Η προηγούμενη φορά που ο πλανήτης συγκλονίστηκε από ενεργειακές κρίσεις ήταν την δεκαετία του 1970 –«πετρελαϊκές» τις έλεγαν τότε τις κρίσεις γιατί το πετρέλαιο ήταν η βασική πηγή παραγωγής ενέργειας
Ξέσπασαν το 1973 και το 1979 με αφορμή γεωπολιτικές αναταράξεις και πολεμικές συρράξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή που, συγκριτικά με τα τωρινά γεγονότα στην Ουκρανία, ήταν μάλλον ήσσονος σημασίας.
Παρά ταύτα, οι κρίσεις εκείνες υπήρξαν «μαμές» που γέννησαν σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές οι οποίες συντελέστηκαν σχεδόν από άκρη σε άκρη της υφηλίου χωρίς να έχουν ενιαία κατεύθυνση. Παρά τη σταθερότητα την οποία εγγυόνταν και επέβαλαν οι δύο υπερδυνάμεις της εποχής, οι ανατροπές που σημειώθηκαν μετά την κρίση του ΄73 ήταν μεγάλες και σε αυτές ας μην παραλείψουμε να συμπεριλάβουμε και την πρώτη της ελληνικής Χούντας που είχε αρχίσει να φθείρεται ως αποτέλεσμα της οικονομικής επιβράδυνσης και της εμφάνισης έντονων πληθωριστικών φαινομένων.
Στη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση του ΄79, οι αλλαγές ήταν επίσης καταιγιστικές και ταυτόχρονα αντιφατικές. Από τη μια είχαμε την ανάρρηση στη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία πήρε τη σκυτάλη από τους Εργατικούς. Από την άλλη στον ευρωπαϊκό Νότο, όπου έως τότε την εξουσία διαχειρίζονταν συντηρητικές κυβερνήσεις, η σκυτάλη πέρασε στους Σοσιαλιστές. Τον χορό άνοιξε ο Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία και ακολούθησαν ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Ελλάδα και ο Φελίπε Γκονζάλες στην Ισπανία.
Επιστρέφοντας στο σήμερα, που είναι εκείνο που μας αφορά περισσότερο, δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε εξ υπαρχής ότι η ενεργειακή κρίση την οποία βιώνουμε αυτή την περίοδο είναι πολύ πιο οξεία από τις δύο προηγούμενες που έγιναν, άλλωστε, πριν από σχεδόν μισό αιώνα, εποχή κατά την οποία ο ρόλος της ενέργειας στην οικονομική δραστηριότητα αλλά και στην καθημερινότητα των ανθρώπων δεν ήταν τόσο σημαντικός όσο είναι στις μέρες μας. Η εκτίναξη των τιμών και τα τεράστια ζητήματα ενεργειακής επάρκειας, που έχουν ανακύψει μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις κυρώσεις που υποχρεώθηκε να βάλει η Δύση, δεν μπορεί να συγκριθούν με τα ανάλογα φαινόμενα του ’70.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν πρέπει να αποτελούν έκπληξη οι πυκνές πολιτικές ανακατατάξεις που βλέπουμε να σημειώνονται γύρω μας. Μπορεί η κρίση να διατρέχει οριζοντίως και καθέτως ολόκληρο τον πλανήτη, πλην, όμως, σε κάθε χώρα οι πολίτες που βλέπουν τις ζωές τους να υφίστανται βίαιες και ασύμμετρες αλλαγές, τον πρώτο που «ενοχοποιούν» είναι εκείνον που ασκεί την εξουσία στον δικό τους τόπο. Το είδαμε με το «στραπάτσο» που αντιμετώπισε ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου μήνα. Οι Γάλλοι ψηφοφόροι δεν πείστηκαν να πάνε να ψηφίσουν το κόμμα και τώρα το Παρίσι είναι χωρίς ισχυρή κυβέρνηση, άγνωστο για πόσο.
Τα πράγματα απεδείχθησαν ακόμη χειρότερα για τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος έχασε μεν την καρέκλα του εξαιτίας κάποιων σκανδαλωδών επιλογών, είναι βέβαιο όμως, ότι αν τα πράγματα πήγαιναν καλά για την γηραιά Αλβιώνα, ελάχιστοι θα ασχολούνταν με τα κορωνοπάρτι του «άτακτου» Μπόρις ή με τον διορισμό ενός… σεξουαλικά ασυγκράτητου υφυπουργού του. Οι Βρετανοί έχουν συγχωρήσει πολύ περισσότερα ανομήματα του πρωθυπουργού τους, ο οποίος εδώ και καιρό ήταν δημοσκοπικά πίσω από τους Εργατικούς.
Μεγάλες δυσκολίες αντιμετωπίζουν την ίδια ώρα και οι ηγέτες άλλων μεγάλων και σημαντικών χωρών. Στις ΗΠΑ ο Τζο Μπάιντεν δείχνει να… τρεκλίζει πολιτικά και θα αποτελέσει θαύμα αν καταφέρει να διατηρήσει την πλειοψηφία που έχει τώρα στο Κογκρέσο τον προσεχή Νοέμβριο που θα λάβουν χώρα οι κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογές. Τα προγνωστικά είναι εις βάρος του και ο λόγος δεν είναι άλλος από την ενεργειακή ακρίβεια και τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις που δέχεται η αμερικανική οικονομία, παρά την ισχυροποίηση του δολαρίου εις βάρος του ευρώ.
Ο τεχνοκράτης πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι βρίσκεται με το ένα πόδι εκτός εξουσίας, καθώς η υποστήριξη που απολαμβάνει από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της χώρας του βαίνουν μειούμενες. Τα κόμματα που τον στήριξαν όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία εξέφραζαν τα τρία τέταρτα του εκλογικού σώματος, ενώ πλέον, με βάση τις δημοσκοπήσεις είναι κάτω από το 50%, καθώς πρώτο έρχεται το ακροδεξιό σχήμα «Αδέλφια της Ιταλίας» με ποσοστό 23,5% από μόλις 4,4% που είχε συγκεντρώσει στις τελευταίες εκλογές.
Αντίστοιχες δημοσκοπικές εικόνες, που στέλνουν τις κυβερνήσεις στο καναβάτσο παρατηρούνται σχεδόν παντού. Στη Γερμανία οι αντιπολιτευόμενοι χριστιανοδημοκράτες έχουν προσπεράσει τους σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Στην γειτονική Αυστρία οι όροι αντιστρέφονται καθώς οι κυβερνώντες κεντροδεξιοί καταβαραθρώνονται και προπορεύονται με άνετο προβάδισμα οι σοσιαλδημοκράτες. Την ίδια ώρα, στην Ισπανία ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσες βλέπει την πλάτη της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης.
Μέσα σε όλα αυτά, η μόνη κυβέρνηση στην Ευρώπη που διατηρεί σχεδόν αλώβητο το προβάδισμα που την χωρίζει από την αξιωματική αντιπολίτευση είναι η ελληνική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι προσώρας ένας από τους ελάχιστους πρωθυπουργούς που, με βάση τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, δεν αντιμετωπίζει το φάσμα της ήττας. Οι εξηγήσεις γι΄ αυτό -το μάλλον παράδοξο- είναι πολλές και ποικίλες. Ενδεχομένως, δε, δεν έχουν να κάνουν τόσο με αυτή καθεαυτή την ικανότητα της κυβέρνησης, όσο με την ανικανότητα των αντιπάλων της.
Τα όσα ακούσαμε αυτές τις μέρες για τις δήθεν «πειραγμένες δημοσκοπήσεις» και τους παραλληλισμούς της υπουργού Παιδείας με την… «Πισπιρίγκου» είναι μάλλον ενδεικτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να εξηγήσουν την πολιτική ανθεκτικότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Κακά τα ψέματα, ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει απέναντι του την αντιπολίτευση που όλοι οι ηγέτες του πλανήτη θα… εύχονταν να είχαν.
Και αυτό μάλλον αποτελεί το μεγαλύτερο «ατού» το οποίο μπορεί να τον διασώσει όταν πολλές άλλες κυβερνήσεις θα τις έχουν καταπιεί η ακρίβεια και ο πληθωρισμός που κανείς ακόμη δεν ξέρει που μπορεί να φθάσουν.
Γρηγόρης Τζιοβάρας
0 Σχόλια