Το «ποδαρικό» στην ακραία κομματική πόλωση που έκαναν τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης και ο μέχρι πρότινος εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Νάσος Ηλιόπουλος θα αμέμενε κανείς ότι θα ακολουθείτο από ένα τσουνάμι αντιδράσεων από το πολιτικό δυναμικό, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους λεγόμενους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.
Δύο από τα υπερπροβεβλημένα στελέχη των κομμάτων εξουσίας αντάλλαξαν ύβρεις –«είσαι κλόουν», «είστε άθλια υποκείμενα»- και αν οι οικοδεσπότες του τηλεοπτικού πρωινάδικου που τους «φιλοξενούσε» τους άφηναν αχαλιναγώγητους ουδείς γνωρίζει που θα κατέληγαν. Φεύ, όμως! Ο άγριος καβγάς που είχαν μπροστά στις κάμερες αντιμετωπίστηκε ως κάτι σύνηθες. Ούτε οι ηγεσίες των κομμάτων τους τούς κάλεσαν να δώσουν εξηγήσεις. Ούτε φυσικά οι ίδιοι ένοιωσαν την ανάγκη να απολογηθούν για τη συμπεριφορά την οποία είχαν και την εικόνα που παρουσίασαν.
Με κυνικότητα, μάλιστα, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι δεν αποκλείεται και ο ένας και ο άλλος να έφυγαν από τα τηλεοπτικά στούντιο ικανοποιημένοι για τη στάση τους. Είναι, άλλωστε, σαφές για τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ της εγχώριας πολιτικής ζωής, ότι οι τηλεοπτικοί καβγάδες είναι σχεδόν πάντοτε άκρως αποδοτικοί για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους. Οι οποίοι συχνά μόλις κλείνουν οι κάμερες φεύγουν… αγκαλιασμένοι από τα τηλεοπτικά πλατό.
Κακά τα ψέματα, οι φανατικοί οπαδοί, ανεξαρτήτως παρατάξεως, αρέσκονται στις επιθετικές συμπεριφορές που επιδεικνύονται τα στελέχη των κομμάτων που υποστηρίζουν. Έτσι όσο πιο εριστικός προς τους αντιπάλους του είναι κάποιος πολιτικός, τόσο πιο δημοφιλής γίνεται στους απαρτίζοντες τον κομματικό πυρήνα. Μπορεί την ίδια ώρα να γίνεται απεχθής σε όλους τους υπολοίπους, που είτε είναι μετριοπαθείς και νουνεχείς πολίτες, είτε ανήκουν στους φανατικούς της άλλης πλευράς, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την εκτίναξη των προσωπικών του μετοχών στο εσωτερικό του κομματικού χρηματιστήριου.
Θα μπορούσε, μάλιστα, χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής να υποστηρίξει κανείς ότι όσο απεχθέστερος γίνεται κάποιος στα μάτια του αντίπαλου οπαδικού ακροατηρίου τόσο μετατρέπεται σε ολοένα και μεγαλύτερο αντικείμενο λατρείας για τους οπαδούς του δικού του χώρου. Τα παραδείγματα είναι πολλά τόσο από παλαιότερες πολιτικές περιόδους όσο και από την τρέχουσα που τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα.
Τυχάρπαστα πρόσωπα που δημιουργούν θόρυβο γύρω από το όνομα τους, ξεχωρίζουν χωρίς να διαθέτουν κανένα απολύτως χάρισμα πέραν ίσως του θράσους και της συγκρουσιακής ορμής που επιδεικνύουν. Στον αντίποδα, σοβαροί άνθρωποι με επαγγελματικές περγαμηνές και διακρίσεις που έχουν προτάσεις να καταθέσουν και αρθρώνουν ουσιαστικό πολιτικό λόγο δυσκολεύονται να σπάσουν το φράγμα της αποσιώπησης με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι επειδή δεν θορυβούν και, ως εκ τούτου, «δεν κάνουν νούμερα», ικανά να τους εξασφαλίσουν περισσότερες προσκλήσεις για τηλεοπτικές εμφανίσεις.
Δεν είναι τυχαίος, εξάλλου, ο πολύ περιορισμένος αριθμός των πολιτικών στελεχών που καλούνται στις ουκ ολίγες τηλεοπτικές εκπομπές. Με ευθύνη άλλοτε των υπευθύνων των εκπομπών που απευθύνουν τις προσκλήσεις και άλλοτε των επικοινωνιακών επιτελείων των κομμάτων που επιλέγουν τους εκπροσώπους που στέλνουν στα τηλεοπτικά πάνελ, το βασικό κριτήριο επιλογής είναι τις περισσότερες φορές η κακώς εννοούμενη μαχητικότητα.
Τα προηγούμενα χρόνια που ήταν χρόνια μεγάλης πολιτικής έντασης, αρχικά εξαιτίας της πίεσης που ασκήθηκε από τις μνημονιακές πολιτικές σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα και εν συνεχεία λόγω της οξύτητας που πυροδότησε η διχαστική στρατηγική της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, τα έξαλλα και… ζοχαδιακά πολιτικά στελέχη κέρδιζαν κατά κράτος εξοβελίζοντας από το πεδίο όσους επιχειρούσαν να πάρουν αποστάσεις από τα εύπεπτα λαϊκίστικα αφηγήματα για τους «καλούς» της μιας πλευράς και το «απόλυτο καλό» της άλλης όχθης. Εκείνα που έθρεψαν τη «Χρυσή Αυγή» και καλλιέργησαν τον «χρυσαυγητισμό».
Παρά ταύτα, πάντως, και καθώς βαθμιαία η Ελλάδα επιστρέφει -με αργούς ρυθμούς είναι η αλήθεια- στην κανονικότητα είναι απορίας άξιον αν η μακρά προεκλογική περίοδος που διανύουμε -και η οποία έχει ακόμη μακρύ δρόμο μπροστά της- αποτελεί το κατάλληλο πλαίσιο για να συνεχίζεται αενάως η τοξική αντιπαράθεση. Διότι μπορεί οι φιλέριδες πολιτικοί, οι οποίοι είτε είναι έτσι από τη φύση τους είτε παίζουν αυτό τον ρόλο, να αφιονίζουν το φανατικό κοινό της μιας ή της άλλης παράταξης, την ίδια στιγμή, όμως, απωθούν όλους όσοι δεν υποστηρίζουν τυφλά και άκριτα μια παράταξη.
Αν, μάλιστα, επιβεβαιωθεί η υπόθεση ότι στις επερχόμενες εκλογές, περισσότερο ίσως από όλες τις προηγούμενες, οι πολίτες χωρίς ιδιαίτερη κομματική ταύτιση θα είναι εκείνοι που με την επιλογή την οποία θα κάνουν στις κάλπες θα κρίνουν την έκβαση του αποτελέσματος, τότε η χρησιμότητα των στελεχών που ποντάρουν στον φανατισμό γίνεται όλο πιο περιορισμένη. Διότι μπορεί η πόλωση, η οξύτητα και η τοξικότητα που προκαλούν να βοηθούν τους ίδιους, που «τρώνε από τα έτοιμα», σαρώνοντας τους σταυρούς των φανατικών, είναι, όμως, αμφίβολη η συνεισφορά τους στην προσέλκυση άλλων ψηφοφόρων.
Όποια ηγεσία το συνειδητοποιήσει γρηγορότερα και το εφαρμόσει αποτελεσματικότερα θα είναι πιθανότατα εκείνη που θα βγει κερδισμένη.
Γρηγόρης Τζιοβάρας
0 Σχόλια