Γράφει ο Alexandros Raskolnick
Ήρθε σήμερα και μας τίμησε με ξαφνική επίσκεψή ένας καλός άνθρωπος του μόχθου, ένας αγαπητός φίλος που ζει στο χωριό του, δουλεύοντας στον ελαιώνα του και στο μποστάνι του.
Ένας βιοπαλαιστής που προσπαθεί να ζήσει σαν καλός χριστιανός την οικογένειά του, με μια-δυο όρνιθες στην αυλή του και μιαν αίγα στο περβόλι, παραδίπλα στο αμπελάκι του.
Τώρα αυτός, που τον θυμόμασταν πάντα γελαστό, χαμογελά με βία, προσπαθώντας ν’ αντέξει το πρόσθετο άχθος που του φορτώνουν στην πλάτη του, οι ρουφιάνοι που μας κυβερνούν. Μάλιστα: ρουφιάνους τους αποκάλεσε τους κυβερνήτες μας. Ποιος? Ο καπετάν-Δημήτρης, που δεν έχει ποτέ κακόν λόγο για κανέναν! Έτσι τους αποκάλεσε!
Μόλις είχε περάσει μια βόλτα από τον λογιστή του, και με την ευκαιρία μας έκανε και τη βίζιτα. Δεν μπορείς πια να κάμεις τίποτα αν δεν έχεις λογιστή, εξήγησε! "Νοίκι για το σπίτι μου και τα πατρογονικά μου, που τα έχω από τον προπάππου μου, θέλουν να μου βάλουν οι κερατάδες", είπε. Μάλιστα: και κερατάδες τους αποκάλεσε τους κυβερνήτες μας. Ποιος? Ο καπετάν-Δημήτρης! Και που να βρει κανείς τους παράδες τώρα που η κόρη γέννησε κι αυτή τη δική της κόρη κι έχει η έρημη και τον σύζυγο αδέσποτο να κάνει δεξιά κι αριστερά, σκόρπια μεροκάματα∙ πρόσθετες οι ανάγκες, μονολόγησε.
Όμως την κλάψα την βαρέθηκε κι ο διάολος, συμπλήρωσε ο καπετάνιος κι άρχισε να εξηγεί τι περιμένει ο ίδιος από τους άρχοντες –κι ας τον να περιμένει.
Περιμένει, λέει, να πάει κάποιος και να κάνει μια απογραφή στα συνεταιριστικά πράγματα, στον κοινό μας πλούτο. Να βρεθεί τι έχει ρουφήξει η χοάνη από τη διάλυση της Αγροτικής Τράπεζας, τι φάγανε οι επιτήδειοι, τι χάσανε οι ηλίθιοι και τι έχει απομείνει να ρημάζει.
Μπορεί, βέβαια να τους το είχαν κλέψει το λάδι παλιά οι συνεταιρισμοί και να ήταν εξαιρετικά καχύποπτοι όλοι οι χωριανοί, διευκρίνισε ο καπετάν-Δημήτρης, αλλά δε μπορεί, από την άλλη, να τα αφήνουμε όλα αυτά να ρημάζουν, κοινή μας περιουσία είναι, δεν είναι?!
Να κάτσουνε κάτω οι σπουδαγμένοι και οι ειδικοί, εδώ οι ντόπιοι, όχι οι κομψευόμενοι κι οι αετονύχηδες παρατρεχάμενοι των υπουργών, αλλά οι δικοί μας, που ξέρουνε και τα πράγματα, ξέρουνε και τις καταστάσεις, να δούνε τι θα γίνει με όλα αυτά. Να δουνε τι θα γίνει και με το λάδι, ώστε να σταματήσομε επιτέλους να το πουλάμε μπιρ παρά και χύδην, στον μεσάζοντα του Ιταλού λαδέμπορου, που έρχεται την κατάλληλη στιγμή και μας βρίσκει γονατισμένους στην ώρα της ανάγκης μας, μουρμούρησε.
Και να μην ανοίγει, ύστερα το διαφημιστικό φυλλάδιο του μεγαλομπακάλη και να βλέπει ο καπετάν-Δημήτρης αυτά τα αίσχη και να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι: τυχαία τον έπιασε στο χέρι του, τον τιμοκατάλογο, ανάμεσα στις εφημερίδες στον πάγκο του καφενείου τις προάλλες κι είδε ότι το λάδι του πουλιέται στα ράφια σε τιμές πολλαπλάσιες απ' ό,τι πήρα αυτός για τον κόπο του και δεν μπορούσε να πιστέψει ούτε στα μάτια του ο καπετάν-Δημήτρης ούτε ότι είναι τόσο μακρινός ο δρόμος από το χωράφι στο ράφι!
-Όλες εκείνες οι ανοξείδωτες δεξαμενές που τις είχαν πληρωμένες οι κουτόφραγκοι, για να μαζεύετε το λάδι σας, καπετάν-Δημήτρη μου, τι γίνανε, που θεωρητικά ήταν αθάνατες?
-Τι να γίνανε, αναρωτιέται κι αυτός!
-Μπας και πληρώσατε εργολάβο να τις κόψει και να τις πουλήσει κι αυτές για παλιοσίδερα, καπετάν-Δημήτρη?
Δεν ήξερε τι να απαντήσει ο καπετάν-Δημήτρης, γι' αυτό μιλούσε για απογραφή, όπως αυτές που έμαθε κι έκανε όταν ήταν αποθηκάριος στο στρατό: ήθελε μόνο να πάνε τα πράγματα λίγο καλύτερα, να σταματήσουν οι κλεψιές και να πάψει να τον κυνηγά το κράτος∙ αυτός, μόνο την οικογένειά του, που την είχε καλύτερα κι από τα μάτια του ήθελε να προστατεύσει, κατά που είχε χρέος - τίποτα άλλο.
Το είχε το παράπονο, χρόνια τώρα, ο καπετάν-Δημήτρης κι αφού είχε βρει την ευκαιρία κι αυτιά πρόθυμα να τον ακούσουν, το 'λεγε και το ξανάλεγε το παράπονό του, ρουφώντας με θόρυβο τον καφέ του: ρουφιάνοι και κερατάδες που μας φτιάξανε κι εμφιαλωτήρια, που μας φτιάξανε και συσκευαστήρια και που παρεμπιπτόντως κάποιοι φτιάξανε από δίπλα και τις προίκες των κοριτσιών τους, αλλά τέλος πάντων, αυτά γίνανε και δεν ξεγίνονται πια…
Όμως, τουλαχιστον, βρε παιδί μου, να ακούσεις κάποιον από τους βουλευτάδες μας και τους πολιτευτάδες μας, βάζω μέσα στον λογαριασμό και τους αυτοδιοικητικούς που φρέσκοι στα αξιώματά τους κορδώνονται κι αυτοί σαν τα γύφτικα σκεπάρνια, να κάνουν μια κίνηση, μια πρόταση, μια πρόσκληση για να μαζευτούνε οι ενδιαφερόμενοι, "εδώ και τώρα"∙ και όχι μόνο γκρίνια και καταγγελίες, κατά που καλομάθανε. Να κάνουν και προτάσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας, επέμεινε ο καπετάν-Δημήτρης, κατά που άκουγε να λένε κι οι σπουδαίοι, τα βράδια στην τηλεόραση.
Να κληθούν κι οι ξενοδόχοι, να έρθουν και τα διάφορα επιμελητήρια των σοφών, μαζί κι οι ντόπιες τράπεζες, να δούνε όλοι πως θα βοηθήσουν -με το αζημίωτο, δε σου λέω- να αποφύγομε το μαχαίρι που ακονίζει για να μας βάλει πάλι στο λαιμό ο μεσάζοντας, ειδικά φέτος που ο κόμπος έχει πια φτάσει στο χτένι.
Καλά τα έλεγε ο καπετάν-Δημήτρης. Κρίμα να πουληθεί πάλι το λάδι του για ψίχουλα που ούτε για τα κλαδέματα –που λέει ο λόγος- δε θα έφταναν αν δεν έπιανε το κλαδευτήρι ο ίδιος ο καπετάν-Δημήτρης με το κουρασμένο χέρι του –καλά που έχει και το γιο του να τον βοηθά -μακροχρόνια άνεργος κι εκείνος.
Αλλά κι όλοι εμείς, ρε παιδί μου, εμείς οι άλλοι, που τα βλέπομε όλα αυτά να συμβαίνουν κάθε χρόνο απαράλλαχτα. Και να μην τολμούμε να κάνουμε τίποτα, ούτε κι εμείς για να τα αλλάξομε όλα αυτά τα αίσχη! Μήπως δεν έχομε κι εμείς τις ευθύνες μας?
Ήρθε σήμερα και μας τίμησε με ξαφνική επίσκεψή ένας καλός άνθρωπος του μόχθου, ένας αγαπητός φίλος που ζει στο χωριό του, δουλεύοντας στον ελαιώνα του και στο μποστάνι του.
Ένας βιοπαλαιστής που προσπαθεί να ζήσει σαν καλός χριστιανός την οικογένειά του, με μια-δυο όρνιθες στην αυλή του και μιαν αίγα στο περβόλι, παραδίπλα στο αμπελάκι του.
Τώρα αυτός, που τον θυμόμασταν πάντα γελαστό, χαμογελά με βία, προσπαθώντας ν’ αντέξει το πρόσθετο άχθος που του φορτώνουν στην πλάτη του, οι ρουφιάνοι που μας κυβερνούν. Μάλιστα: ρουφιάνους τους αποκάλεσε τους κυβερνήτες μας. Ποιος? Ο καπετάν-Δημήτρης, που δεν έχει ποτέ κακόν λόγο για κανέναν! Έτσι τους αποκάλεσε!
Μόλις είχε περάσει μια βόλτα από τον λογιστή του, και με την ευκαιρία μας έκανε και τη βίζιτα. Δεν μπορείς πια να κάμεις τίποτα αν δεν έχεις λογιστή, εξήγησε! "Νοίκι για το σπίτι μου και τα πατρογονικά μου, που τα έχω από τον προπάππου μου, θέλουν να μου βάλουν οι κερατάδες", είπε. Μάλιστα: και κερατάδες τους αποκάλεσε τους κυβερνήτες μας. Ποιος? Ο καπετάν-Δημήτρης! Και που να βρει κανείς τους παράδες τώρα που η κόρη γέννησε κι αυτή τη δική της κόρη κι έχει η έρημη και τον σύζυγο αδέσποτο να κάνει δεξιά κι αριστερά, σκόρπια μεροκάματα∙ πρόσθετες οι ανάγκες, μονολόγησε.
Όμως την κλάψα την βαρέθηκε κι ο διάολος, συμπλήρωσε ο καπετάνιος κι άρχισε να εξηγεί τι περιμένει ο ίδιος από τους άρχοντες –κι ας τον να περιμένει.
Περιμένει, λέει, να πάει κάποιος και να κάνει μια απογραφή στα συνεταιριστικά πράγματα, στον κοινό μας πλούτο. Να βρεθεί τι έχει ρουφήξει η χοάνη από τη διάλυση της Αγροτικής Τράπεζας, τι φάγανε οι επιτήδειοι, τι χάσανε οι ηλίθιοι και τι έχει απομείνει να ρημάζει.
Μπορεί, βέβαια να τους το είχαν κλέψει το λάδι παλιά οι συνεταιρισμοί και να ήταν εξαιρετικά καχύποπτοι όλοι οι χωριανοί, διευκρίνισε ο καπετάν-Δημήτρης, αλλά δε μπορεί, από την άλλη, να τα αφήνουμε όλα αυτά να ρημάζουν, κοινή μας περιουσία είναι, δεν είναι?!
Να κάτσουνε κάτω οι σπουδαγμένοι και οι ειδικοί, εδώ οι ντόπιοι, όχι οι κομψευόμενοι κι οι αετονύχηδες παρατρεχάμενοι των υπουργών, αλλά οι δικοί μας, που ξέρουνε και τα πράγματα, ξέρουνε και τις καταστάσεις, να δούνε τι θα γίνει με όλα αυτά. Να δουνε τι θα γίνει και με το λάδι, ώστε να σταματήσομε επιτέλους να το πουλάμε μπιρ παρά και χύδην, στον μεσάζοντα του Ιταλού λαδέμπορου, που έρχεται την κατάλληλη στιγμή και μας βρίσκει γονατισμένους στην ώρα της ανάγκης μας, μουρμούρησε.
Και να μην ανοίγει, ύστερα το διαφημιστικό φυλλάδιο του μεγαλομπακάλη και να βλέπει ο καπετάν-Δημήτρης αυτά τα αίσχη και να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι: τυχαία τον έπιασε στο χέρι του, τον τιμοκατάλογο, ανάμεσα στις εφημερίδες στον πάγκο του καφενείου τις προάλλες κι είδε ότι το λάδι του πουλιέται στα ράφια σε τιμές πολλαπλάσιες απ' ό,τι πήρα αυτός για τον κόπο του και δεν μπορούσε να πιστέψει ούτε στα μάτια του ο καπετάν-Δημήτρης ούτε ότι είναι τόσο μακρινός ο δρόμος από το χωράφι στο ράφι!
-Όλες εκείνες οι ανοξείδωτες δεξαμενές που τις είχαν πληρωμένες οι κουτόφραγκοι, για να μαζεύετε το λάδι σας, καπετάν-Δημήτρη μου, τι γίνανε, που θεωρητικά ήταν αθάνατες?
-Τι να γίνανε, αναρωτιέται κι αυτός!
-Μπας και πληρώσατε εργολάβο να τις κόψει και να τις πουλήσει κι αυτές για παλιοσίδερα, καπετάν-Δημήτρη?
Δεν ήξερε τι να απαντήσει ο καπετάν-Δημήτρης, γι' αυτό μιλούσε για απογραφή, όπως αυτές που έμαθε κι έκανε όταν ήταν αποθηκάριος στο στρατό: ήθελε μόνο να πάνε τα πράγματα λίγο καλύτερα, να σταματήσουν οι κλεψιές και να πάψει να τον κυνηγά το κράτος∙ αυτός, μόνο την οικογένειά του, που την είχε καλύτερα κι από τα μάτια του ήθελε να προστατεύσει, κατά που είχε χρέος - τίποτα άλλο.
Το είχε το παράπονο, χρόνια τώρα, ο καπετάν-Δημήτρης κι αφού είχε βρει την ευκαιρία κι αυτιά πρόθυμα να τον ακούσουν, το 'λεγε και το ξανάλεγε το παράπονό του, ρουφώντας με θόρυβο τον καφέ του: ρουφιάνοι και κερατάδες που μας φτιάξανε κι εμφιαλωτήρια, που μας φτιάξανε και συσκευαστήρια και που παρεμπιπτόντως κάποιοι φτιάξανε από δίπλα και τις προίκες των κοριτσιών τους, αλλά τέλος πάντων, αυτά γίνανε και δεν ξεγίνονται πια…
Όμως, τουλαχιστον, βρε παιδί μου, να ακούσεις κάποιον από τους βουλευτάδες μας και τους πολιτευτάδες μας, βάζω μέσα στον λογαριασμό και τους αυτοδιοικητικούς που φρέσκοι στα αξιώματά τους κορδώνονται κι αυτοί σαν τα γύφτικα σκεπάρνια, να κάνουν μια κίνηση, μια πρόταση, μια πρόσκληση για να μαζευτούνε οι ενδιαφερόμενοι, "εδώ και τώρα"∙ και όχι μόνο γκρίνια και καταγγελίες, κατά που καλομάθανε. Να κάνουν και προτάσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας, επέμεινε ο καπετάν-Δημήτρης, κατά που άκουγε να λένε κι οι σπουδαίοι, τα βράδια στην τηλεόραση.
Να κληθούν κι οι ξενοδόχοι, να έρθουν και τα διάφορα επιμελητήρια των σοφών, μαζί κι οι ντόπιες τράπεζες, να δούνε όλοι πως θα βοηθήσουν -με το αζημίωτο, δε σου λέω- να αποφύγομε το μαχαίρι που ακονίζει για να μας βάλει πάλι στο λαιμό ο μεσάζοντας, ειδικά φέτος που ο κόμπος έχει πια φτάσει στο χτένι.
Καλά τα έλεγε ο καπετάν-Δημήτρης. Κρίμα να πουληθεί πάλι το λάδι του για ψίχουλα που ούτε για τα κλαδέματα –που λέει ο λόγος- δε θα έφταναν αν δεν έπιανε το κλαδευτήρι ο ίδιος ο καπετάν-Δημήτρης με το κουρασμένο χέρι του –καλά που έχει και το γιο του να τον βοηθά -μακροχρόνια άνεργος κι εκείνος.
Αλλά κι όλοι εμείς, ρε παιδί μου, εμείς οι άλλοι, που τα βλέπομε όλα αυτά να συμβαίνουν κάθε χρόνο απαράλλαχτα. Και να μην τολμούμε να κάνουμε τίποτα, ούτε κι εμείς για να τα αλλάξομε όλα αυτά τα αίσχη! Μήπως δεν έχομε κι εμείς τις ευθύνες μας?
0 Σχόλια