Η νέα δημοσκόπηση (της Metron Analysis) που είδε το φως της δημοσιότητας (στο Mega) δεν μας έκανε… σοφότερους αφού τα ευρήματά της, τουλάχιστον στην πρόθεση ψήφου, επιβεβαίωσαν σχεδόν με ακρίβεια την εικόνα η οποία είχε αποτυπωθεί στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που έγιναν στο άτυπο ξεκίνημα της νέας πολιτικής σεζόν που ταυτίζεται με το τέλος των θερινών διακοπών της πλειονότητας των πολιτών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία όλων των δημοσιευμένων ερευνών, η κυβέρνηση υπέστη πλήγμα από την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Ένα πλήγμα, όμως, το οποίο ως τώρα δεν δείχνει να είναι ούτε συντριπτικό, ούτε μοιραίο. Οι βασικοί πολιτικοί συσχετισμοί παρουσιάζουν μικρές διακυμάνσεις και το προβάδισμα τόσο της κυβερνητικής παράταξης όσο και του πρωθυπουργού διατηρείται στα επίπεδα των τελευταίων εκλογών, αν δεν διευρύνεται κιόλας στην πλειονότητα των μετρήσεων.
Στις βουλευτικές κάλπες του Ιουλίου του 2019, για παράδειγμα, η ΝΔ προηγήθηκε του ΣΥΡΙΖΑ κατά 8,32% (39,85% έναντι 31,53%), ενώ στην εκτίμηση ψήφου της Metron Analysis, η διαφορά των δύο κομμάτων υπολογίζεται ότι είναι της τάξης των 9,2 ποσοστιαίων μονάδων (34,1% έναντι 24,9%), κάτι που σημαίνει ότι με αναγωγή των αναποφάσιστων το γαλάζιο προβάδισμα μπορεί να είναι διψήφιο.
Όταν στις αρχές Αυγούστου ξέσπασε το σκάνδαλο της παρακολούθησης από την ΕΥΠ του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη και οδηγήθηκαν στην έξοδο από τα αξιώματά τους ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης και ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών Παναγιώτης Κοντολέων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να προεξοφλήσουν ανατροπή των συσχετισμών.
Σε αυτό το πνεύμα, μάλιστα, ορισμένοι φανατικοί αδημονούσαν τόσο πολύ να δουν τους (ευσεβείς;) πόθους τους να αποτυπώνονται στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που επιτίθεντο στους δημοσκόπους γιατί δεν διενεργούσαν έρευνες μεσούντος του Δεκαπενταύγουστου. Δεν ήταν η πρώτη φορά, άλλωστε. Το ίδιο είχε συμβεί και το περασμένο Πάσχα όταν, λόγω των διακοπών, δεν είχαν γίνει μετρήσεις και κάποιοι κατέφευγαν σε συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι μετρήσεις διεκόπησαν επειδή στην κοινή γνώμη καταγραφόταν δυσφορία λόγω των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος.
Η πολιτική πραγματικότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι είναι πιο πολύπλοκη από τα απλοϊκά «wishful thinkings» στα οποία καταφεύγουν διάφοροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι για να βρουν βολικό αφήγημα για τις επιθυμίες του. Οι κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται παίρνουν τη μια ή την άλλη κατεύθυνση υπό την επίδραση πολλών παραγόντων που συχνά είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Οι φόβοι και οι ελπίδες, οι θετικές και οι αρνητικές προσδοκίες που κάθε φορά επικρατούν στις κοινωνίες σπανίως κινούν τις εξελίξεις σε ευθύγραμμη τροχιά.
Γι΄ αυτό και όποιος δεν εθελοτυφλεί, μετατρέποντας τις επιθυμίες του σε πραγματικότητα, εύκολα αναγνωρίζει το εγχώριο πολιτικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο στις βασικές του παραμέτρους τους και κυρίως στη σειρά κατάταξης που θα έχουν τα κόμματα εφόσον οι επόμενες κάλπες στηθούν μέσα σε αντίστοιχο με το υφιστάμενο πολιτικό περιβάλλον.
Η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα -ίσως και πρωτοφανές- πολιτικό παράδοξο το οποίο συνιστά το γεγονός ότι για περισσότερα από έξι χρόνια ο συσχετισμός των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων δεν έχει αλλάξει. Από τον Ιανουάριο του 2016 που ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη στην ηγεσία του κόμματός του, η ΝΔ προπορεύεται με άνεση του ΣΥΡΙΖΑ, η δεύτερη θέση του οποίου δεν απειλήθηκε ούτε από την δημοσκοπική εκτίναξη του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ που παρατηρήθηκε μετά την εκλογή Ανδρουλάκη αλλά στην πορεία δεν φάνηκε να έχει διάρκεια.
Ένα δεύτερο επίσης άξιο λόγου παράδοξο -το οποίο μάλιστα μπορεί να μην είναι άσχετο με το προηγούμενο- αποτελεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, στον χώρο της κυβερνητικής παράταξης δεν έχει εμφανιστεί πρόσωπο το οποίο να μπορεί να χαρακτηριστεί «δελφίνος», δηλαδή υποψήφιος διάδοχος του σημερινού αρχηγού. Από την ίδρυση της ΝΔ, το 1974, οι πιθανοί διεκδικητές της ηγεσίας της κεντροδεξιάς παράταξης έκαναν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αισθητή την παρουσία τους.
Αυτό συνέβη επί των ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Γεωργίου Ράλλη, του Ευάγγελου Αβέρωφ, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Μιλτιάδη Έβερτ, του Κώστα Καραμανλή, του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και στη διάρκεια της βραχύβιας αρχηγίας του Ευάγγελου Μεϊμαράκη. Έξι χρόνια, ωστόσο, μετά την εκλογή του νυν αρχηγού της ΝΔ, στον ορίζοντα δεν προβάλει καμία αξιόπιστη διάδοχη λύση για την ηγεσία της Κεντροδεξιάς.
Η προφανής εξήγηση είναι πως -ό,τι και λένε οι αντίπαλοι του- ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να είναι το πρόσωπο που δίνει τις περισσότερες ελπίδες στο εκλογικό ακροατήριο -και άρα και στο στελεχιακό δυναμικό- της παράταξης του για παράταση της παραμονής στην εξουσία. Όταν χαθεί το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα που διαθέτει ο σημερινός πρωθυπουργός, πολλά μπορεί να αλλάξουν. Μέχρι τότε, όμως, δύσκολα θα αμφισβητείται η ηγεσία του και όποιος το κάνει, ακόμη και αν διαθέτει ειδικό βάρος όπως αυτό του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, θα υποχρεώνεται λίγες ώρες μετά σε αναδίπλωση και θα μας βγάζει περίπου… τρελούς όλους όσοι διακρίναμε κριτική για τα πρωθυπουργικά πεπραγμένα στο ζήτημα των παρακολουθήσεων.
Όταν, όμως, πριν ή μετά τις επόμενες εκλογές, διαφανεί αλλαγή των συσχετισμών που θα καταγράφεται στις μετρήσεις ή και στις κάλπες, τότε όλα θα είναι αλλιώς. Τα υπερεξαετή παράδοξα που περιγράψαμε πιο πάνω θα πάψουν να ισχύουν και το παιχνίδι θα αρχίσει να παίζεται με νέους όρους και καινούργιους πρωταγωνιστές.
Γρηγόρης Τζιοβάρας
0 Σχόλια