κυριάρχησαν στη μεταπολίτευση με τα γνωστά αποτελέσματα. Απ’ αυτή την άποψη είναι πολύ αμφίβολο εάν είναι το νέο που επαγγέλεται κι όχι μία εκδοχή του παλαιού. Όσον αφορά δε την επαγγελία για παραγωγική ανασυγκρότηση, η έλλειψη σχεδίου την καθιστά περισσότερο ευχή παρά πολιτική πρόταση.
· Τρίτον (και συσχετιζόμενο με το δεύτερο), στο ότι –σε αντίθεση με τα διαπλεκόμενα και πελατειακά κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ– ο ΣΥΡΙΖΑ έχει και τη βούληση και την ικανότητα να εκκαθαρίσει την κόπρο του Αυγείου της διαπλοκής και της διαφθοράς. Είναι αληθές ότι η Αριστερά δεν έχει αμαρτωλό παρελθόν σ’ αυτό το επίπεδο, όχι λόγω ενός αφηρημένου ηθικού πλεονεκτήματος, αλλά επειδή στις δεκαετίες της μεταπολίτευσης δεν ήταν στην κυβέρνηση. Ούτε το επτάμηνο ήταν επαρκές διάστημα για να επιβεβαιωθεί ή να διαψευσθεί ο ισχυρισμός ότι η Αριστερά θα κρατήσει καθαρά τα χέρια της και ασκώντας την εξουσία. Είναι, ωστόσο, μία πρώτη ένδειξη ότι στο επτάμηνο δεν άνοιξε μέτωπο με τη διαπλοκή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι υπόθεση Φλαμπουράρη έθεσε υπό αμφισβήτηση το περιβόητο ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς, το οποίο ο Τσίπρας κατά κόρον χρησιμοποιεί ως προεκλογικό όπλο. Οι εξηγήσεις του υπουργού Επικρατείας και στενότατου συνεργάτη του πρωθυπουργού δεν είναι πειστικές στα μάτια του μέσου πολίτη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τροφοδοτούνται οι επιφυλάξεις κάποιων αναποφάσιστων, αλλά και η ισοπεδωτική άποψη που επικρατεί σε τμήματα του εκλογικού σώματος ότι «τελικά όλοι ίδιοι είναι».
Παρότι η υπόθεση αυτή είναι εκ των πραγμάτων ένα πλήγμα για τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν αναμένεται να επηρεάσει αποφασιστικά τον εκλογικό συσχετισμό δυνάμεων. Το ενδεχόμενο η ΝΔ να κερδίσει την πρωτιά και να επανέλθει στην εξουσία έχει προκαλέσει μία αντισυσπείρωση στους κόλπους της ευρύτερης Αριστεράς και εν μέρει της Κεντροαριστεράς. Αντισυσπείρωση, η οποία εκ των πραγμάτων πιέζει εκλογικά τη Λαϊκή Ενότητα, αλλά και τους ΑΝΕΛ. Αντιστοίχως, η εντύπωση ότι η εκλογική αναμέτρηση είναι αμφίρροπη πιέζει το Ποτάμι και εν μέρει το ΠΑΣΟΚ προς όφελος της ΝΔ.
Στο εκλογικό σώμα λειτουργεί ταυτοχρόνως και το δίπολο μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί και ο παραδοσιακός διαχωρισμός με βάση τον άξονα Δεξιά-Αριστερά. Το γεγονός ότι προσφάτως προσχώρησε στο μνημονιακό στρατόπεδο και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταργεί το αντιμνημονιακό ρεύμα στην κοινωνία. Απλώς το αφήνει χωρίς πολιτική εκπροσώπηση με προοπτική εξουσίας.
Τώρα πλέον, την αντιμνημονιακή σημαία κρατούν η Λαϊκή Ενότητα και η Χρυσή Αυγή. Είναι δύο κόμματα με αντιδιαμετρική ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα, αλλά με κοινό παρονομαστή τον αντισυστημικό χαρακτήρα τους και τη θέση για επιστροφή στη δραχμή. Ούτε το ένα ούτε το άλλο κόμμα, όμως, προσφέρουν προοπτική εξουσίας. Αυτός ο λόγος συρρικνώνει τη δυνατότητά τους να κεφαλαιοποιήσουν εκλογικά το αντιμνημονιακό ρεύμα.
Εφεξής, η συσσώρευση πρόσθετης κοινωνικής αγανάκτησης-απόγνωσης δεν θα έχει κοινοβουλευτική διέξοδο, όπως συνέβαινε μέχρι τον Ιανουάριο. Μπορεί τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής και της Λαϊκής Ενότητας να αυξηθούν, αλλά δεν θα υπάρχει ελπίδα για τερματισμό των μνημονιακών πολιτικών. Μ’ αυτή την έννοια, η κοινωνική αναταραχή εγγράφεται ως ενδεχόμενο στην ατζέντα, έστω κι αν αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται τίποτα σχετικό στον ορίζοντα.
Οι πιθανότητες διολίσθησης προς αυτή την κατεύθυνση αυξάνονται λόγω και του γεγονότος ότι η ψήφος προς τον ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά βάση αντιμνημονιακή ψήφος. Δεν έχει, δηλαδή, ενσωματώσει τη λογική που έχει η ψήφος στη ΝΔ και στο Ποτάμι ότι το Μνημόνιο είναι αναγκαίο κακό και σε κάθε περίπτωση πρέπει να εφαρμοσθεί για να τελειώνουμε. Το διάχυτο αντιμνημονιακό κλίμα στην εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ αναμένεται να επεκταθεί και να οξυνθεί όταν προσεχώς θα αρχίσει να έρχεται ο λογαριασμός σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η προοπτική αυτή την καθιστά πολιτικά ασταθή. Μπορεί σε πρώτο επίπεδο αυτό να μην έχει επηρεάζει τον κοινοβουλευτικό συσχετισμό δυνάμεων, αλλά από ένα σημείο και πέρα είναι πιθανόν να προκαλέσει νέα ρήγματα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του.
Όταν οι κάλπες αποκαλύψουν ποιο θα είναι το πρώτο κόμμα ουσιαστικά θα ξέρουμε και το επόμενο κυβερνητικό σχήμα. Από τώρα ξέρουμε ότι το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι θα είναι οι μικροί εταίροι, όποιος και εάν είναι ο νικητής. Εάν κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ θα συμμετάσχουν και οι ΑΝΕΛ (εάν μπουν στη Βουλή), ενώ εάν κερδίσει η ΝΔ, θα συγκυβερνήσει μόνο με τα κόμματα της Γεννηματά και του Θεοδωράκη.
Η άρνηση της Κουμουνδούρου θέτει προς το παρόν τουλάχιστον το σενάριο του μεγάλου συνασπισμού (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ) στο ράφι. Από εκεί θα κατέβει μόνο εάν σήμερα κερδίσει ο Τσίπρας και σε μελλοντικές ψηφοφορίες προκύψουν ρήγματα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του. Τότε, δεν θα έχει ούτε την άνεση των εδρών, αλλά ούτε και την πολιτική αντοχή να αρνηθεί τη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ.
Όποιο πάντως και εάν είναι το αποτέλεσμα σήμερα τη νύχτα, ο τρόπος που θα ασκηθεί η εξουσία ή από τον Τσίπρα ή από τον Μεϊμαράκη δεν θα θυμίζει καθόλου το επτάμηνο Ιανουάριος-Αύγουστος, κατά τη διάρκεια του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε σχεδόν σαν να είχε αυτοδυναμία. Ο Θεοδωράκης και η Γεννηματά θα είναι απαιτητικοί εταίροι. Θα θέσουν όρους όσον αφορά τα χαρτοφυλάκια και θα απαιτούν οι σημαντικές κυβερνητικές επιλογές να έχουν τη σύμφωνη γνώμη τους. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα γίνονται αντικείμενο ενδοκυβερνητικής διαπραγμάτευσης, πάντα στο πλαίσιο του 3ου Μνημονίου και υπό την αυστηρή εποπτεία των δανειστών.
Δημοσιεύτηκε στο Πρώτο Θέμα το Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια