Στα δικά μας κοινοβουλευτικά θέσμια δεν συνηθίζεται οι αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί να χειροκροτούν τους κυβερνητικούς. Όπως φυσικά και το αντίθετο
Γι΄ αυτό και μόνον ως χαριτολόγημα -που τέτοιο ήταν, είναι η αλήθεια- μπορεί να εκληφθεί το… «παράπονο» ότι στη δική μας Βουλή τον χειροκροτούν μόνον από το δικό του κόμμα που εξέφρασε από το βήμα του Κογκρέσου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όταν είδε απέναντί του να πετάγονται σαν ελατήρια από τα έδρανά τους όλοι οι παριστάμενοι βουλευτές και γερουσιαστές για να τον χειροκροτήσουν όρθιοι.
Για την ιστορία, άλλωστε, του πράγματος, μπορώ να μαρτυρήσω -καθώς ήμουν παρών- ότι στην ίδια ακριβώς συνεδρίαση όταν λίγο νωρίτερα ανακοινώθηκε η είσοδος στην αίθουσα της Αντιπροέδρου των ΗΠΑ Καμάλα Χάρις, η οποία προεδρεύει ex officio στη Γερουσία, χειροκρότησαν μόνον οι ομοϊδεάτες της Δημοκρατικοί, ενώ οι Ρεμπουπλικανοί δεν αντέδρασαν. Το ίδιο, εξάλλου, γίνεται και στα περισσότερα δημοκρατικά Κοινοβούλια που απαρτίζονται από κυβερνητικές πλειοψηφίες και αντιπολιτευόμενες μειοψηφίες.
Στις δημοκρατίες τα πράγματα είναι μάλλον απλά και ξεκάθαρα: οι πλειοψηφίες κυβερνούν, οι μειοψηφίες ελέγχουν και αναλόγως με τον τρόπο που ο καθένας ασκεί το καθήκον του κρίνεται από τους πολίτες στις εκλογές. Είναι, λοιπόν, άλλο πράγμα μια πολιτική παράταξη να μην χειροκροτεί την αντίπαλό της και άλλο να προσπαθεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα που βοά μπροστά στα μάτια όλων.
Καλώς ή κακώς, στις μέρες μας υπάρχουν τόσο πολλοί δίαυλοι πληροφόρησης που και ο τελευταίος πολίτης, ο οποίος θέλει να αναζητήσει τα γεγονότα για να διαμορφώσει δική του άποψη επ΄ αυτών, έχει πρόσβαση σε τόσες πολλές πηγές που δεν είναι εύκολο να παραπλανηθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, αναρωτιέται κάποιος πως μπορεί να δικαιολογηθούν κάποιοι χαρακτηρισμοί στελεχών της αντιπολίτευσης για την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, όπως, για παράδειγμα, το «διασκεδαστική» που χαρακτήρισε ο Πάνος Σκουρλέτης για να εξηγήσει τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχτηκε το ακροατήριο των Αμερικανών γερουσιαστών και βουλευτών τα λεγόμενα του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν μόνον το άσπρο και το μαύρο, ο θρίαμβος και η καταστροφή. Υπάρχουν, αρκετές ενδιάμεσες καταστάσεις οι οποίες δεν περιγράφονται μόνον με τα «ζήτω» και τα «κάτω». Η αλήθεια είναι ότι οι απλοϊκές προσεγγίσεις αυτού του είδους είναι πολύ εύκολο να εκτοξεύονται αφού δεν προϋποθέτουν προσπάθεια για ψύχραιμη και ουσιαστική επεξεργασία των δεδομένων. Έτσι, με ευκολία επιστρατεύονται ισχυρισμοί περί «προβλέψιμης» εξωτερικής πολιτικής που διατυπώνονται με έναν τρόπο τόσο αρνητικό που δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι πάρα πολύ καταστροφικό.
Είναι όμως έτσι; Μπορεί και πρέπει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, να διακηρύσσει τις αρχές της ασκούμενης από την πλευρά της εξωτερικής πολιτικής, όπως κάθε φορά επιτάσσουν τα συμφέροντα και οι συμμαχίες της; Ή μήπως είναι προτιμότερο να αλλάζει συνεχώς τους προσανατολισμούς της και να κινείται με την τακτική του «κατά πως φυσάει ο άνεμος»; Το δίλημμα, λοιπόν, κατά βάση είναι το εξής: προβλέψιμη σταθερότητα ή πολιτική του ανεμουρίου που θέλει να τα βάζουμε κατά πάντων και μετά να παραπονούμαστε ότι δεν έχουμε κανέναν μαζί μας;
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που στη χώρα μας επικαλούνται τον «απρόβλεπτο» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως προτεινόμενο υπόδειγμα για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Γοητεύονται από το διπλό παιχνίδι που παίζει στην ουκρανική κρίση.
Επαινούν τα τσαλίμια που χρόνια τώρα κάνει βρίζοντας τη μια μέρα το Ισραήλ και συγκρουόμενος την επομένη με την Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, πριν πάει σχεδόν ως ικέτης για συμφιλίωση μόλις βρει τα δύσκολα και αισθανθεί το κόστος της απομόνωσης. Θαυμάζουν το «ανατολίτικο παζάρι», όπως οι ίδιοι οι θαυμαστές χαρακτηρίζουν, στο οποίο επιδίδεται με αφορμή τις αιτήσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ επειδή θεωρούν ότι έτσι θα κάμψει τις αντιρρήσεις του Κογκρέσου στην άρση του εμπάργκο για προμήθεια αεροσκαφών F-16 και F-35 που με τόσο πάθος διεκδικεί.
Μόνον, όμως, που όλοι όσοι επικαλούνται την απρόβλεπτη πολιτική του Ερντογάν δεν μπορούν -ή δεν θέλουν- να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα δεν είναι και -ευτυχώς- δεν πρόκειται να γίνει Τουρκία. Οι λόγοι είναι πολλοί. Είναι γεωστρατηγικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, αλλά κυρίως αισθητικοί. Συγκριτικά με την Ελλάδα, η γειτονική μας υπερέχει σημαντικά σε μέγεθος, αλλά και σε γεωστρατηγική θέση. Πουθενά αλλού.
Οι «απρόβλεπτες», όμως, πολιτικές που ακολούθησε η ηγεσία της τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι εξυπηρέτησαν τον στόχο της Άγκυρας να βρεθεί στο ευρωπαϊκό κατώφλι. Ούτε, βεβαίως, οι Τούρκοι πολίτες ευνοήθηκαν επειδή η χώρα τους ανέπτυξε στρατεύματα κατοχής όπου μπόρεσε: από τη Συρία έως τη Λιβύη. Κάθε άλλο. Ο πληθωρισμός που κατατρώει τα εισοδήματα των Τούρκων είναι έξι φορές μεγαλύτερος από τον δικό μας. Και εκτοξεύθηκε στα ύψη προτού ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Αλλά αν θέλουμε να το δούμε κι αλλιώς, νομίζω ότι η Ελλάδα όταν ήταν «απρόβλεπτη» -π.χ. όταν διενεργούσε δημοψήφισμα που κανείς δεν γνώριζε που στόχευε- βρέθηκε στην άκρη του γκρεμού. Ο υποχρεωτικός ρεαλισμός στον οποίο -εκούσα, άκουσα- άσκησε η προηγούμενη κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τον περισσότερο προβλέψιμο ρεαλισμό που με σχέδιο και μέθοδο ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση, άλλαξαν άρδην τη διεθνή εικόνα της χώρας.
Όποιος διαφωνεί δεν έχει παρά να (ξανα)δεί το βίντεο με την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, η οποία, χωρίς υπερβολή, αποτελεί έναν μοναδικό ύμνο στο ασύγκριτο και διαχρονικό μεγαλείο του Ελληνισμού, το οποίο είναι προβλέψιμα πρωτοποριακό, ενισχύει τους συμμαχικούς δεσμούς που χρειάζεται η χώρα και βελτιώνει, κατά το δυνατόν, τη συλλογική ευημερία των πολιτών της.
Γρηγόρης Τζιοβάρας
0 Σχόλια