Sponsor

ATHENS WEATHER

Ένας Βασίλης …. Άγιος

Του Π.Μ.

“Μια μικρή βοήθεια… σας παρακαλώ… Είμαι απολυμένος. Μια βοήθεια. Καλά Χριστούγεννα”. Καθόταν δίπλα στις σκάλες με ένα κυπελάκι στο χέρι. Κανένας δεν τον πρόσεχε. Μόνο μια κυρία, πέρασε δίπλα του, στάθηκε και σήκωσε το φρύδι. Πιο κει, ένας άστεγος πουλούσε τη Σχεδία του μήνα. Και κάτω, μέσα στο σταθμό του μετρό, είδα τον γνωστό μου, αυτόν που είχε πόστο το μηχάνημα των εισιτηρίων.


“Τα ρέστα, τα χρειάζεσαι;” ρώτησε μόλις άκουσε ήχο κέρματος.

“Κάτι τα χρειάζομαι, αλλά δεν θυμάμαι τί”, του είπα Του έδωσα 20 λεπτά. Δεν του δίνω κάθε μέρα. Ακουσα από κάτω το τρένο. Έφευγε ή ερχόταν; Έφευγε.

“Δεν πειράζει δεσποινίς. Σε δυο λεπτά έρχεται το επόμενο”

Είχε άσπρα μακριά μαλλιά κι άσπρα γένια. Φορούσε ένα σκισμένο παλτό.

“Σε δύο δεσποινίς. Δεν είναι πολύ”. Μου έδειξε το ρολόι. Κουβαλούσε κι έναν σάκο στον ώμο.

“Προσοχή στα προσωπικά σας αντικείμενα”, προειδοποίησε μια φωνή.

“Προσέχουμε, προσέχουμε”, είπε ο ασπρομάλλης και έσφιξε το σάκο.

“Ε ρε πήξαμε από δαύτους τελευταία. Άντε τώρα να καταλάβεις ποιος είναι αληθινός,”, μουρμούρισε ένας κυριούλης και έφυγε μέτρα μακριά, απέναντι. Κάθισε κάτω άπο έναν στίχο του Καβάφη και χασμουρήθηκε. Μετά έβγαλε από μια σακούλα ένα περιοδικό για αυτοκίνητα και διάβαζε με συγκίνηση. Φαινόταν αληθινός.

“ Έρχεται, δεσποινίς. Προσοχή στο κενό” είπε ο ασπρομάλλης

Το βαγόνι ήταν άδειο. Κάθησα σε μια θέση στην τύχη. Ο “συνοδός” μου κάθησε ακριβώς απέναντι.

“Πώς σας λένε δεσποινίς;”

“Εσμεράλντα.”

“Εμένα Άγιο. Χαίρω πολύ”

“Αγη; Από το Αγησίλαος;”.

“Οχι. Άγιο, από το Βασίλης”, Τον κοίταξα λοξά.

“Βασίλη με βάφτισαν. Οι φίλοι, με φωνάζουν Άγιο”

“ Μπράβο. Ωραίο όνομα”

“Το Εσμεράλντα ειναι καλύτερο.”

Η πόρτα άνοιξε και μπήκαν κι άλλοι. Κάθησαν στις θέσεις δίπλα μας.

“Δεν μου αρέσει να γίνομαι φορτικός δεσποινίς. Όμως πρέπει να με βοηθήσετε”, ειπε χαμηλόφωνα.

Περίεργο λεξιλόγιο για περιπλανώμενο. Τον κοιταξα καλύτερα.

“Τί θελετε;”

“Να με πατε σε μια διεύθυνση. Ειναι μεγαλη ανάγκη”. Έβγαλε ένα τσαλακωμένο, βρώμικο χαρτί. Μου το έδωσε. Το μετρό άρχισε να τρέχει σαν τρελό. Διάβασα μερικά ονόματα. Καποιες διευθύνσεις.

“Μάλλον πάσχει απο Αλτσχάιμερ” , σκέφτηκα. Τον κοίταξα στα μάτια. Ήταν μεγάλα, ωραία. Τα μάτια ενός Αγίου.

“Θα με πάτε, δεσποινίς;”.

“Ναι. Έχω λίγο χρόνο στη διάθεση μου”.

“Το ήξερα”, είπε και κοίταξε έξω από το τζάμι.

Κατεβήκαμε στους Αμπελοκήπους. Εκεί, κάπου κοντά στην Αλεξάνδρας ήταν το σπίτι που έψαχνε ο Άγιος. Την ήξερα καλά την περιοχή, ευτυχώς.

Περπατήσαμε μαζί, δίπλα δίπλα

“Μα τί έχετε πια σ’ αυτόν το σακο και τον προσέχετε τόσο πολύ;”

“Κάτι. Κάτι πολύτιμο”.

Φτάσαμε στον προορισμό μας. Μια πολυκατοικία σαν όλες τις άλλες. Το όνομα στο χαρτάκι όμως, δεν υπήρχε στα κουδούνια. Δεν υπήρχε πουθενά..

“Άργησα. Για άλλη μια φορά, άργησα” Ο ‘Αγιος αποκαμωμένος κατέβασε το σάκο του στο πεζοδρόμιο και κάθησε πάνω του.

“Πόσο αργήσατε Άγιε;”

“Πολύ. Χρόνια μάλλον. Δεσποινίς είμαι ένας μόνο. Και τα παιδιά, εκατομμύρια.”

“Πού θέλετε να πάμε τώρα;”

“Σπίτι μου. Να γυρίσω σπίτι μου. Είμαι πολύ κουρασμένος”

“Που μένετε;”

“Στο άλσος. ”.

“Ποιο άλσος;”

“Δεν θυμάμαι”.

Στο μυαλό μου έψαχνα αριθμούς. Πολλούς αριθμούς..Τον αριθμό που είχαν δώσει για τους αστεγους. Τον αριθμό του silver alert. Το 100. Και μετά τα εκατομμύρια παιδιά που περίμεναν.

“Πάμε”, του είπα απλά και με ακολούθησε.

Ξαφνικά μες στη μέση του δρόμου στάματησε.

“Θέλω μια γρανίτα,” είπε.

Δεν το σκέφτηκα πολύ. Τον πήγα στο πρωτο καφέ που συναντησαμε. Δεν είχε γρανίτα. Ο Άγιος ήθελε μια ζεστή σοκολάτα. Ή μιλκ σέικ; Ή σοκολάτα; Δεν μπορούσε να αποφασίσει. Παρήγγειλε μόνος του και τα δυο. Με τρόπο κοίταξα στην τσάντα μου να δω αν έχω λεφτά.

“ Παλιά η Ελλάδα μου άρεσε πολύ. Τώρα είναι χάλια”

‘Ναι, δεν είναι οπως παλιά”

“Οταν ερχόμουν εδώ για να δουλέψω πέταγα. Το έκανα με μεγαλη χαρά”

“Αγιε…θέλω να σας ρωτήσω κάτι.. είστε μόνος στη ζωή;”

“Ναι, είμαι. Μόνος. Μην ακούς για βοηθούς και ταράνδους. Αυτά ειναι παραμύθια”

Ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου. Πικρός μου φάνηκε, αλλά έτσι τον έπινα πάντα.

“ Και πώς τα καταφέρνετε Άγιε. Θέλω να πω σε μια μέρα…πως μπορείτε να μοιράζετε δώρα σε ολα τα παιδιά του κόσμου;”

“Δεν το κάνω σε μια μέρα…κι αυτά όλα είναι Μύθος. Μπορεί να μου πάρει έναν ολόκληρο χρόνο να μοιράσω τα δώρα. Ή και παραπάνω. Να… σ’ αυτο το παιδάκι εδώ..δεν προλαβα. Το ξέχασα μάλλον.”

Ξαφνικά σαν να τον τσίμπησε μύγα. Σηκώθηκε να πάει τουαλέτα. Τον σάκο τον είχε αφήσει δίπλα μου και φυσικά μπήκα στον πειρασμό. Τον άνοιξα. Ο σερβιτόρος απέναντι στραβοκοίταζε εδώ και ώρα. Τον φώναξα και πλήρωσα.

“Πάμε; Έχω πολλά παιδιά να επισκεφτώ”

“Δύσκολο αυτό”.

“Δύσκολο δεν έιναι αυτό Εσμεράλντα. Δύσκολο είναι άλλο…ξέρεις ποιο.”

“Ποιο;”

“Αυτό που σκεφτόσουν κι εσύ κάποτε..Είναι δύσκολο να καταλάβω ποια παιδιά με έχουν πραγματικά ανάγκη.”

Τον κοίταξα περίεργη. Και θυμήθηκα.

“Ο Αη Βασίλης γιατί δεν πήγε ποτέ στο κοριτσάκι με τα σπίρτα;” Μια από τις πρώτες απορίες της ζωής μου.

Και μια από τις απορίες που έμειναν απορίες.

“Και τί κάνετε Άγιε για αυτό;”

“Τι να κάνω κορίτσι μου; Μπορεί να είμαι Άγιος, αλλά είμαι μόνος σε έναν άδικο κόσμο. Τί περιμένεις να κάνω;”

Για πρώτη φορά χαμογέλασε πλατιά. Μια σειρά απο ετοιμόρροπα, σάπια δόντια εμφανίστηκαν πανηγυρικά.

”’Πάμε. Έχω πολλή δουλειά. Ετσι όπως έχει γινει η Ελλάδα, η δουλεια μου είναι ακομα πιο σκληρή”

Σηκωθήκαμε. Μου ζήτησε να τον πάω και στην επόμενη διεύθυνση. Δέχτηκα. Το πρόγραμμα μου άλλωστε είχε καταστραφεί, δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω.Περάσαμε απέναντι από ένα αστυνομικό τμήμα. Ο Άγιος με κοίταξε.

“Ξέρω πως άνοιξες το σάκο”, είπε. Αισθάνθηκα πολύ άβολα

“Και ξέρω πως δεν σε λένε Εσμεράλντα, ωραία μου δεσποινίς”. Περπάτησα μουδιασμένη.

“Λοιπόν; Bρήκες μέσα στο σάκο, αυτό που ήθελες;”, με ρώτησε.

Δεν ήξερα τί ηθελα ακριβώς, βρήκα ομως αυτό που περίμενα. Παλιόρουχα και παλιοπράγματα. Ο, τι θα κουβαλούσε μαζί του ένας άστεγος.

“Λοιπόν Αλίκη; Βρήκες αυτό που έψαχνες;”

Ο Άγιος Βασίλης με το σκισμένο παλτό, ήξερε το όνομα μου. Παρ όλα αυτά,δεν πανικοβλήθηκα, ούτε τα έχασα.

”Οχι Άγιε. Δεν βρήκα αυτό που έψαχνα.”

“Δεν έψαξες βαθιά, για αυτό” είπε και μπήκαμε σε ένα λεωφορείο. Το επόμενο παιδί που θα ψάχναμε ήταν στο Κουκάκι. Δεν ήταν και πολύ μακριά.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια