Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
|
Η περιοχή όχι μόνο δεν έκανε βήματα προς τον εκδυτικισμό, όπως πίστευαν οι νεοσυντηρητικοί, αλλά και μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε μαύρη τρύπα.
Τα βίντεο με τους τελετουργικούς αποκεφαλισμούς δυτικών από τους ισλαμιστές μαχητές του Ιερού Πολέμου (τζιχαντιστές) έφεραν σε πρώτο πλάνο μία εφιαλτική πραγματικότητα που μέχρι τότε η Δύση σχεδόν έκανε πως δεν βλέπει. Και είναι ακριβώς η ανοχή των ΗΠΑ και της Ευρώπης που επέτρεψε σε μία οργάνωση να θέσει υπό τον έλεγχό της ένα μεγάλο τμήμα του Ιράκ και της Συρίας.
Το έναυσμα το έδωσε η σουνιτική ένοπλη εξέγερση εναντίον του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία. Επιδιώκοντας την ανατροπή του, η Δύση επανέλαβε το λάθος που είχε στο παρελθόν διαπράξει στο Αφγανιστάν. Για να ανατρέψει το τότε φιλοσοβιετικό καθεστώς είχε χρηματοδοτήσει, εκπαιδεύσει και εξοπλίσει τους Ταλιμπάν και τους φανατικούς ισλαμιστές μαχητές που στη συνέχεια συγκρότησαν την Αλ Κάιντα. Το φίδι που έτρεφε στον κόρφο της γύρισε και την δάγκωσε.
Για να μη φανεί ότι βοηθάει φανατικούς ισλαμιστές, η Δύση βάφτισε το κρέας ψάρι. Εμφανιζόταν να βοηθάει τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, ενώ ήταν κοινό μυστικό ότι η μεγάλη πλειονότητα των μαχητών του εντός Συρίας ήταν τζιχαντιστές, μέλη του τοπικού κλάδου της Αλ Κάιντα, της οργάνωσης Αλ Νάσρα. Με την ανοχή των ΗΠΑ, οι σουνιτικές οργανώσεις τζιχαντιστών χρηματοδοτούνταν και εξοπλίζονταν από τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ και υποστηρίζονταν ποικιλοτρόπως από τη νεοοθωμανική Τουρκία. Το επιβεβαιώνουν εκθέσεις και του Στέητ Ντηπάρτμεντ και του βρετανικού Φόρεϊν Όφις.
Τα χρήματα και τα όπλα που επισήμως προορίζονταν για τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, κατά κανόνα κατέληγαν σε οργανώσεις τζιχαντιστών. Έχει δημοσιευθεί φωτογραφία (Μάιος 2013) που δείχνει τον γερουσιαστή Μακ Κέιν (πρώην υποψήφιο για την προεδρία των ΗΠΑ) να συνομιλεί με ηγετικά στελέχη του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, μεταξύ των οποίων είναι και ηγέτης του Χαλιφάτου!
Οι Αμερικανοί επιδίωξαν την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ κυρίως για να εκριζώσουν το μοναδικό ρωσικό έρεισμα στη Μεσόγειο. Οι Ισραηλινοί το επιδιώκουν για να κόψουν τον διάδρομο που συνδέει το Ιράν με τη σιιτική Χεζμπολά του Λιβάνου μέσω των σιιτών του Ιράκ και της Συρίας του Άσαντ. Πιστεύουν ότι μόνο έτσι μπορούν να αποδυναμώσουν τη Χεζμπολά, τη μόνη ένοπλη οργάνωση που κατάφερε να αναχαιτίσει τον ισραηλινό στρατό (2006). Οι νεοοθωμανοί του Ερντογάν το επιδιώκουν για να εντάξουν στη σφαίρα επιρροής τους την μετά-Άσαντ Συρία. Τέλος, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα άλλα εμιράτα του Κόλπου το επιδιώκουν για να δημιουργήσουν μία σουνιτική Συρία και κατ’ αυτό τον τρόπο να περιορίσουν την επιρροή της Τεχεράνης.
Παρά τις προσδοκίες όλων των παραπάνω για γρήγορη ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, αυτό αντέχει παρότι έχει χάσει τον έλεγχο μεγάλου μέρους της επικράτειας. Η Συρία είναι απίθανο να ξαναγίνει ενιαίο κράτος. Όχι μόνο λόγω των ερειπίων που έχουν συσσωρευθεί, αλλά και επειδή από τις πολεμικές συγκρούσεις έχουν προκύψει νέες οντότητες.
Μία από αυτές είναι το περιβόητο Χαλιφάτο. Ιδρυτής και ηγέτης του Χαλιφάτου είναι ο πολέμαρχος Αλ Μαγκντάντι από τη Σαμάρα του Ιράκ. Ο Αλ Μπαγκντάντι είχε συλληφθεί από τους Αμερικανούς το 2004 και έχει φυλακισθεί. Το 2010 κατάφερε να ηγηθεί του κλάδου της Αλ Κάιντα στο Ιράκ, αφού τέσσερα χρόνια πριν είχε σκοτωθεί ο ιστορικός αρχηγός Αλ Ζαρκάουι.
Η οργάνωση του Αλ Μπαγκντάντι στρατεύθηκε στον πόλεμο εναντίον του καθεστώτος Άσαντ και διακρίθηκε για τις ακραίες μεθόδους της και για την προσέλκυση τζιχαντιστών από άλλες χώρες. Η ανάπτυξή της στη Συρία την έφερε σε ανταγωνισμό με το συριακό παρακλάδι της Αλ Κάιντα, την οργάνωση Αλ Νάσρα. Ο ανταγωνισμός αυτός υποχρέωσε τον διάδοχο του Μπιν Λάντεν στην ηγεσία της Αλ Κάιντα Αλ Ζαουάχρι να παρέμβει και να ζητήσει από τον Αλ Μπαγκντάντι να περιορίσει τη δράση του στο Ιράκ. Αυτός διαφώνησε, με αποτέλεσμα να αποκηρυχθεί και οι δρόμοι τους να χωρίσουν.
Σε αντίθεση με την Αλ Κάιντα, η οποία λειτουργεί ως ένα σχεδόν παγκόσμιο τρομοκρατικό δίκτυο, το Χαλιφάτο εξαρχής επιδιώκει να θέσει υπό τον έλεγχό του τις σουνιτικές περιοχές και να δημιουργήσει υβρίδια κρατικών δομών, αδιαφορώντας για τα υφιστάμενα σύνορα. Κατάφερε, μάλιστα, να καταλάβει σουνιτικές πόλεις στην κεντροβόρεια Συρία, όπως την Αλ Ράκα.
Έχοντας αποκτήσει πολεμική πείρα, σύγχρονο δυτικό οπλισμό, γρήγορα οχήματα μεταφοράς και αρκετά χρήματα η οργάνωση του Αλ Μπαγκντάντι στράφηκε και προς τις σουνιτικές περιοχές του Ιράκ. Εκμεταλλευόμενος αφενός την εχθρότητα του σουνιτικού πληθυσμού προς τη σιιτική κυβέρνηση της Βαγδάτης, αφετέρου το χαμηλό ηθικό και τη στατικότητα των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων, το Χαλιφάτο συγκέντρωνε τις δυνάμεις του στον εκάστοτε στόχο, ώστε τα πλήγματα να είναι συντριπτικά. Έτσι, κατέλαβε τη Φαλούτζα (Ιανουάριος 2014) και άλλες πόλεις του δυτικού και κεντρικού Ιράκ, αποκομίζοντας χρήματα και σύγχρονο οπλισμό. Έτσι κατέλαβε και τη σουνιτική Μοσούλη, τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη του Ιράκ.
Η κατάληψη της Μοσούλης ήταν ένα ποιοτικό άλμα σε πολλά επίπεδα για την οργάνωση του Αλ Μπαγκντάτι. Απέκτησε τον σύγχρονο αμερικανικό οπλισμό του ιρακινού σώματος στρατού που έδρευε στη Μοσούλη. Έβαλε στο χέρι τα αποθέματα του παραρτήματος της κεντρικής τράπεζας του Ιράκ (δηνάρια αξίας περίπου 450 εκατ δολαρίων) και έθεσε υπό τον έλεγχό του τις πετρελαιοπηγές της περιοχής. Το Χαλιφάτο απέκτησε υπόσταση και τεράστιο κύρος στους απανταχού φανατικούς ισλαμιστές. Χιλιάδες νέοι σουνίτες έσπευσαν να ενταχθούν στις γραμμές του. Η CIA υπολογίζει ότι το Χαλιφάτο διαθέτει 31.000 έμπειρους μαχητές, εκ των οποίων οι 12.000 προέρχονται από 74 χώρες.
Με τη στρατιωτική αυτή δύναμη, ο Αλ Μπαγκντάτι, που αυτοαναγορεύθηκε σε χαλίφη Ιμπραχίμ, πιέζει στρατιωτικά και το κουρδικό κρατίδιο στο βόρειο Ιράκ και την ίδια τη Βαγδάτη. Μετά την κατάληψη της Μοσούλης, το Χαλιφάτο μπορεί να αυτοχρηματοδοτείται. Μόνο από το λαθρεμπόριο πετρελαίου που διεξάγεται μέσω Τουρκίας και δευτερευόντως μέσω Λιβάνου (κατά δήλωση και του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Κέρι), υπολογίζεται ότι εισπράττει περίπου τρία εκατ. δολάρια ημερησίως. Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθούν τα έσοδα από τον κεφαλικό φόρο, από λύτρα και από την πώληση αρχαιοτήτων.
Στις περιοχές που ελέγχει, το Χαλιφάτο έχει επιβάλει τον ισλαμικό νόμο (σαρία) και έχει αλλάξει το πρόγραμμα εκπαίδευσης των μαθητών. Στις σουνιτικές περιοχές έχει οργανώσει ένα υβρίδιο κοινωνικού κράτους, ενώ σε περιοχές που υπάρχουν χριστιανικές, σιιτικές και κουρδικές κοινότητες ασκεί πολιτική εθνικής κάθαρσης.
Για να εδραιώσει τη φήμη του και να σπείρει τον φόβο στη δυτική κοινή γνώμη, ο Αλ Μπαγκντάτι χρησιμοποιεί και το επικοινωνιακό όπλο των τελετουργικών αποκεφαλισμών. Η πρακτική του αυτή, όμως, πιθανόν να μετατραπεί σε μπούμεραγκ. Το σοκ της δυτικής κοινής γνώμης υποχρέωσε ήδη και την Ουάσιγκτον και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να εγκαταλείψουν τη μέχρι τότε παθητική στάση τους.
Η ανοχή τους δεν προερχόταν μόνο από την απροθυμία του Ομπάμα να εμπλέξει και πάλι τις ΗΠΑ στο ναρκοπέδιο της Μέσης Ανατολής. Προκύπτει και από το γεγονός ότι δεν έχουν παραιτηθεί από την πρόθεσή τους να ανατρέψουν το καθεστώς Άσαντ και να απομονώσουν το Ιράν. Γι’ αυτό και εμμέσως ευνοούσαν την κατάρρευση των συνόρων και τη δημιουργία μίας σουνιτικής κρατικής οντότητας στην ανατολική Συρία και στο δυτικό Ιράκ. Δεν επιθυμούν, βεβαίως, την οντότητα αυτή να την ελέγχουν οι τζιχαντιντές του Αλ Μπαγκντάντι. Οι μετριοπαθείς εξόριστοι αντικαθεστωτικοί Σύροι, όμως, έχουν αμελητέα παρουσία στα πεδία των μαχών εντός της Συρίας, ενώ χωρίς επιρροή είναι και οι μετριοπαθείς σουνίτες στο Ιράκ.
Υπό την πίεση της κοινής γνώμης, η Ουάσιγκτον αναγκάσθηκε να αλλάξει προτεραιότητες και να αναζητήσει τοπικές συμμαχίες. Δεν έχει παραιτηθεί, όμως, από τον στόχο της ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ, παρότι αυτή μπορεί να ολοκληρώσει το χάος και να συμπαρασύρει τον Λίβανο. Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ και αδυνατούν να επιβάλλουν μία νέα βιώσιμη τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή, αλλά και υπηρετούν αντιφατικούς στόχους. Αυτός είναι και ο λόγος που ενώ επιδιώκουν να αποδυναμώσουν το Χαλιφάτο είναι αμφίβολο εάν είναι αποφασισμένες να το εξαλείψουν.
Με το κοινό ανακοινωθέν της Τζέντα οι ΗΟΑ ουσιαστικά υποχρέωσαν τη Σαουδική Αραβία και τα εμιράτα του Κόλπου να συμμετάσχουν έστω και συμβολικά στη συμμαχία των προθύμων εναντίον του Χαλιφάτου. Εκτός αυτού, όμως, άλλαξαν τη ρητορική τους έναντι της Τεχεράνης. Επίσης, πίεσαν τον Ερντογάν να σταματήσει να υποστηρίζει εμμέσως πλην σαφώς τους τζιχαντιστές. Ο μέχρι πρότινος Αμερικανός πρεσβευτής στη Άγκυρα Ρικιαρντόνε το δήλωσε δημοσίως. Παρότι, όμως, θεωρούν την Τουρκία περισσότερο μέρος του προβλήματος παρά μέρος της λύσης, συνεχίζουν να την θεωρούν κομβικό κράτος για την πολιτική τους.
Ας σημειωθεί ότι η Άγκυρα δεν έχει χαρακτηρίσει το Χαλιφάτο τρομοκρατική οργάνωση και παρά τις πιέσεις αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διεθνή συμμαχία εναντίον του. Η δικαιολογία της νεοοθωμανικής κυβέρνησης ήταν ότι οι τζιχαντιστές κρατούσαν 49 Τούρκους ομήρους. Όπως αποδείχθηκε, όμως, η απελευθέρωσή τους ήταν όχι μόνο εξαρχής δεδομένη, αλλά και μεθοδεύθηκε κατά τρόπο που να αποτελέσει ένα πολιτικό δώρο του Χαλιφάτου προς τον Ερντογάν.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ δυτικών, αλλά και τουρκικών ΜΜΕ, στο τουρκικό έδαφος λειτουργούν άτυπα κέντρα στρατολόγησης τζιχαντιστών (στο Χατζή Μπαϊράμ της Άγκυρας και στο Φατίχ της Πόλης), βάσεις επιμελητείας (στη συνοριακή ζώνη) και νοσοκομείο για την περίθαλψη τραυματιών τζιχαντιστών (στο Σαχίνμπεη του νομού Γκαζιαντέπ). Είναι κοινό μυστικό, άλλωστε, πως οι φανατικοί ισλαμιστές που έρχονται από το εξωτερικό για να πολεμήσουν εισέρχονται στη Συρία κατά κανόνα από την Τουρκία.
Η ποικιλότροπη τουρκική υποστήριξη δεν οφείλεται μόνο στο νεοοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό των Ερντογάν και Νταβούτογλου. Έχει και έναν ειδικότερο στόχο: τη στρατιωτική συντριβή της κουρδικής κρατικής οντότητας στη βόρειο Συρία, η οποία ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό πολιτικά από το ΡΚΚ. Η Άγκυρα έχει ζητήσει από το Χαλιφάτο να κάνει τη βρώμικη δουλειά.
Αυτός είναι ο λόγος που οι τζιχαντιστές εδώ και ενάμιση χρόνο πολιορκούν και πραγματοποιούν συνεχείς επιθέσεις εναντίον του στρατηγικής σημασίας κουρδικού θύλακου Κομπανί. Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, μετέφεραν τανκς και βαρύ αμερικανικό οπλισμό σ’ αυτό το μέτωπο για να κάμψουν την αντίσταση των Κούρδων. Είναι αξιοσημείωτο ότι πάνω από 150.000 άμαχοι έχουν εγκαταλείψει τα κουρδικά χωριά που έπεσαν στα χέρια των τζιχαντιστών για να γλυτώσουν το κεφάλι τους.
Οι Κούρδοι της Συρίας, αλλά και το ΡΚΚ έχει κηρύξει πανστρατιά για να αναχαιτίσει τους τζιχαντιστές. Εάν το Κομπανί πέσει στα χέρια τους, θα αποκλεισθεί και θα πέσει στα χέρια τους και ο δυτικότερος θύλακος. Αυτό σημαίνει ότι θα μείνει μόνο ο ανατολικός θύλακος του Καμισλί, ο οποίος για να επιβιώσει θα προσαρτηθεί το κουρδικό κρατίδιο του Μπαρζανί (βόρειο Ιράκ). Αυτό ακριβώς επιδιώκει η Άγκυρα. Η πρόταση δημιουργίας μίας ζώνης για τους πρόσφυγες εντός της συριακής επικράτειας έχει στόχο να διαλύσει την κουρδική οντότητα στο βόρειο Ιράκ και να θέσει υπό τον έλεγχό του τουρκικού στρατού τις παραμεθόριες κουρδικές περιοχές.
Προφανώς, οι δυτικές αεροπορικές επιθέσεις δεν μπορούν από μόνες τους να συντρίψουν το Χαλιφάτο, αλλά οπωσδήποτε το αποδυναμώνουν. Κι αυτό έχει σημασία για τις δυνάμεις που αντιμετωπίζουν τους τζιχαντιστές επί του εδάφους. Πρωτίστως για τους Κούρδους της Συρίας και του Ιράκ, αλλά και για τον στρατό του Άσαντ. Εάν, μάλιστα, ο Μπαρζανί παραδώσει και στους ομοεθνείς του της Συρίας μέρος του οπλισμού που αποφάσισε να του δώσει η Δύση, τότε ενδεχομένως η κατάσταση στο στρατιωτικό επίπεδο να αλλάξει.
Οι επιτυχίες του Αλ Μπαγκντάντι πιθανότατα να έχουν και μία άλλη παρενέργεια. Ο ηγέτης της Αλ Κάιντα βλέπει την πρωτοκαθεδρία του στη συνείδηση των απανταχού φανατικών ισλαμιστών να απειλείται. Για να μην υπερκερασθεί από το Χαλιφάτο εκτιμάται ότι θα επιχειρήσει να κερδίσει τις εντυπώσεις με τρομοκρατικές ενέργειες μεγάλης κλίμακας εναντίον στόχων στη Δύση. Η νέα γενιά τζιχαντιστών που προέρχεται από τις ΗΠΑ και από την Ευρώπη διευρύνει πολύ τις επιχειρησιακές δυνατότητες του ισλαμικού τρομοκρατικού δικτύου.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014
mignatiou.com
0 Σχόλια