Τι θα πρέπει να διδαχθούμε από την πολυδιάστατη και βαθιά κρίση που
αντιμετωπίζει η γειτονική χώρα ώστε να οδηγηθούμε σε μια δεσμευτική επίλυση
των διαφορών μας που δεν θα άφηνε περιθώρια για περαιτέρω αποσταθεροποίηση
και συνέχιση της έκδηλης ανασφάλειας και έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ
μας.
Η ενασχόλησή μας με την Τουρκία και τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις
της συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Εν μέρει αυτή η γοητεία της γειτονικής
χώρας δικαιολογείται λόγω της επίδρασης, είτε άμεσης είτε έμμεσης, των
κοινών και δύσκολων ιστορικών εμπειριών μας και των επιπτώσεων πολλών εκ των
πολιτικών και πρακτικών της στη χώρα μας και τους πολίτες της.
Το γεγονός ότι η Τουρκία βρίσκεται εν μέσω συνεχιζόμενων κρίσεων που κατά
κύριο λόγο είναι δημιουργημένες από την ίδια και ιδιαιτέρως την πολιτική της
εξουσία πρέπει να μας προβληματίζει. Η μια κρίση διαδέχεται την άλλη
δημιουργώντας μια αλληλουχία εξελίξεων και προβληματισμών αναφορικά με τον
ρόλο και τη θέση της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο, στην ευρύτερη γειτονία
της και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αδιαμφισβήτητα, οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και η ταύτισή τους με το
πολιτικό μέλλον του προέδρου Ερντογάν, που αντιμετωπίζει την πιο αμφίρροπη
πολιτική του μάχη έπειτα από σχεδόν δύο δεκαετίες στην εξουσία, επηρεάζουν
και τροφοδοτούν την εξωτερική δράση της Τουρκίας.
Ο πρόεδρος Ερντογάν δεν αρκείται στο να παραμείνει ο ίδιος και το κόμμα του
στην εξουσία, αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί να διευρύνει την επιρροή του και να
αναδιαμορφώσει την πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα της χώρας του.
Ο «στρατάρχης» Ερντογάν
Οι προσδοκίες του είναι μεγάλες διότι επιθυμεί να σφραγίσει την ηγεμονία του
με την επανεκλογή του στην προεδρία και την πολιτική του παρακαταθήκη εν
έτει 2023, στην εκατονταετηρίδα της ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Κάνοντας μνεία σε ιστορικά γεγονότα, η πρόθεσή του είναι να μιμηθεί τον
απελευθερωτικό αγώνα που ξεκίνησε τον Μάιο του 1919 με την απόβαση του
Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στη Σαμψούντα, συνεχίστηκε με την καταστροφή της
Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922 και την ήττα των Ελλήνων τον Αύγουστο του
1922, την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης τον Ιούλιο του 1923 και την
ανακήρυξη ανεξαρτησίας στις 29 Οκτωβρίου του 1923, σηματοδοτώντας την
ταφόπλακα της Μεγάλης Ιδέας.
Ο σύγχρονος στρατάρχης Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχοντας διοικήσει την Τουρκία
σε μια περίοδο παρατεταμένης ανάπτυξης και αισθητής διεύρυνσης της μεσαίας
τάξης, εντάσσοντας τη χώρα του στο κλαμπ των 20 μεγαλύτερων οικονομιών στον
πλανήτη, προσπαθεί τα τελευταία χρόνια να απλώσει την επιρροή του εκτός
συνόρων με τρεις στρατιωτικές επεμβάσεις στη Συρία το 2016-2017, το 2018 και
τον Οκτώβριο του 2019, με την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου στις 29
Νοεμβρίου του 2019 και την υιοθέτηση της θεώρησης του οράματος της Γαλάζιας
Πατρίδας, τη στρατιωτική παρουσία και εμπλοκή στη Λιβύη από τον Ιανουάριο
του 2020, την εμπλοκή στον πόλεμο στο Ναγκόρνο Καραμπάχ το φθινόπωρο του
2020, τις αμφιλεγόμενες έρευνες και γεωτρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, την
προσπάθεια ανατροπής των δεδομένων στα Κατεχόμενα, τη συστηματική ανάπτυξη
εγχώριας βιομηχανίας προηγμένων οπλικών συστημάτων, τη δημιουργία και
ανάπτυξη ιδιαίτερων στρατηγικών σχέσεων με τη Ρωσία και πάει λέγοντας.
Η οικονομική κρίση κινδυνεύει να επηρεάσει αρνητικά τα σχέδια του τούρκου
προέδρου και να κλονίσει την εικόνα της ισχυρής και απαραίτητης Τουρκίας που
στηρίζεται από την πλειοψηφία του τουρκικού λαού.
Με άλλα λόγια, η πολυδιάστατη κρίση που αντιμετωπίζει η Τουρκία σήμερα δεν
είναι καλός οιωνός διότι την κάνει πιο νευρική και επιρρεπή στον πειρασμό
επικίνδυνων περιπετειών. Η νευρικότητά της είναι μεταδοτική, προκαλώντας
περαιτέρω ανησυχία και άγχος στην Ελλάδα.
Σχέσεις καλής γειτονίας
Μπροστά στον νευρικό και κλονισμένο γείτονα, το ζήτημα είναι τι μπορεί και
πρέπει να κάνει η Ελλάδα πέρα από το να είναι έτοιμη για παν ενδεχόμενο και
να συνεχίζει να προσπαθεί να κρατήσει ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας.
Η απάντηση είναι ότι μπορεί και πρέπει να κάνει πολλά.
Οσο δεν ετοιμάζουμε το έδαφος, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να δημιουργήσουμε τις
προϋποθέσεις σύγκλισης που θα οδηγούσαν σε δεσμευτική επίλυση των διαφορών
είτε με την υπογραφή μιας συνθήκης καλής γειτονίας και φιλίας μεταξύ των δύο
χωρών είτε με την εγκαθίδρυση ενός θεσμοθετημένου νέου στάτους κβο με
θετικές πρακτικές και ατζέντες που δεν θα άφηνε περιθώρια για περαιτέρω
αποσταθεροποίηση και συνέχιση της έκδηλης ανασφάλειας και έλλειψης
εμπιστοσύνης που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες σήμερα.
Με άλλα λόγια, οι συνεχιζόμενες δημόσιες επικλήσεις ελλήνων αξιωματούχων της
τουρκικής παραβατικότητας είναι πλεονασμός και όχι εποικοδομητικές σε μια
περίοδο κατά την οποία διεξάγεται παράλληλα μια προσπάθεια προώθησης μιας
θετικής ατζέντας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Τουρκίας, όπως και
μεταξύ της Αθήνας και της Αγκυρας.
Οσο δύσκολος και φαινομενικά αδιέξοδος μπορεί να φαίνεται ο διάλογος, τα
οφέλη του είναι πάντα περισσότερα από τα μειονεκτήματά του. Οι συναντήσεις
μεταξύ των υφυπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών (Φραγκογιάννη – Ονάλ) όπως
και αυτές του έλληνα υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου με τον τούρκο υπουργό
Εσωτερικών και η πιο πρόσφατη συνάντηση των υπουργών Τουρισμού των δύο χωρών
στη Σμύρνη πρέπει να έχουν συνέχεια και να διευρυνθούν.
Οι δύο χώρες θα μπορούσαν, επίσης, να αναλάβουν μια πρωτοβουλία για τη
δημιουργία ενός νέου περιφερειακού οργανισμού που θα απαρτίζεται από όλα τα
παράκτια κράτη της Ανατολικής Μεσογείου με θεματολογία διάφορες θεματικές
χαμηλής πολιτικής που ενισχύουν σε περιφερειακό επίπεδο την οικονομική
συνεργασία και την ανάπτυξη.
Το πρότυπο είναι ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου
(ΟΣΕΠ), που παρά τις τεράστιες διαφορές μεταξύ πολλών εκ των κρατών – μελών
του σε μια πιο εύφλεκτη περιοχή από αυτή της Ανατολικής Μεσογείου παράγει
ουσιαστικό και συστηματικό έργο στην προώθηση κοινών πρωτοβουλιών και στην
αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων.
Θα έπρεπε επίσης να διδαχτούμε από τη δυναμική των Συμφωνιών του Αβραάμ που
υπεγράφησαν τον Σεπτέμβριο του 2020 μεταξύ του Ισραήλ και των Ηνωμένων
Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ), του Μαρόκου, του Μπαχρέιν και του Σουδάν.
Οπως μας επιθύμησε πρόσφατο άρθρο γνώμης στην «Washington Post», παρά το
γεγονός ότι δεν έχει επιλυθεί το Παλαιστινιακό, το Ισραήλ και η Ιορδανία
προχώρησαν την περασμένη εβδομάδα σε συμφωνία όπου το Ισραήλ θα παρέχει
αφαλατωμένο νερό για να καλύψει τις ανάγκες της Ιορδανίας, ενώ η Ιορδανία θα
παρέχει στο Ισραήλ ηλιακή ενέργεια, η οποία θα παράγεται στην έρημο της
Ιορδανίας, όπου μια κρατική εταιρεία των ΗΑΕ έχει αναλάβει την κατασκευή
μιας νέας, μεγάλης εγκατάστασης ηλιακής ενέργειας που θα είναι έτοιμη μέχρι
το 2026.
Δηλαδή γειτονικές μας χώρες της Ανατολικής Μεσογείου μάς δείχνουν τον δρόμο
πώς να προχωρήσουμε όχι μόνο σε «out of the box» καταιγισμό ιδεών, αλλά και
σε ουσιαστικές πράξεις αλλαγής παραδείγματος.
Συνεργασία στην πράξη
Πριν από μερικές ημέρες διεξήχθη στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων, στο κέντρο
της Αθήνας, η πρώτη διά ζώσης συνάντηση μεταξύ περίπου τριάντα νέων ηγετών
από την Ελλάδα και την Τουρκία που μπόρεσα να οργανώσω από τον Δεκέμβριο του
2019.
Η πρώτη επαφή γνωριμίας της ομάδας έγινε υπό συνθήκες κορωνοϊού, με όλους να
φοράμε μάσκες και να κρατάμε τις απαραίτητες αποστάσεις. Δηλαδή, η εικόνα
απεικόνιζε τις κοινές προκλήσεις που μας φοβίζουν και μας ενώνουν
ταυτόχρονα.
Κατά τη διάρκεια της τετραήμερης συνάντησης, οι συμμετέχοντες είχαν την
ευκαιρία να προβάλουν προτάσεις πολιτικής που θα προωθούσαν την ουσιαστική
συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών.
Η έμφαση σε ζητήματα που αφορούν την κοινή αντιμετώπιση της κλιματικής
κρίσης και άλλων φυσικών καταστροφών όπως και η ενίσχυση του ρόλου των
τοπικών κοινωνιών που συνορεύουν με την άλλη χώρα κυριάρχησαν.
Με άλλα λόγια, μήπως η πολυδιάστατη και βαθιά κρίση που έχει καταβάλει την
Τουρκία όπως και η συνεχιζόμενη ελληνοτουρκική κρίση θα έπρεπε να
αξιολογηθούν και να μελετηθούν υπό το πρίσμα θετικών και ενδεχομένως
ανορθόδοξων πρωτοβουλιών από τις δύο χώρες;
Η οικονομική κρίση στην Τουρκία σήμερα μας θυμίζει την ελληνική, διότι
επηρεάζει πρωτίστως τον λαό της που επιθυμεί περισσότερο από ποτέ τη
σταθερότητα, την ασφάλεια και την ευημερία.
Οι σκέψεις που έχω προβάλει εδώ κυκλοφορούν εντός των κοινωνιών των δύο
χωρών. Καιρός είναι να βγουν στην επιφάνεια και να συμβάλουν στην αλλαγή
παραδείγματος που τόσο πολύ χρειαζόμαστε αλλά δεν τολμούμε να προχωρήσουμε.
* Ο Δημήτρης Τριανταφύλλου είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο
Πανεπιστήμιο Καντίρ Χας της Κωνσταντινούπολης και μέλος του
Ελληνοτουρκικού Φόρουμ
0 Σχόλια