Οι γεωπολιτικές εξελίξεις με την εισβολή στην Ουκρανία και την αναθεωρητική στάση του καθεστώτος Πούτιν, δημιουργούν νέα δεδομένα που προσδιορίζουν τις κινήσεις της χώρας μας σε ένα αβέβαιο διεθνές περιβάλλον.
Η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να συναντηθεί με τον Ταγίπ Ερντογάν
προκειμένου να διαπιστώσει τις προθέσεις του Τούρκου προέδρου δεν επιφέρει
αλλαγές στις πάγιες θέσεις των δύο πλευρών, όμως ο διάλογος και η
επικοινωνία καθιστούν δυνατή τη βελτίωση του κλίματος, εφόσον συνοδευτεί με
έστω αναστολή των προκλήσεων. Και στην παρούσα φάση αυτό είναι απαραίτητο.
Ουδείς έχει ψευδαισθήσεις αναφορικά με τις θέσεις της τουρκικής πλευράς. Και
φυσικά δεν εκτιμά ότι οι αναθεωρητικές τάσεις της γείτονας θα μπουν στο
συρτάρι της τουρκικής προεδρίας. Το γεγονός όμως ότι δύναται να
δημιουργηθούν συνθήκες διαλόγου που θα καταστήσουν αποτρεπτική μια «κρίση
μέσα στην κρίση» την ώρα που το καθεστώς Πούτιν έχει ανάψει το φιτίλι του
πολέμου στην Ευρώπη αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη.
Η ελληνική πλευρά έχει επιμείνει σε σημαντικές αμυντικές συμφωνίες, με
κυριότερες αυτές με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία και συνεχίζει την ενίσχυση του
γεωπολιτικού ρόλου της χώρας. Η περίπτωση του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης
άλλωστε έχει βρεθεί στο κέντρο της κριτικής και από τον ίδιο τον Ταγίπ
Ερντογάν (αλλά και από τη Ρωσία του Πούτιν).
Με αιχμή του δόρατος τη διπλωματία και την αμυντική θωράκιση ο ρόλος της
Ελλάδος στη νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης, όπως αυτή διαμορφώνεται
μετά την εισβολή στην Ουκρανία είναι σε ένα άλλο επίπεδο, τουλάχιστον σε
σχέση με τα χρόνια των μνημονίων που οδήγησαν σε ένα είδος περιορισμού της
δυναμικής στο πεδίο της παρουσίας της σε διεθνές επίπεδο.
Αυτό δίνει τη δυνατότητα να κάθεται σε ένα τραπέζι διαλόγου έχοντας
διαφορετική αφετηρία εκκίνησης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εκμεταλλευόμενος αυτό
που χτίστηκε με σταθερά βήματα μετά τις εκλογές του 2019 ως προς τη
γεωπολιτική θέση της χώρας στα νοτιοανατολικά σύνορα όχι μόνο της Ευρώπης
αλλά και της Δύσης συνολικά επιδιώκει να πέσουν οι τόνοι της ρητορικής που
από την πλευρά της Τουρκίας εκινείτο σε υψηλά επίπεδα τουλάχιστον μέχρι την
έναρξη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Στόχος της ελληνικής πλευρά είναι να υπάρξει σταθερότητα στη Νοτιοανατολική
Μεσόγειο και για να γίνει αυτό χρειάζονται δύο. Επικοινωνία και διάλογος δεν
αλλάζουν τις πάγιες θέσεις Ελλάδας και Τουρκίας και ως εκ τούτου το ερώτημα
γιατί να γίνονται τέτοια βήματα τίθεται από τις πλευρές εκείνες που
εμφανίζονται να επιζητούν μια ένταση σηκώνοντας τους τόνους, επιδιώκοντας
μικροκομματικά οφέλη και μια πολιτική εξαργύρωση μέσα από ακραίες λογικές. Η
απάντηση σε αυτές τις θέσεις είναι ότι ο διάλογος και η επικοινωνία
αποτρέπουν τις εντάσεις.
Η ελληνική πλευρά δεν κάνει πίσω στις κόκκινες γραμμές της. Και η τουρκική
όμως δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τον αναθεωρητισμό σε μια βραδιά και τις
ιδέες της Γαλάζιας πατρίδας. Δύσκολα, όμως, στην παρούσα φάση μπορεί να
ανοίξει αυτό το παιχνίδι. Η παγκόσμια κατακραυγή δείχνει το δρόμο σχετικά με
το ποιες θα είναι οι αντιδράσεις στην περίπτωση που κάποιοι ζηλέψουν τη…
δόξα Πούτιν.
Στο πλαίσιο αυτό και με την επιτηδευμένη ουδετερότητα που επιδεικνύει η
Τουρκία εγκλωβισμένη στην αδυναμία της να αντιπαρατεθεί ανοιχτά με το
Κρεμλίνο, η δημιουργία συνθηκών διαλόγου με την Ελλάδα, δείχνει να αποτελεί
και γι αυτή ένα είδος διπλωματικού και πολιτικού μονόδρομου, εκμεταλλεύσιμου
από την ελληνική πλευρά για να επιτύχει έστω και το μίνιμουμ, δηλαδή την
«ησυχία» στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Η συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών να πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη το 5ο
ανώτατο συμβούλιο συνεργασίας το Φθινόπωρο με την προϋπόθεση «τα πράγματα να
εξελιχθούν στο πνεύμα της συνάντησης» όπως ανέφεραν κυβερνητικές πηγές αλλά
και η συμφωνία να γίνει τον επόμενο μήνα στην Άγκυρα η συνάντηση των δύο
πλευρών για τα ΜΟΕ επιτρέπει ένα κλίμα αισιοδοξίας.
Κλίμα απαραίτητο για την οικονομία, τον Τουρισμό (η περίοδος ανοίγει τον
επόμενο μήνα παρά τα ζητήματα που ανακύπτουν μέσα από την πολεμική της
Ρωσίας και την επίθεση του καθεστώτος Πούτιν στην Ουκρανία) και αφορά και
τις δύο χώρες. Όπως και τα ενεργειακά ζητήματα που πλέον βρίσκονται στην
πρώτη γραμμή ενός οικονομικού πολέμου, απόρροια των γεωπολιτικών εξελίξεων
και των προσπαθειών της Μόσχας να αναδείξει την εξάρτηση της Ευρώπης από τη
Ρωσία.
Εν κατακλείδι, οι διαφορές με μια αναθεωρητική Τουρκία δεν επιλύονται εύκολα
και σίγουρα δεν μπορεί κανείς να καθίσει στο τραπέζι ενός διαλόγου με
παράλογα αιτήματα από την άλλη πλευρά. Όμως ο διάλογος είναι αυτός που θέτει
τα όρια στο πως συμπεριφέρεται η κάθε πλευρά. Η ελληνική πλευρά προσέρχεται
με τις κόκκινες γραμμές της αλλά και τις καλές της προθέσεις. Το ζήτημα
είναι πως θα φερθεί η άλλη πλευρά. Και μόνο το γεγονός ότι μπήκε όρος για τη
διεξαγωγή του συμβουλίου συνεργασίας η τήρηση μιας στάσης μη προκλήσεων
δείχνει πως ό,τι χτιστεί θα χτιστεί βήμα βήμα.
Τάσος Ευαγγελίου
0 Σχόλια