Το Ουκρανικό υπήρξε κυρίαρχο ζήτημα στην ατζέντα των συνομιλιών μεταξύ των κυρίων Πούτιν και Μπάιντεν και αυτή η κρίσιμη διαβάθμιση δεν είναι διόλου τυχαία επιλογή…
Του Κ. Κυριακόπουλου
Η επιχειρούμενη διαχείριση και φυσικά η ιδιαίτερη σημασία που φαίνεται να του αποδίδουν και οι δύο πλευρές, επιβεβαιώνουν ότι το Ουκρανικό αντιμετωπίζεται ως μια σύνθετη γεωπολιτική εξίσωση που δεν έχει μόνο περιφερειακό αποτύπωμα αλλά συνιστά μια πρόκληση με ευρύτερες γεωπολιτικές προεκτάσεις…
Η δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού κατά την διάρκεια της επίσκεψής του στο Σότσι, σύμφωνα με την οποία δεν εξέφρασε μονάχα το εύλογο ενδιαφέρον της Ελληνικής πλευράς για την περιοχή του Ντονμπάς, αλλά διατύπωσε και την εκτίμηση ότι «δεν πρόκειται να υπάρξει νικητής» σε περίπτωση που υπάρξει αναζωπύρωση της έντασης στην Ουκρανία, ενδεχομένως να εκλαμβάνεται και ως μια πρόσθετη προσπάθεια η οποία γίνεται καθ’ υπόδειξη των ΗΠΑ, προκειμένου να εκμαιευτεί μια ακόμη καθησυχαστική δημόσια δήλωση από τον Πρόεδρο Πούτιν, την οποία περισσότερο απ’ όλους την έχουν ανάγκη οι Αμερικανοί.
Και μπορεί μετά από τις σημερινές δηλώσεις του προέδρου της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, εξέφρασε την άποψη ότι δήθεν δεν αποκλείεται η διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το μελλοντικό καθεστώς της εμπόλεμης Ανατολικής Ουκρανίας και της χερσονήσου της Κριμαίας που προσαρτήθηκε από τη Ρωσία το 2014, να ανατροφοδοτούνται οι ελπίδες για το ενδεχόμενο μιας συνολικής εκτόνωσης της έντασης, ωστόσο τα πράγματα δεν είναι διόλου απλά και φυσικά τα επικοινωνιακά τερτίπια του Ζελένσκι δεν προσφέρονται για ασφαλείς και μακροπρόθεσμες προβλέψεις.
Η πολιτική ηγεσία της Ουκρανίας είναι επιρρεπής στον τυχοδιωκτισμό και αυτό το γνωρίζουν καλά οι Ρώσοι, όπως επίσης είναι βέβαιο πως το έχουν συνειδητοποιήσει επαρκώς και οι Αμερικανοί. Το πολεμοκάπηλο παραλήρημα των Ουκρανών νεοναζί οι οποίοι νέμονται την πολιτική εξουσία στην χώρα, ανατροφοδοτείται και από...
το γεγονός πως οι ίδιοι έχουν πλήρη επίγνωση και του σαθρού εδάφους πάνω στο οποίο οικοδομούν τις πολιτικές φιλοδοξίες τους, αλλά και των πολλών επιλογών όσο και των ανεξάντλητων δυνατοτήτων που έχει στην διάθεσή της η Ρωσία για να υπερασπίσει αποτελεσματικά την Εθνική της Ασφάλεια και να «ρουφήξει» σταδιακά και αναίμακτα την ευρύτερη περιοχή του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, διευρύνοντας έτσι την γεωπολιτική «αφυδάτωση» της Ουκρανίας.
Το Ουκρανικό καθεστώς, όσο συνειδητοποιεί τα πολλαπλά αδιέξοδα στα οποία είναι εγκλωβισμένο, τόσο θα αναζητά τρόπους, με εργαλείο τον τυχοδιωκτισμό, προκειμένου να προκαλέσει μια δυναμική παρέμβαση των Ρώσων, με απώτερο στόχο να εκβιάσει την επιχειρησιακή εμπλοκή των Αμερικανών στις εξελίξεις.
Πρόκειται για μια επιλογή που συναντά ευήκοα ώτα, τόσο στα σκοτεινά κέντρα του Αμερικανικού στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος, όσο βεβαίως και στο περιβάλλον της διχασμένης και στρατηγικά απερίσκεπτης Ευρώπης, με προεξάρχουσες βεβαίως τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, που αναζητούν εναγωνίως πολιτικό σωσίβιο μέσα από ένα παραλήρημα τυχοδιωκτικού τακτικισμού.
Ωστόσο… Αυτή η επιλογή ανησυχεί τους στρατηγικά ενήλικες, διότι είναι βέβαιο ότι ουδείς μπορεί να επενδύσει στο αποτέλεσμα της Ρωσικής παρέμβασης η οποία εάν προκληθεί, προφανώς δεν θα είναι διόλου προβλέψιμη ως προς το εύρος που τελικά θα προσλάβει, αφού το ηπιότερο σενάριο θα είναι η βίαια προσάρτηση του Ντομπάς, ενώ η επικίνδυνη εξέλιξη της πιθανής επέκτασης των επιχειρήσεων στο σύνολο της παράκτιας Ουκρανικής ζώνης μέχρι την Οδησσό και τα σύνορα της Μολδαβίας, θεωρητικά παραμένει στο τραπέζι, με ότι μπορεί να σημαίνει αυτό για τις εξελίξεις της επόμενης μέρας.
Τα πράγματα λοιπόν δεν είναι διόλου απλά. Η περιφερειακή σταθερότητα απειλείται. Ο Ουκρανικός τυχοδιωκτισμός αναδεικνύεται σε καταλύτη της περαιτέρω επιδείνωσης, ενώ οι σχεδιασμοί των ακραίων Αμερικανονατοϊκών κύκλων δεν είναι εύκολο να υλοποιηθούν, αφού οι πάντες πλέον αντιλαμβάνονται ότι οι δομικές ανατροπές της ισορροπίας ισχύος στην ευρύτερη περιοχή, βρίσκονται σε σημείο οριακό και οποιαδήποτε περαιτέρω μεταβολή, συνδέεται ευθέως με την κορυφαία στρατηγική σύγκρουση που αφορά στην φυσιογνωμία του νεο-ψυχροπολεμικού κόσμου.
Είναι λοιπόν φανερό ότι η αναζωπύρωση του Ουκρανικού σε συνδυασμό με τα διαδραματιζόμενα στην Λευκορωσία, συνιστούν μια καινούρια κατάσταση, όχι γιατί αυτά καθ’ εαυτά αποτελούν προβλήματα νέας κοπής, αλλά διότι η περαιτέρω κλιμάκωσή τους συντελείται σε ένα σημαντικά διαφοροποιημένο διεθνές περιβάλλον. Η διαχείριση των προκλήσεων που ανακύπτουν ως συνεπακόλουθο αυτών των προβλημάτων, ενσωματώνεται σε μια πολυσύνθετη εξίσωση και δεν υπάρχουν γι’ αυτήν εύκολες και μονοσήμαντες απαντήσεις.
Πρώτον: Γιατί ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης αντιπαράθεσης γύρω από αυτά τα ζητήματα, είναι εξόχως συγκρουσιακός. Και…
Δεύτερον: Διότι τα συγκρουσιακά της χαρακτηριστικά είναι πολυπαραγοντικά σε ότι αφορά στους εμπλεκόμενους δρώντες, ενώ οι παράμετροι που επιδρούν στην τελική της έκβαση, έχουν ευρύτερο στρατηγικό αποτύπωμα…
Η δίωρη συνάντηση των δύο ηγετών (Πούτιν και Μπάιντεν), είναι προφανές ότι δεν αναλώθηκε σε ανταλλαγή απειλών και προειδοποιήσεων, διότι απλούστατα κανένας από τους δυο δεν είχε την πολυτέλεια να μην σταθμίσει πολύ σοβαρά τις συνέπειες των αποφάσεών του.
Στην συνάντηση αυτή οι δύο ηγέτες - από διαφορετική βεβαίως θέση και στο πλαίσιο της διαφορετικής στρατηγικής τους στόχευσης - είχαν την υποχρέωση να σταθμίσουν (και κατά την γνώμη του γράφοντος αυτό έκαναν) μια σειρά από παραμέτρους που έχουν αυξημένο ειδικό βάρος στους χειρισμούς και τις όποιες αποφάσεις τους. Πρωτίστως διότι οι επιπτώσεις αυτών των παραμέτρων, είναι εν δυνάμει αμφίδρομες και ως εκ τούτου το τελικό πρόσημο που θα προσλάβουν σε μια υπέρευστη γεωπολιτική σκακιέρα δεν είναι διόλου εύκολο να αξιολογηθεί.
Στο πλαίσιο αυτής της διεργασίας, το βασικό επίδικο - από την πρώτη ματιά - φαίνεται πως είναι η ανάγκη να ανιχνευτεί και εν τέλει να σταθμιστεί ο βαθμός της αποφασιστικότητας ενός εκάστου να αξιοποιήσει στοχευμένα στον διπλωματικοπολιτικό και κυρίως στον επιχειρησιακό καμβά, το τακτικό και στρατηγικό «οπλοστάσιο» που έχει στην διάθεσή του. Ωστόσο… Οι δύο ηγέτες φαίνεται πως ήταν αντιμέτωποι και με πλείστες άλλες προκλήσεις όπως:
Ο διχασμός της Ευρώπης και οι δυνατότητες προσεταιρισμών…
Το νέο status στην ισορροπία ισχύος και η διαχείριση των εκπλήξεων που ενδέχεται να επιφυλάσσει…
Η φιλόδοξη ατζέντα περιφερειακών δρώντων και οι πρόσθετες δυσκολίες που ενδέχεται να σηματοδοτεί…
Η επιτάχυνση εξελίξεων και ιδιαίτερα εκείνων που κρίνονται ως μη ωφέλιμες και μη επιθυμητές…
Η κατατριβή δυνάμεων και τα όρια των ανοχών τους…
Το ντόμινο των συνεπειών που ενδέχεται να ενεργοποιηθούν καθώς και η πιθανότητα ανεξέλεγκτης διάχυσής τους σε περίπτωση εφαρμογής σκληρών κυρώσεων…
Οι πιθανές συνέπειες από την εκρηκτική άνοδο του συγκρουσιακού φορτίου στην Μαύρη θάλασσα και η ετοιμότητα των δύο μερών να διαχειριστούν ένα πακέτο από καινούριους κανόνες Δικαίου που ενδέχεται να επιβληθούν…
Το διαρκές ρίσκο αναβάθμισης της σύγκρουσης σε μια πολυμερή στρατηγική αντιπαράθεση με απρόβλεπτες συνέπειες στην Αρχιτεκτονική των ανταγωνισμών…
Προφανώς τις απαντήσεις επί όλων αυτών, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τις διαχειρίζονται τα πολιτικά και στρατηγικά επιτελεία των δύο μερών, είναι πράγματα που δεν μπορούμε να τα γνωρίζουμε. Η πρώτη ανάγνωση πάντως είναι πως οι Αμερικανονατοϊκοί δεν αισθάνονται πως έχουν την άνεση να επιβάλουν με αυτοπεποίθηση τις περιφερειακές τους επιλογές και αυτό προϊδεάζει για πολλές και άκρως ενδιαφέρουσες εξελίξεις, πολλές από τις οποίες αφορούν και την εγγύς γεωπολιτική μας γειτονιά.
Το μεγάλο ερώτημα πάντως, είναι αν ο δικός μας πρωθυπουργός παραβρέθηκε στο Σότσι ως διεκπεραιωτής ενός διπλωματικού πρωτοκόλλου ή ως ένας διεισδυτικός παρατηρητής – ηγέτης μιας πολύ σημαντικής χώρας, ικανός να προσαρμόσει τον βηματισμό της στις απαιτήσεις της επόμενης μέρας…
* Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μη συμπίπτουν με τις απόψεις του/της
αρθρογράφου ή τα περιεχόμενα του άρθρου.
0 Σχόλια