Οι αντιδράσεις για τις δημοσκοπήσεις και τη μεθοδολογία τους δεν είναι
καινούργιες, καθώς τα τελευταία χρόνια διαψεύδονται συστηματικά. Πριν τις
εκλογές φαίνεται να ευνοούν ένα συγκεκριμένο αφήγημα και αμέσως μετά
προσαρμόζονται βίαια στα πραγματικά δεδομένα που υποδεικνύει η κάλπη. Οι
δημοσκοπήσεις, από εργαλεία πολιτικής ανάλυσης μιας συγκεκριμένης χρονικής
συγκυρίας, τείνουν να γίνονται είτε εργαλεία πολιτικής προπαγάνδας είτε
αποφασιστικοί παράγοντες για τη λήψη μιας πολιτικής απόφασης.
Οι δημοσκοπήσεις δεν είναι καθρέφτης των προτιμήσεων μιας κοινωνίας, καθώς
το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα που υπάρχει σήμερα δεν ευνοεί ούτως ή άλλως
τις έρευνες. Η ταύτιση με κόμματα είναι σήμερα μικρότερη παρά ποτέ, κάτι που
καθιστά τις αναγωγές με βάση την παλαιότερη πολιτική συμπεριφορά πολύ
μικρότερης αξίας. Σήμερα στην Ελλάδα συμβαίνει κάτι παράδοξο. Ενώ οι
εταιρίες δημοσκοπήσεων έχουν αποδομηθεί αξιακά εδώ και χρόνια από το ίδιο το
περιεχόμενο τους, ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος επιμένει ιδιαίτερα στην
παρουσίαση τους.
Οι δημοσκόποι-«ειδικοί» παραδέχονται -ανεπίσημα- ότι 8 στους 10 ερωτώμενους
δεν απαντούν καν στις τηλεφωνικές έρευνες. Αυτό σαν στοιχείο μόνο του
καταδεικνύει την απόλυτη απαξίωση τους. Επίσης, αν συνδυαστεί με την
λεγόμενη μεροληψία του ερωτηματολογίου και την δραματική μείωση της
αξιοπιστίας των συστημικών μέσων μαζικής ενημέρωσης που πληρώνουν και
παρουσιάζουν τις εν λόγω σφυγμομετρήσεις, η επιστημονική δυσκολία της
ανίχνευσης της κοινής γνώμης είναι εξαιρετικά υψηλή.
Σε μια σύγχρονη δυτική χώρα, το δημοκρατικό πολίτευμα είναι ελεύθερο και
συναινετικό και δεν «επιβάλλεται». Στη δημοκρατία, δεν νοείται καμία μορφή
πολιτικής βίας, διότι προϋποτίθεται ότι επικρατούν η ελευθερία και η
ισότητα. Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα που διασφαλίζει την δυνατότητα των
επιλογών και οι πολίτες μπορούν, για παράδειγμα, να εκλέγουν τους αιρετούς
κυβερνώντες.
Η δημοκρατία παρέχει, εξάλλου, ελευθερία έκφρασης της γνώμης και της
βούλησης. Σε αυτό το πλαίσιο είναι φυσικά πιθανή και η συναίνεση/συγκατάθεση
του κυρίαρχου Λαού σε ομαλές συνθήκες και θεσμοποιημένες διαδικασίες, όπως
είναι οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα.
Στην πολιτική πράξη, βέβαια, οι βασικές αυτές παραδοχές αμφισβητούνται και
αναιρούνται θεαματικά. Οι ισχυρές οικονομικο-πολιτικές ελίτ δυσπιστούν ως
προς τη χορήγηση δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, διότι είναι
καχύποπτοι όσο αφορά την δυνατότητα λειτουργίας του αντιπροσωπευτικού
δημοκρατικού πολιτεύματος. Στην αντίληψη αυτή, κυριαρχεί η πολιτική άποψη
ότι δεν θα έπρεπε να επιτρέψουν στους πολίτες να επικρατήσουν στους
κοινωνικούς ανταγωνισμούς και τους συσχετισμούς δύναμης. Ούτε να καθορίσουν,
εντέλει, την κατοχή και την νομή της εξουσίας.
Δεν τους εμπιστεύονται, επομένως, για όσα η δημοκρατία τους εξουσιοδοτεί: να
αποκτήσουν εξ ολοκλήρου τον έλεγχο των πραγμάτων μέσω των εκλογικών
διαδικασιών και της ψήφου τους.
Αποκρυσταλλώνεται, έτσι, ο εξής συλλογισμός: αφού οι ιθύνουσες τάξεις και οι
ισχυρές ελίτ δεν εμπιστεύονται τους ψηφοφόρους να αποφασίσουν με την ψήφο
τους την έκβαση των πολιτικών εξελίξεων, τη διακυβέρνηση, την κατοχή και τη
νομή της εξουσίας, τότε οφείλει να λειτουργήσει δραστικά η υποκατάστατη
στρατηγική της επικοινωνιακής χειραγώγησης των πολιτών. Με τον τρόπο αυτό οι
πολίτες θα εκμαυλίζονται και έτσι θα συναινούν ηθελημένα και σιωπηρά στις
πολιτικές εξελίξεις όπως τις ορίζουν οι ελίτ. Φυσικά, κατ’ αυτό το τρόπο, η
δημοκρατία γίνεται προσχηματική.
Οι πολίτες δυτικότροπων δημοκρατιών εξωθούνται μοιραία σε μια κατάσταση
«θύματος παραπλάνησης» και η λειτουργία συγκεκριμένων μηχανισμών που
εφαρμόζονται συστηματικά, καταδικάζουν τα άτομα να λαμβάνουν ανακριβή,
μεροληπτικά κατασκευασμένα ή προπαγανδιστικά περιεχόμενα αντί για έγκυρες
ειδήσεις ή σφυγμομετρήσεις που ενδιαφέρουν πραγματικά.
Η προπαγάνδα εκδιπλώνεται βάσει σχεδίου. Περιλαμβάνει την προβολή ιδεών,
γνωμών. Προτρέπει σε δράση, εκ μέρους επιχειρήσεων, ομάδων, πολιτικών
κομμάτων ή ατόμων. Προορίζεται πάντα να επηρεάσει τις γνώμες των άλλων ή να
παρακινήσει τα άτομα σε δράση υπέρ των προκαθορισμένων σκοπών που έχουν
θέσει οι επιτελείς-προπαγανδιστές. Ως μηχανισμός αποπλάνησης ή παραπλάνησης,
η προπαγάνδα διασφαλίζει τη συμβολική, υλική ή κοινωνική υποταγή που κρυφά
επιζητούν ορισμένοι κύκλοι.
Ο «πρύτανης» της προπαγάνδας και ο μεγαλύτερος θεωρητικός της τέχνης της
χειραγώγησης, ο Αμερικανός Edward Bernays (1891-1995) πρέσβευε ότι «εφόσον η
προπαγάνδα λειτουργούσε αποτελεσματικά σε καιρό πολέμου, τότε μπορούσε,
σίγουρα και με το αζημίωτο, να λειτουργήσει και εν καιρώ ειρήνης».
Μετονόμασε, λοιπόν, την παραπλανητική προπαγάνδα σε «Δημόσιες Σχέσεις»,
παρότι επρόκειτο για συμφεροντολογική εξαπάτηση, δηλαδή για κοινωνικά
επιβλαβή συμπεριφορά.
Ο Edward Bernays υποστήριζε κυνικά ότι «οτιδήποτε σημαντικό γίνεται στην
πολιτική, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στη βιομηχανία, στη γεωργία, στη
φιλανθρωπία, στην εκπαίδευση ή σε άλλα πεδία πρέπει να γίνεται με τη βοήθεια
της προπαγάνδας». Και αυτό επειδή, όπως υποστήριζε αμέσως μετά, «η
προπαγάνδα είναι το εκτελεστικό χέρι της αόρατης κυβέρνησης». Δεν είναι
απαραίτητο να αναφερθεί ότι οι άρχουσες οικονομικο-πολιτικές ελίτ έχουν
«θεοποιήσει» το δόγμα Bernays (Ωμή Χειραγώγηση και Προπαγάνδα Παντός
Σκοπού).
Τούτων λεχθέντων, ζούμε σε μια εποχή που η προπαγάνδα ζει και βασιλεύει και
κυριολεκτικά τον κόσμο κυριεύει.
*Δικηγόρος-Ιστορικός
0 Σχόλια