Ο Γιάνης Βαρουφάκης, με άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής», εξηγεί «γιατί ηττηθήκαμε» στη διαπραγμάτευση, όπως αναφέρει και ο τίτλος, και σημειώνει πως οι επικείμενες εκλογές οφείλονται σε αυτήν την ήττα.
«Οι πολίτες απαιτούν από όσους ήμασταν «εκεί» απάντηση στο ερώτημα: "Γιατί ηττηθήκατε;”», γράφει και τονίζει: «Όσοι συμμετείχαμε στη διαπραγμάτευση δώσαμε τον καλύτερό μας εαυτό. Δεν θα μάθουμε, όμως, ποτέ εάν η ήττα μας ήταν προδιαγεγραμμένη, καθώς οι αστοχίες μας ήταν σημαντικές».
Αρχικά ο Γιάνης Βαρουφάκης επισημαίνει πως δεν είναι η στιγμή για μια συνολική αποτίμηση, ωστόσο υπογραμμίζει πως «η ρήξη για εμάς, δεν σήμαινε απειλή εξόδου από την Ευρωζώνη, αλλά σήμαινε τρεις αντιδράσεις σε επιθετικές κινήσεις των δανειστών». Απαριθμώντας αυτές τις αντιδράσεις αναφέρει: Α. Αναβολή των αποπληρωμών προς το ΔΝΤ – εάν οι δανειστές μείωναν τη ρευστότητα του κράτους κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
Β. Μετάθεση στο μέλλον των αποπληρωμών ομολόγων που η ΕΚΤ κατείχε στο πλαίσιο του προγράμματος SMP – εφόσον η ΕΚΤ δρομολογούσε κλείσιμο των τραπεζών.
Γ. Ενεργοποίηση παράλληλου συστήματος πληρωμών, σε ευρώ (βλ. σχετικό άρθρο μου στους Financial Times της 28ης Ιουλίου) – εάν οι δανειστές καθυστερούσαν τη συμφωνία για να μας οδηγήσουν στη συνθηκολόγηση.
«Όσοι συμμετείχαμε στη διαπραγμάτευση δώσαμε τον καλύτερό μας εαυτό. Δεν θα μάθουμε, όμως, ποτέ εάν η ήττα μας ήταν προδιαγεγραμμένη, καθώς οι αστοχίες μας ήταν σημαντικές. Καταγράφω τις σημαντικότερες:
1. Η απόφαση του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου αντικατέστησε το Μνημόνιο με κατάλογο μεταρρυθμίσεων που πρότεινε η Ελλάδα. Ομως, κατά την τηλεδιάσκεψη της 24ης Φεβρουαρίου, οι κ. Μοσκοβισί, Ντράγκι και Λαγκάρντ παραβίασαν το γράμμα και το πνεύμα της απόφασης εκείνης, εμμένοντας, εν χορώ, πως ο εν λόγω κατάλογος δεν υποκαθιστούσε τις δεσμεύσεις του Μνημονίου. Οι ενστάσεις μου δεν αρκούσαν. Ηταν λάθος που, παρά το πισωγύρισμά τους, υπέγραψα την αίτηση επέκτασης της δανειακής συμφωνίας.
2. Αρχές Μαρτίου, η ΕΚΤ αθέτησε (προφορική) υπόσχεση για επιστροφή της ρευστότητας στο προ του Φεβρουαρίου επίπεδο μετά την επέκταση της συμφωνίας. Παράλληλα, όλο τον Μάρτιο η τρόικα απέρριπτε τη σταδιακή εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, ροκανίζοντας τον χρόνο και απαιτώντας την ολική μας υποχώρηση. Τον Απρίλιο εξουσιοδοτήθηκα δύο φορές να ανακοινώσουμε στο ΔΝΤ τη μη καταβολή δόσης δανείου. Και τις δύο φορές, παρά τις ενστάσεις μου, τελικά αποφασίστηκε να καταβληθούν. (Οταν ο Δαυίδ απειλεί τον Γολιάθ και μετά κάνει πίσω, η αξιοπιστία εξανεμίζεται.)
3. Στο τέλος Απριλίου η πλευρά μας αποδέχθηκε, εν αγνοία μου, νέα μεγάλη λιτότητα, «προσφέροντας» μεσοπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Οταν ρώτησα «Γιατί;», η απάντηση ήταν: «Δίνουμε το πλεόνασμα για να πάρουμε την αναδιάρθρωση του χρέους». Η ανταπάντησή μου: «Αν αποδεχθείς τόσο υψηλά πλεονάσματα, είναι σαν να αποδέχεσαι ότι το χρέος σου είναι βιώσιμο, οπότε γιατί να σου δώσουν αναδιάρθρωση χρέους; Κι αν έχεις υποχωρήσει ως προς τη λιτότητα και το χρέος, γιατί να σου δώσουν οτιδήποτε;».
4. Τα διεθνή μέσα βούιζαν ότι δεν είχαμε πλάνο για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας – ένα δικό μας, πειστικό, Αντι-Μνημόνιο. Με την αρωγή παραγόντων από πολλά υπουργεία, στο υπουργείο Οικονομικών καταπιαστήκαμε με τη συγγραφή του. Το τελικό κείμενο το συγγράψαμε με τον Jeff Sachs, με τη συνεισφορά (μεταξύ άλλων) των πρώην υπουργών Οικονομικών των ΗΠΑ και Βρετανίας κ. Larry Summers και Norman Lamont. Το επιτελείο, όμως, έκρινε ότι η τρόικα θα θεωρούσε casus belli ένα Αντι-Μνημόνιο, αναγκάζοντάς με να το παρουσιάζω ως προσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, στερούμενο κυβερνητικής έγκρισης. Μια χρυσή ευκαιρία χάθηκε να φανεί η διαφορά μεταξύ ενός λελογισμένου, μετριοπαθούς και ελπιδοφόρου Σχεδίου για την Ελλάδα και της εμμονής της τρόικας στο αδιέξοδο πρόγραμμά της.
5. Τον Ιούνιο διεφάνη πως η ακολουθία αλόγιστων υποχωρήσεών μας γεννούσε συνεχώς νέες απαράδεκτες απαιτήσεις. Η συνθηκολόγησή μας είχε γίνει πλέον ο μόνος στόχος δανειστών σίγουρων ότι δεν θα προβούμε στα αντίποινα που είχαμε συναποφασίσει. Αν και είχαμε συμφωνήσει πως έπρεπε να είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε τη σκληρή διαπραγμάτευση με κλειστές τράπεζες, ενεργοποιώντας τα μέσα Β και Γ που ανέφερα πιο πάνω (αλλιώς, προς τι το δημοψήφισμα;), όταν το Eurogroup και η ΕΚΤ πράγματι προέβησαν στο κλείσιμό τους, το επιτελείο αποφάσισε να προχωρήσουμε «συναινετικά».
Κανείς δεν γνωρίζει αν η έντιμη συμφωνία θα ερχόταν χωρίς τις αστοχίες μας».
«Οι πολίτες απαιτούν από όσους ήμασταν «εκεί» απάντηση στο ερώτημα: "Γιατί ηττηθήκατε;”», γράφει και τονίζει: «Όσοι συμμετείχαμε στη διαπραγμάτευση δώσαμε τον καλύτερό μας εαυτό. Δεν θα μάθουμε, όμως, ποτέ εάν η ήττα μας ήταν προδιαγεγραμμένη, καθώς οι αστοχίες μας ήταν σημαντικές».
Αρχικά ο Γιάνης Βαρουφάκης επισημαίνει πως δεν είναι η στιγμή για μια συνολική αποτίμηση, ωστόσο υπογραμμίζει πως «η ρήξη για εμάς, δεν σήμαινε απειλή εξόδου από την Ευρωζώνη, αλλά σήμαινε τρεις αντιδράσεις σε επιθετικές κινήσεις των δανειστών». Απαριθμώντας αυτές τις αντιδράσεις αναφέρει: Α. Αναβολή των αποπληρωμών προς το ΔΝΤ – εάν οι δανειστές μείωναν τη ρευστότητα του κράτους κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
Β. Μετάθεση στο μέλλον των αποπληρωμών ομολόγων που η ΕΚΤ κατείχε στο πλαίσιο του προγράμματος SMP – εφόσον η ΕΚΤ δρομολογούσε κλείσιμο των τραπεζών.
Γ. Ενεργοποίηση παράλληλου συστήματος πληρωμών, σε ευρώ (βλ. σχετικό άρθρο μου στους Financial Times της 28ης Ιουλίου) – εάν οι δανειστές καθυστερούσαν τη συμφωνία για να μας οδηγήσουν στη συνθηκολόγηση.
«Όσοι συμμετείχαμε στη διαπραγμάτευση δώσαμε τον καλύτερό μας εαυτό. Δεν θα μάθουμε, όμως, ποτέ εάν η ήττα μας ήταν προδιαγεγραμμένη, καθώς οι αστοχίες μας ήταν σημαντικές. Καταγράφω τις σημαντικότερες:
1. Η απόφαση του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου αντικατέστησε το Μνημόνιο με κατάλογο μεταρρυθμίσεων που πρότεινε η Ελλάδα. Ομως, κατά την τηλεδιάσκεψη της 24ης Φεβρουαρίου, οι κ. Μοσκοβισί, Ντράγκι και Λαγκάρντ παραβίασαν το γράμμα και το πνεύμα της απόφασης εκείνης, εμμένοντας, εν χορώ, πως ο εν λόγω κατάλογος δεν υποκαθιστούσε τις δεσμεύσεις του Μνημονίου. Οι ενστάσεις μου δεν αρκούσαν. Ηταν λάθος που, παρά το πισωγύρισμά τους, υπέγραψα την αίτηση επέκτασης της δανειακής συμφωνίας.
2. Αρχές Μαρτίου, η ΕΚΤ αθέτησε (προφορική) υπόσχεση για επιστροφή της ρευστότητας στο προ του Φεβρουαρίου επίπεδο μετά την επέκταση της συμφωνίας. Παράλληλα, όλο τον Μάρτιο η τρόικα απέρριπτε τη σταδιακή εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, ροκανίζοντας τον χρόνο και απαιτώντας την ολική μας υποχώρηση. Τον Απρίλιο εξουσιοδοτήθηκα δύο φορές να ανακοινώσουμε στο ΔΝΤ τη μη καταβολή δόσης δανείου. Και τις δύο φορές, παρά τις ενστάσεις μου, τελικά αποφασίστηκε να καταβληθούν. (Οταν ο Δαυίδ απειλεί τον Γολιάθ και μετά κάνει πίσω, η αξιοπιστία εξανεμίζεται.)
3. Στο τέλος Απριλίου η πλευρά μας αποδέχθηκε, εν αγνοία μου, νέα μεγάλη λιτότητα, «προσφέροντας» μεσοπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Οταν ρώτησα «Γιατί;», η απάντηση ήταν: «Δίνουμε το πλεόνασμα για να πάρουμε την αναδιάρθρωση του χρέους». Η ανταπάντησή μου: «Αν αποδεχθείς τόσο υψηλά πλεονάσματα, είναι σαν να αποδέχεσαι ότι το χρέος σου είναι βιώσιμο, οπότε γιατί να σου δώσουν αναδιάρθρωση χρέους; Κι αν έχεις υποχωρήσει ως προς τη λιτότητα και το χρέος, γιατί να σου δώσουν οτιδήποτε;».
4. Τα διεθνή μέσα βούιζαν ότι δεν είχαμε πλάνο για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας – ένα δικό μας, πειστικό, Αντι-Μνημόνιο. Με την αρωγή παραγόντων από πολλά υπουργεία, στο υπουργείο Οικονομικών καταπιαστήκαμε με τη συγγραφή του. Το τελικό κείμενο το συγγράψαμε με τον Jeff Sachs, με τη συνεισφορά (μεταξύ άλλων) των πρώην υπουργών Οικονομικών των ΗΠΑ και Βρετανίας κ. Larry Summers και Norman Lamont. Το επιτελείο, όμως, έκρινε ότι η τρόικα θα θεωρούσε casus belli ένα Αντι-Μνημόνιο, αναγκάζοντάς με να το παρουσιάζω ως προσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, στερούμενο κυβερνητικής έγκρισης. Μια χρυσή ευκαιρία χάθηκε να φανεί η διαφορά μεταξύ ενός λελογισμένου, μετριοπαθούς και ελπιδοφόρου Σχεδίου για την Ελλάδα και της εμμονής της τρόικας στο αδιέξοδο πρόγραμμά της.
5. Τον Ιούνιο διεφάνη πως η ακολουθία αλόγιστων υποχωρήσεών μας γεννούσε συνεχώς νέες απαράδεκτες απαιτήσεις. Η συνθηκολόγησή μας είχε γίνει πλέον ο μόνος στόχος δανειστών σίγουρων ότι δεν θα προβούμε στα αντίποινα που είχαμε συναποφασίσει. Αν και είχαμε συμφωνήσει πως έπρεπε να είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε τη σκληρή διαπραγμάτευση με κλειστές τράπεζες, ενεργοποιώντας τα μέσα Β και Γ που ανέφερα πιο πάνω (αλλιώς, προς τι το δημοψήφισμα;), όταν το Eurogroup και η ΕΚΤ πράγματι προέβησαν στο κλείσιμό τους, το επιτελείο αποφάσισε να προχωρήσουμε «συναινετικά».
Κανείς δεν γνωρίζει αν η έντιμη συμφωνία θα ερχόταν χωρίς τις αστοχίες μας».
0 Σχόλια