Σε άρθρο του στους New York Times, ο νομπελίστας οιικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν αναφέρεται στις ρωσικές αυταπάτες για έναν στρατιωτικό “περίπατο”. Πράγματι, το ότι ο πρόεδρος Πούτιν και οι Ρώσοι στρατηγοί σχεδίασαν λάθος την εισβολή στην Ουκρανία δεν χρειάζεται απόδειξη.
Γράφει η Νεφέλη Λυγερού
Ένας βασικός λόγος που ώθησε το Κρεμλίνο σ’ αυτή την αρχική επιλογή ήταν ότι
είχε πιστέψει σε μεγάλο βαθμό το δικό του αφήγημα ότι οι Ουκρανοί,
τουλάχιστον το ανατολικό και νότιο τμήμα της, δεν θα πρόβαλαν αντίσταση,
λόγω εθνοτικής συγγένειας. Ο Πούτιν δεν ήθελε να χυθεί αίμα, όχι τόσο για
«ανθρωπιστικούς λόγους», όσο επειδή σκεφτόταν την επόμενη ημέρα. Όταν δηλαδή
θα εγκαθιστούσε στο Κίεβο ένα φιλικό προς τη Μόσχα καθεστώς. Είναι κατανοητό
πως όσο περισσότερο αίμα χύνεται -και μάλιστα μεταξύ αμάχων- τόσο
πυροδοτείται η εχθρότητα, που θα υπονόμευε το αυριανό φιλορωσικό καθεστώς.
Η σκοπιμότητα αυτή, σε συνδυασμό με την υποτίμηση της ουκρανικής αντίστασης
στα αστικά περιβάλλοντα, κόστισε στις ρωσικές δυνάμεις και σε χρόνο και σε
απώλειες και σε ηθικό. Ο γρήγορος “αποκεφαλισμός” της κυβέρνησης Ζελένσκι
απέτυχε. Με την εισβολή να έχει βγει εκτός αντικειμενικών σκοπών και
χρονοδιαγράμματος, ο Πούτιν είχε δύο επιλογές: ή να διαπραγματευτεί ή να
κλιμακώσει. Εάν επιχειρούσε εκείνη τη χρονική φάση, που το ηθικό των
Ουκρανών ήταν στα ύψη και η Δύση δρομολογούσε εξοντωτικές οικονομικές
κυρώσεις και μία πρωτοφανή επικοινωνιακή επίθεση, είναι προφανές πως θα
διαπραγματευόταν από μειονεκτική θέση, με αποτέλεσμα να υποσκάψει και τη
δική του θέση στο εσωτερικό και το κύρος της Ρωσίας ως παγκόσμιας δύναμης.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων ήταν
ουσιαστικά μονόδρομος στο μυαλό του Ρώσου πρόεδρο. Αυτό και κάνει στη
δεύτερη φάση της εισβολής, αν και πάλι αποφεύγει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο,
κυρίως για λόγους που έχουν να κάνουν με την επόμενη ημέρα. Μπορεί η ρωσική
πλευρά να συμμετέχει σε διαπραγματεύσεις με την ουκρανική, αλλά στην
πραγματικότητα έχει απορρίψει την κατάπαυση του πυρός. Οι τέσσερις όροι,
μάλιστα, που έθεσε είναι πολύ δύσκολο έως απίθανο να γίνουν δεκτοί από το
Κίεβο, παρ’ ότι η ουκρανική άμυνα χάνει συνεχώς έδαφος.
Επιστρέφοντας στην ανάλυση του Κρούγκμαν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν
οι παρατηρήσεις του για το κύριο θέμα του άρθρου του, που είναι η
αποτελεσματικότητα των δυτικών οικονομικών κυρώσεων. Ο Κρούγκμαν εκτιμά πως
παρά το γεγονός ότι η Ρωσία έχει συσσωρεύσει μεγάλα συναλλαγματικά
αποθέματα, θα πληγεί καίρια.
Το βασικό επιχείρημά του είναι ότι ως αποτέλεσμα των δυτικών κυρώσεων η
ρωσική οικονομία θα απομονωθεί από τις διεθνείς οικονομικές συναλλαγές,
γεγονός που θα οδηγήσει σε αδυναμία προμήθειας κρίσιμων υλικών για τη ρωσική
οικονομία, που μέχρι τώρα εισάγονταν και δεν μπορούν να παραχθούν εγχωρίως.
Αυτό κατά το νομπελίστα οικονομολόγο θα οδηγήσει σε δραστική συρρίκνωση του
ρωσικού ΑΕΠ. Φέρνει, μάλιστα, ως παράδειγμα την πολιτική που είχε εφαρμόσει
η κυβέρνηση Τζέφερσον κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων και είχε
στοιχίσει ακριβά στην αμερικανική οικονομία.
Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, πως από την ανάλυση του Κρούγκμαν απουσιάζει
τελείως ο παράγοντας Κίνα και δευτερευόντως ο παράγοντας Ινδία. Η ανάλυσή
του μπορεί να ίσχυε πριν 30 χρόνια, αλλά είναι αμφίβολο εάν ισχύει σήμερα. Η
ανάδυση της Κίνας, της Ινδίας και κάποιων ακόμα μεγάλων χωρών στο διεθνές
οικονομικό σύστημα έχει αλλάξει ποιοτικά τα δεδομένα. Είναι αμφίβολο εάν η
Δύση μπορεί να απομονώσει οικονομικά τη Ρωσία και μάλιστα σε μία συγκυρία
μεγάλης ενεργειακής κρίσης.
Αυτό φάνηκε και στην ψηφοφορία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, όπου το
ζητούμενο ήταν ακραιφνώς πολιτικό και πολύ πιο εύκολο: η καταδίκη της
ρωσικής εισβολής. Και όμως εκεί, παρά τις δυτικές πιέσεις το ένα τέταρτο
περίπου των χωρών-μελών και μεταξύ αυτών μεγάλες χώρες επέλεξαν ή να
καταψηφίσουν ή να απόσχουν. Σύντομα, όμως, θα φανεί εάν θα επιβεβαιωθούν οι
προβλέψεις ότι ειδικά η Κίνα θα βάλει πλάτη στη Ρωσία ή όχι.
0 Σχόλια