Το ενδιαφέρον στην τελευταία μέτρηση της Metron Analysis – είναι η τελευταία δημοσκόπηση που δημοσιοποιήθηκε – δεν ήταν το άνετο προβάδισμα της Νέας Δημοκρατίας απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, μιας και αυτό το γνωρίζαμε.
Δεν ήταν ούτε η νέα – έστω και οριακή – άνοδος των ποσοστών του Κινήματος
Αλλαγής: αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η αύξηση των ποσοστών του ΚΙΝΑΛ
έχει πλέον πολιτικά χαρακτηριστικά – πρόκειται για ψηφοφόρους που
αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώοι». Δεν είναι επομένως το αποτέλεσμα μίας
νοσταλγικής «δεύτερης ματιάς» σε αυτό που για την πλειοψηφία στη χώρα μας
είναι το ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι το «ΠΑΣΟΚ, ωραία χρόνια» - αλλά κάτι πολύ πιο
πολιτικό.
Τα στοιχεία είναι χαρακτηριστικά: Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που
αυτοχαρακτηρίζονται «κεντρώοι» έχουν συσπείρωση 47%, όταν εκείνοι που
θεωρούν τον εαυτό τους «κεντροαριστερό» είναι συσπειρωμένοι κατά 79% γύρω
από τον Αλέξη Τσίπρα.
Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο συμβαίνει και στη ΝΔ: Οι «κεντρώοι»
ψηφοφόροι της παραμένουν συσπειρωμένοι σε ποσοστό 60%, ενώ εκείνοι που
δηλώνουν «κεντροδεξιοί» καταγράφουν συσπείρωση 91%.
Κάπου εκεί, στον χώρο του Κέντρου, αναπτύσσεται η δυναμική για το Κίνημα
Αλλαγής, χωρίς να έχει συμβεί κάτι που θα άλλαζε άρδην τους συσχετισμούς,
πέρα από αυτή καθ’ αυτή την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη και την μεγάλη
συμμετοχή.
Ήταν αυτά αρκετά για να διατηρήσουν επί ενάμισι μήνα μία επανασυσπείρωση
γύρω από το ΚΙΝΑΛ; Κατά πάσα πιθανότητα, όχι – οι εντυπώσεις στην πολιτική
διατηρούνται για τρεις ή τέσσερις ημέρες. Επομένως, είναι πιθανότερο αυτό
που συμβαίνει με το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ να έχει να κάνει με την κάλυψη ενός
πολιτικού κενού – και αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε θα αποκτήσει μονιμότερα
χαρακτηριστικά.
Στο ποδόσφαιρο, το «παιχνίδι κέντρου» συνήθως δεν έχει ουσία, αλλά στην
πολιτική φαίνεται ότι έχει και παραέχει.
Παλιότερα, όταν το ΠΑΣΟΚ ηγεμόνευε στην πολιτική ζωή του τόπου, κεντρώοι
δήλωναν οι ψηφοφόροι του μακαρίτη του Γιάννη Αλευρά, του Γιάννη
Χαραλαμπόπουλου, του Παναγιώτη Κρητικού, που είχαν στη μνήμη τους την Ένωση
Κέντρου της δεκαετίας του ΄60, με τον ανένδοτο αγώνα κατά της Δεξιάς και την
αντίθεση στο Στέμμα.
Σήμερα, οι πολίτες που χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους «κεντρώο», έχουν
διαφορετικά χαρακτηριστικά: είναι ο περίφημος «μεσαίος χώρος» , ένα κομμάτι
του οποίου είχε συσπειρωθεί στη ΝΔ «για να μην έλθει ο Τσίπρας» και αργότερα
«για να φύγει ο Τσίπρας», ενώ ένα άλλο είχε ενδώσει στην γοητεία του «πρώτη
φορά Αριστερά» για να το μετανιώσει οικτρά στην πορεία.
Από κει και πέρα, τα πράγματα είναι μάλλον απλά: Η μεν ΝΔ κυβερνά 2,5 χρόνια
εν μέσω διαδοχικών κρίσεων και είναι φυσικό να έχει φθορά – παρά το γεγονός
ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως πρόσωπο διατηρεί σημαντικό «πέρασμα» στον χώρο
του Κέντρου – ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε μετά από την εκλογική ήττα του 2019
να εμφανίσει την εικόνα μίας «κυβέρνησης σε αναμονή».
Επομένως, το κενό υπήρχε – και προς το παρόν, καλύπτεται από το Κίνημα
Αλλαγής, παρά το γεγονός ότι ο νέος πρόεδρός του δεν έχει ανοίξει ακόμα όλα
τα χαρτιά του, σε ό,τι αφορά τις πολιτικές του θέσεις, αλλά και τις επιλογές
του σε σχέση με συμμαχίες και όλα τα σχετικά. Βέβαια, όσο τα ποσοστά του θα
βαίνουν αυξανόμενα, τόσο θα χαλαρώνει η πίεση που είχε ως βραχνά η αείμνηστη
Φώφη Γεννηματά, την οποία καλούσαν άπαντες να απαντήσει «με ποιους θα πάει
και ποιους θα αφήσει».
Φυσικά, ο δρόμος του «νέου παίκτη» του πολιτικού μας συστήματος δεν είναι
στρωμένος με δάφνες, μιας και οι πολίτες του μεσαίου χώρου δύσκολα
προσέρχονται, αλλά εύκολα αποχωρούν, αν νιώσουν ότι διαψεύδονται οι
προσδοκίες τους.
Στέφανος Τζανάκης
0 Σχόλια