Μπορεί οι ειδικοί να μην ομονοούν, κάτι άλλωστε που δεν συμβαίνει πρώτη φορά τα τελευταία δύο και πλέον χρόνια, αλλά ο κύβος ερρίφθη και η μια μετά την άλλη οι χώρες έχουν αρχίσει να κηρύσσουν το τέλος του απόλυτου συναγερμού για την πανδημία του κορωνοϊού.
Μπορεί τα κρούσματα από τη μια άκρη του πλανήτη ως την άλλη να είναι ακόμη
πολλά, όπως και οι αριθμοί των νοσηλειών, αλλά και οι θάνατοι, ωστόσο σε
πολλά μέρη της υφηλίου οι ιθύνοντες χαλαρώνουν τους περιορισμούς και
καταργούν υποχρεωτικότητες όπως οι μάσκες ή οι αποκλεισμοί για όσους
επιμένουν ακόμη να μην εμβολιάζονται.
Είναι προφανές ότι η πανδημία δεν έχει εξαλειφθεί -και πως αλλιώς θα
μπορούσε να διατυπωθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός με τους δείκτες των λοιμώξεων
που εξακολουθούν να καταγράφονται;-, αλλά έχει επικρατήσει η λογική ότι
«πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τον κορωνοϊό».
Δικαιολογημένα, ίσως, καθώς ουδείς εχέφρων άνθρωπος μπορεί να επικαλεστεί
άγνοια για όσα μπορεί να του επιφυλάξει η μοίρα εφόσον «συναντηθεί» με τον
ιό. Όλοι μας ξέρουμε πια, όχι επειδή το μετέδωσαν τα μέσα ενημέρωσης, αλλά
επειδή σίγουρα το βιώσαμε στον περίγυρό μας, ότι όποιος είναι πλήρως
εμβολιασμένος και πάσχει από κάποιο σοβαρό υποκείμενο νόσημα θα νοσήσει ήπια
και δεν θα αντιμετωπίσει ιδιαίτερους κινδύνους.
Από την άλλη, όσοι συνεχίζουν να παραμένουν ανεμβολίαστοι δεν μπορεί να
προβάλουν καμία απολύτως πειστική δικαιολογία για το τεράστιο ρίσκο που
αναλαμβάνουν είτε να νοσήσουν σοβαρά ή και να χάσουν τη ζωή τους. Ουδείς
πλέον μπορεί να αναζητεί άλλοθι ότι δεν είχε την κατάλληλη ενημέρωση για να
λάβει τη σωστή απόφαση για τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του.
Τα δύο χρόνια που διαρκεί η περιπέτεια της πανδημίας είναι πολλά και το
κόστος το οποίο έχουν καταβάλλει οι κοινωνίες, αλλά και ο καθένας από μας
χωριστά, είναι τεράστιο. Και θα αποδειχθεί ανυπέρβλητο αν δεν ακολουθήσουν
το αμέσως προσεχές διάστημα συντονισμένα βήματα προς την κατεύθυνση της
επιστροφής στην κανονικότητα.
Οι πληγές, άλλωστε, που έχει επισωρεύσει η παρατεταμένη διάρκεια της
πανδημίας είναι μεγάλες και ορατές. Με πρώτη και καλύτερη την πληγή που
συνιστά για την παγκόσμια οικονομία και τις κοινωνίες όλου του πλανήτη η
επιστροφή του εφιάλτη του πληθωρισμού, ο οποίος για πάνω από δύο δεκαετίες
είχε τιθασευτεί και, τουλάχιστον οι κάτοικοι των χωρών του δυτικού κόσμου,
είχαμε αρχίσει να τον ξεχνούμε.
Εξαιτίας σειράς παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους, όμως, κυρίαρχο ρόλο έχουν
οι ανισορροπίες στην προσφορά και στη ζήτηση αγαθών που προκλήθηκαν εξαιτίας
των lockdown, χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία βλέπουν τους
δείκτες των τιμών του καταναλωτή να φθάνουν σε επίπεδα που ελάχιστες από τις
γενιές που είναι τώρα εν ζωή έχουν βιώσει.
Αλλά και στη δική μας χώρα, τα πράγματα δεν πάνε πίσω. Μπορεί να βιώσαμε τη
μεγάλη συμπίεση των εισοδημάτων που προκάλεσε η δεκαετής μνημονιακή μέγγενη,
πλην όμως οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών παρουσίαζαν μια -τηρουμένων
των αναλογιών- εντυπωσιακή σταθερότητα. Οι Έλληνες που είναι σήμερα κάτω των
40 ετών δεν έχουν μνήμες από απότομες ανατιμήσεις που εξανέμιζαν τα
εισοδήματα κυρίως των μισθοσυντήρητων των δεκαετιών του ‘70, του ’80 και του
’90.
Εκείνα τα χρόνια, το λεγόμενο «καλάθι της νοικοκυράς» ή άλλως ο
«τιμάριθμος», που ήταν μια πολύ διαδεδομένη έκφραση η οποία δεν ακούγεται
πλέον στη δημόσια συζήτηση, κατέγραφε ετήσιες ανατιμήσεις που κινούνταν με
διψήφιους ρυθμούς. Ήταν τόσο δύσκολα τα πράγματα που για κάποια χρόνια,
αρχής γενομένης από την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ, καθιερώθηκε ο
αμυντικός μηχανισμός της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) με βάση
τον οποίο οι μισθοί, τα ημερομίσθια και οι συντάξεις αυξάνονταν κάθε
τετράμηνο σε ποσοστό ίσο με την αύξηση του πληθωρισμού, δηλαδή των τιμών των
αγαθών που είχε σημειωθεί το αμέσως προηγούμενο διάστημα.
Ωστόσο, ούτε στην Ελλάδα, αλλά ούτε και αλλού όπου εφαρμόστηκε, όπως στη
Γαλλία ή στην Κύπρο, η ΑΤΑ δεν κατάφερε να προστατεύσει τα εισοδήματα των
μισθοσυντήρητων, αφού, κατά πολλούς, αντί να λειτουργήσει πυροσβεστικά για
τις αυξήσεις των τιμών, στην πράξη λειτουργούσε ως φαύλος κύκλος που
προκαλούσε συνεχείς αναζωπυρώσεις στις πληθωριστικές πιέσεις, αλλά και
υποτιμήσεις στα εθνικά νομίσματα που για μας ήταν τότε η δραχμή.
Η κατάσταση εξομαλύνθηκε μετά την ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή Οικονομική
και Νομισματική Ένωση και τη σταθερότητα των τιμών που έφερε η υιοθέτηση του
κοινού νομίσματος, του ευρώ. Άλλα χρόνια προβλήματα της ελληνικής
οικονομίας, όπως τα εμπορικά ελλείμματα, οι δημοσιονομικές ανισορροπίες, η
χαμηλή παραγωγικότητα και ο υπέρογκος δημόσιος δανεισμός δεν μας
εγκατέλειψαν. Από τον βραχνά των συνεχών ανατιμήσεων, όμως, είχαμε
απαλλαγεί. Πρόσκαιρα, όπως αποδείχθηκε.
Η πανδημία άλλαξε τα δεδομένα και ουδείς σοβαρός άνθρωπος μπορεί να
προβλέψει με βεβαιότητα για πόσο καιρό θα μας συνοδεύει ο εφιάλτης που
επέστρεψε και δεν αφορά μόνον τις τιμές της ενέργειας. Το γεγονός ότι το
φαινόμενο είναι, κατά βάση, εισαγόμενο, δεν αποτελεί λόγο για αμεριμνησία,
όπως αυτή που επικράτησε στην αρχική του εμφάνιση. Οι βεβιασμένες προβλέψεις
για παροδικές αυξήσεις των τιμών αποδείχθηκαν ευσεβείς πόθοι και τείνουν να
καταλήξουν φρούδες ελπίδες.
Όλα, λοιπόν, δείχνουν ότι, μετά τον κορωνοϊό, θα χρειαστεί μάλλον να μάθουμε
να ζούμε και με την ακρίβεια. Ας το έχουν υπόψη τους όλοι όσοι, αντί να
ανασκουμπωθούν για να βρουν λύσεις, περί άλλα τυρβάζουν ή απλώς αναλώνουν
τον χρόνο τους σε εκλογικές σεναριολογίες….
Γρηγόρης Τζιοβάρας
0 Σχόλια