Κρίσιμες είναι, πάντα, οι εκλογές σε μια κοινωνία η οποία δεν έχει λύσει
στοιχειώδη ζητήματα της ύπαρξής της και κάθε φορά ελπίζει πως η επόμενη
ημέρα θα είναι καλύτερη. Κρίσιμες είναι, επίσης, οι εκλογές στις οποίες η
πολιτική τάξη επιζητεί με πάθος την εξουσία όχι για να διαχειριστεί, αγαθώ
τω τρόπω, τα κοινά αλλά διότι ευελπιστεί ότι με την νομή της θα πλουτίσει,
θα αποκτήσει δόξα και θα αναπαράγει τα εξουσιαστικά της σύνδρομα. Αυτός
είναι και ο λόγος για τον οποίο στην Ελλάδα υπάρχει, ακόμη, ένταση και πάθος
από τους διεκδικητές της εξουσίας. Και τους κομματικούς ακολούθους τους.
Για λόγους, επίσης, ακατανόητους η ελληνική κοινωνία συνεχίζει να αναπαράγει
διχαστικά διλήμματα που έχουν τις ρίζες τους στο 1916 και εκφράστηκαν, κατά
καιρούς, από διάφορους πολιτικούς ως σήμερα.
Δεν είναι τυχαία η προσπάθεια μίμησης και οικειοποίησης του Ανδρέα
Παπανδρέου από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ούτε και η
διεκδίκησή του από τους νόμιμους πολιτικούς διαδόχους του. Δεν είναι,
επίσης, τυχαία η απαξιωτική αναφορά στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ από τη Νέα
Δημοκρατία την οποία, πράγματι, κατάφερε να περάσει στο περιθώριο της
ιστορίας όσο ζούσε. Έργο δύσκολο αν σκεφθεί κανείς πως η Νέα Δημοκρατία
μεταπολιτευτικά, η ΕΡΕ προδικτατορικά και οι δεξιές παρατάξεις μεταπολεμικά
ήταν ο πολιτικός χώρος της εξαρτημένης και κρατικοδίαιτης άρχουσας τάξης
στην Ελλάδα η οποία διαμορφώθηκε υπο τις ιδιαίτερες συνθήκες της δεκαετίας
του 40. Αστική τάξη στην Ελλάδα επιχειρήθηκε να συγκροτηθεί επι Βενιζέλου,
πείραμα το οποίο απέτυχε μαζί με την εκστρατεία στην Μικρά Ασία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την μνημονιακή κρίση το μόνο κόμμα το
οποίο επιχείρησαν να διασώσουν-και διέσωσαν- οι Έλληνες ολιγάρχες ήταν η
Νέα Δημοκρατία όταν έφθασε στο 18% το ποσοστό της.
Η αντιπαράθεση δεν δείχνει, μόνο, ότι οι διαφορές των πολιτικών σχηματισμών
έχουν μείνει στο παρελθόν αλλά και την αδυναμία των σημερινών ηγετών να τις
εκσυγχρονίσουν. Δύσκολα κάποιος πολιτικός παρατηρητής θα μπορούσε να
διακρίνει διαφορές ουσίας μεταξύ των κομματικών σχηματισμών. Αυτό σημαίνει
ομογενοποίηση του πολιτικού φάσματος. Η εύκολη δικαιολογία της ανικανότητας
των πολιτικών κομμάτων να παράγουν πολιτική είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση προς τις
πολιτικές της οποίας θα πρέπει να συγκλίνουν και οι δεσμεύσεις που έχει
αναλάβει η χώρα με τα μνημόνια που υπέγραψε.
Έτσι καταλήγουμε στο να επιλέγουμε διαχειριστές μιας, ουσιαστικά, ίδιας
πολιτικής στις εκλογές και όχι εναλλακτικών πολιτικών.
Και εδώ υπάρχει πρόβλημα δημοκρατικής λειτουργίας. Διότι δημοκρατία δεν
είναι, μόνο, το δικαίωμα της ψήφου. Είναι και το τι παρέχεται ως δυνατότητα
επιλογής, πως το επιλέγεις και πως επηρεάζεσαι στην διαμόρφωση της γνώμης
σου. Αυτό που λέμε λειτουργία των ιδεολογικών μηχανισμών η οποία στην Ελλάδα
γίνεται με πρωτόγονο τρόπο.
Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί υποτίθεται ότι λειτουργούν με μια λεπτότητα για να
εκμαιεύσουν την κοινωνική συναίνεση. Στην Ελλάδα λειτουργούν με μια
μονολιθικότητα προσανατολισμού τον οποίο επιλέγουν οι ιδιοκτήτες τους, μέλη
μιας μικρής αθηναϊκής ολιγαρχίας χωρίς αστικά χαρακτηριστικά. Και εδώ
εστιάζεται ένα ακόμη παθολογικό σύμπτωμα της ελληνικής κοινωνίας που
προσπαθεί μετά την απελευθέρωσή της πριν 200 χρόνια να δημιουργήσει μια
κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία χωρίς αστική τάξη. Η εκάστοτε άρχουσα τάξη
(που στην Ελλάδα σε αγαστή συνεργασία με τα πολιτικά κόμματα λειτούργησε ως
ολιγαρχία) δεν είχε αστικά χαρακτηριστικά. «Κομπραδόρικη» την χαρακτήριζε ο
Ανδρέας Παπανδρέου ενώ στις μέρες μας της προσδίδουν πιο ακραίους
χαρακτηρισμούς.
Αυτή η κρατικοδίαιτη κατά κύριο, λόγο άρχουσα τάξη έχει εγκατασταθεί στο
αθηναϊκό κέντρο και μαζί με την πολιτική τάξη και τους θεράποντες των
σκοπιμοτήτων τους που κατ ευφημισμόν ονομάζονται διανοούμενοι, εφαρμόζουν
μια πρωτόγονα συγκεντρωτική πολιτική. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής είναι
τα καθημερινά αδιέξοδα στην ζωή των 4,5 εκατομμυρίων κατοίκων του
λεκανοπεδίου και η ερήμωση της περιφέρειας.
Για την περιφερειακή ερήμωση καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε και η διοικητική
δομή που επιβλήθηκε με τον Καλλικράτη από πολιτικούς που δεν είχαν ιδέα από
τις ανάγκες της ελληνικής περιφέρειας. Αλλά και να είχαν αν μια απόφαση
συλληφθεί από την ηγεσία ενός κόμματος δεν υπάρχει καμιά εσωκομματική δύναμη
να την ανατρέψει. Ένα κομματικό σύστημα στο οποίο την απόλυτη εξουσία ασκεί
ο αρχηγός και η ομάδα που συγκροτεί γύρω του- ή ο πρωθυπουργός αν το κόμμα
αναλάβει την εξουσία- καταπνίγει οποιαδήποτε διαφορετική άποψη, χωρίς καν να
την ακούσει. Το κομματικό- πολιτικό σύστημα απαιτεί από τους βουλευτές και
τα στελέχη του πλήρη και ολοκληρωτική υποταγή ακόμη και αν διακυβεύονται
συμφέροντα της εκλογικής περιφέρειας που υποτίθεται εκπροσωπεί ο βουλευτής.
Αυτή η πρωθυπουργική υπερεξουσία δίνει στο κόμμα και τον αρχηγό του τη
δυνατότητα να ελέγχει το σύνολο των θεσμών με αποτέλεσμα ένα προβληματικό
κράτος δικαίου, χωρίς αποτελεσματική λειτουργία των οιονεί θεσμικών
αντιβάρων. Έτσι, παρακολουθούμε φαινόμενα ο πρωθυπουργός να υπαγορεύει
δημοσίως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τι να κάνει σε περιπτώσεις που
απασχολούν τον δημόσιο βίο και ο εισαγγελέας να προβαίνει σε δηλώσεις του
είδους «το μαχαίρι θα φθάσει ως το κόκαλο» λες και αυτό δεν είναι πάντοτε το
απολύτως ζητούμενο της δικαιοσύνης. Πρέπει να το δηλώσει- και να το
επιθυμεί- ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για να φθάσει το μαχαίρι στο κόκαλο
σε δικαστικές υποθέσεις;
Στην Ελλάδα ναι αν κρίνει κανείς πως η υπόθεση Καραϊβάζ, της μαφιόζικης
δολοφονίας, δηλαδή, ενός δημοσιογράφου που φαίνεται η αστυνομία να βρίσκεται
στα ίχνη των δολοφόνων του, βαίνει σε αίσιο πέρας μετά από διεθνείς πιέσεις
για την ελευθερία του τύπου στην χώρα. Ειρήσθω εν παρόδω πως στην διεθνή
κατάταξη ελευθερίας του τύπου η Ελλάδα, σύμφωνα με τους “Ρεπόρτερς Χωρίς
Σύνορα”, κατέχει την 107η θέση!
Κατά τα κριτήρια κατάταξης η ελευθερία δεν αποτιμάται μόνο από τις
συνέπειες που έχεις ή δεν έχεις αν εκφραστείς αλλά και από το αν σου
δίνεται η δυνατότητα να εκφραστείς. Και σε αυτό το τελευταίο ο έλεγχος
των ΜΜΕ από τους Έλληνες ολιγάρχες και η ταύτιση της λειτουργίας τους με
τα οικονομικά- και πολιτικά- συμφέροντά τους καθιστά και την λειτουργία
του τύπου προβληματική στην χώρα.
Αυτές και άλλες παρενέργειες του δημόσιου βίου- στις οποίες πρέπει να
προστεθούν και οι οικονομικές δυσκολίες των Ελλήνων- δημιουργούν ένα
αντισυστημικό ρεύμα το οποίο ζητά και πολιτική έκφραση. Αν οι ενδείξεις που
υπάρχουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιβεβαιωθούν το ρεύμα αυτό θα
καταγραφεί ως υπολογίσιμη πολιτική δύναμη. Το τι εκφράζει είναι άλλη
υπόθεση.
Εν ολίγοις, υπάρχει ένας πολιτικός κατακερματισμός ο οποίος οφείλεται στην
αδυναμία του πολιτικού συστήματος να διαμορφώσει βιώσιμες συνθήκες
καθημερινότητας της ελληνικής κοινωνίας και έκδηλης ανικανότητάς του στην
διαχείριση κρίσιμων ζητημάτων όπως οι διαφορές με την Τουρκία, η υγεία, η
παιδεία, η ασφάλιση των πολιτών.
Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες, διέρχεται ένα μεταβατικό στάδιο προσαρμογής
σε νέα δεδομένα που επιβάλλουν οι νέες τεχνολογίες χωρίς να έχει
δημιουργήσει τις στέρεες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτειακές δομές του
προηγούμενου κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος που θα βοηθούσαν στην προσαρμογή
της στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται.
Η προσαρμογή στα νέα δεδομένα απαιτεί αποσυγκέντρωση, λόγω των δυνατοτήτων
που παρέχουν οι νέες τεχνολογίες αλλά και κοινωνική και πολιτική συναίνεση.
Η κοινωνική συναίνεση καταγράφεται πολιτικά με την συγκυβέρνηση η οποία στην
Ελλάδα εξοβελίζεται ως ενδεχόμενο. Έτσι, βοηθούντος και του εκλογικού
συστήματος της απλής αναλογικής δεν αποκλείεται η χώρα να περιέλθει σε μια
μακρόχρονη ακυβερνησία σε μια κρίσιμη περίοδο.
Η απλή αναλογική ως σύστημα προσιδιάζει στην εποχή ενός πολιτικού
περιβάλλοντος χωρίς ουσιαστικές πολιτικές διαφορές αλλά, απλώς,
διαχειριστικού όμως οι πολιτικοί ηγέτες, μετρίου αναστήματος, δεν την
αποδέχονται διότι διεκδικούν αποκλειστικά την νομή εξουσίας από τους ίδιους
και την παρέα τους.
Στην Ελλάδα, μικρές παρέες στο αθηναϊκό κέντρο λυμαίνονται την εξουσία και
εκείνο που διακυβεύεται στις εκλογές είναι η δημοκρατία. Εν κατακλείδι, η Ελλάδα από την απελευθέρωσή της ως σήμερα δεν κατάφερε
να συγκροτηθεί σε ανεξάρτητο κράτος δυτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας,
λειτουργεί οιονεί ως προτεκτοράτο και η δημοκρατική της λειτουργία είναι
προβληματική.
Αυτά είναι τα μείζονα διακυβεύματα.
0 Σχόλια