Θα μπορούσα να γράψω αυτό που είπε ο Ε.Χ. Καρρ το 1961 και να κλείσω το ζήτημα ευθύς εξ αρχής : «Όταν έχουν συμβεί τόσα συγκλονιστικά γεγονότα τα τελευταία 50 χρόνια είναι παράλογο να μένεις αμετακίνητος στις απόψεις σου».
Είναι γεγονός πως χιλιάδες πολίτες στην Ελλάδα και εκατομμύρια σε όλον τον κόσμο, πέρασαν στο διάβα του χρόνου από το στρατόπεδο της μαρξιστικής Αριστεράς σε αυτό του αστικού-φιλελεύθερου χώρου και της Άκρας Δεξιάς. Ως γνωστόν αντίστροφη κίνηση μέσα στην Ιστορία δεν παρατηρήθηκε. Αυτή η κατάσταση σχηματοποιήθηκε στο γεγονός πως ουδείς Δυτικοβερολινέζος απέδρασε προς το Ανατολικό Βερολίνο, αλλά χιλιάδες από τον Ανατολικό Βερολίνο προς το Δυτικό και πάνω από 3.000 πολίτες το πλήρωσαν αυτό με τη ζωή τους.
Το αναπόφευκτο ερώτημα το οποίο πληγώνει την Αριστερά είναι γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί εκατομμύρια πολίτες και χιλιάδες διανοούμενοι πέρασαν στην απέναντι όχθη; Ανανήψας ή μεταμελημένος Δεξιός δεν έχει καταγραφεί μέχρι στιγμής.
Επειδή η απάντηση ανοίγει πληγές, αποφεύγουν την ερώτηση και καταφεύγουν σε ηθικολογικές ερμηνείες για να δικαιολογήσουν αυτές τις μαζικές αποδράσεις.
Όσοι θητεύσαμε στην Αριστερά, στο ανανεωτικό κομμάτι της, θυμούμαστε τους καθοδηγητές μας να προσπαθούν να ανακαλύψουν ένα κόμμα, μια άνω τελεία, μια αμφιλεγόμενη ερμηνεία μιας λέξης, για να μας πείσουν πως τα κείμενα του μαρξισμού-λενινισμού άφηναν περιθώρια για μια δημοκρατική μετάβαση στον σοσιαλισμό. Η αμηχανία τους ήταν έκδηλη όταν τους ρωτούσαμε «και αν μετά από 8 ή 12 χρόνια οι πολίτες με την ελεύθερη ψήφο τους θέλουν να επιστρέψει ο καπιταλισμός, τι γίνεται σε αυτήν την περίπτωση;».
Προσωπικά πολύ γρήγορα αντιλήφθηκα πως όλη αυτή η βαρβαρότητα που συνόδευε την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και αλλού, δεν οφειλόταν στο «σταλινικό φαινόμενο», αλλά ήταν δομικό πρόβλημα του μαρξισμού. Εγκληματογόνος ήταν η θεωρία. Αυτοί που επαγγέλλονταν την κοινωνική απελευθέρωση ήταν οι χειρότεροι δυνάστες. Όλο το «απελευθερωτικό πρόταγμα του μαρξισμού ήταν ένας μύθος.
Με ορολογία αργκό αντιλήφθηκα πως «το μαγαζί δεν ανανεωνόταν, δεν ανακαινιζόταν, αλλά χρειαζόταν κατεδάφιση».
Και όσοι είχαμε παρόμοιες αντιλήψεις, δικαιωθήκαμε το 1989 και στη συνέχεια στις 26 Δεκεμβρίου 1991, όταν παρακολουθούσαμε ζωντανά, με αγαλλίαση, την υποστολή της κόκκινης σημαίας με το σφυροδρέπανο από το Κρεμλίνο. Συνειδητοποιήσαμε πως η ιστορική δικαίωση μας περνούσε μέσα από το τέλος της κομμουνιστικής βαρβαρότητας που σκόρπισε μόνο θάνατο και ανθρώπινη δυστυχία στην Οικουμένη.
Όλοι εμείς που περάσαμε στην απέναντι όχθη γνωρίζαμε από πού φεύγαμε, γιατί φεύγαμε και πού πηγαίναμε και γιατί πηγαίναμε. Ήταν μια συνειδητή επιλογή. Φτάσαμε απέναντι μέσα από τον μαρξισμό. Γνωρίζαμε από «μέσα» αυτό που πολεμούσαμε. Και γι' αυτό όπως έγραψε ο Ιγνάτιο Σιλόνε «οι μόνοι που μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον κομμουνισμό είναι οι πρώην κομμουνιστές». Τη νικηφόρα σημαία στο Γράμμο την ύψωσε στις 29 Αυγούστου 1949, ένας ανανήψας Μακρονησιώτης στρατιώτης.
Ουδείς εξ ημών νομίζω πως μισεί τα νιάτα του. Θα ήταν και παράλογο. Στο παρελθόν αναφερόμαστε σχεδόν πάντα με νοσταλγία και τρυφερότητα, παραβλέποντας τις δυσάρεστες και ενοχλητικές στιγμές του. Όμως για το παρελθόν μιλούν όσοι δεν έχουν να πουν τίποτα για το σήμερα και για το μέλλον. Είναι πτώματα και δεν το ξέρουν.
Πάντως, οψέποτε συναντηθώ στον Παράδεισο ή στην Κόλαση με τους αθεράπευτα Αριστερούς, τις αριστερές ψυχούλες, δε θα τους πω ότι παρέμειναν Αριστεροί γιατί μισούσαν τα γηρατειά τους.
Σάκης Μουμτζής
0 Σχόλια