Η σημασία των συνομιλιών κορυφής (μέσω ασφαλούς βιντεοκλήσης) που
οριστικοποιήθηκε ότι θα έχουν σήμερα οι πρόεδροι των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν και
της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλαντίμιρ Πούτιν δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Πρόκειται
κυριολεκτικά για ζήτημα πολέμου και ειρήνης, καθώς οι εντάσεις ανάμεσα στο
ΝΑΤΟ και τη Ρωσία έχουν οδηγηθεί σε πρωτοφανή επίπεδα.
Το ότι η συνομιλία Μπάιντεν-Πούτιν εντέλει θα πραγματοποιηθεί αποτελεί
ασφαλώς θετικό στοιχείο. Όμως αυτό απλώς υπογραμμίζει το παράδοξο των
ρωσο-αμερικανικών σχέσεων. Διότι θερμό υποτίθεται ότι υπήρξε το κλίμα και
στην δια ζώσης συνάντηση των δύο ηγετών στο περιθώριο της Συνόδου της G20
τον Ιούνιο, χωρίς ωστόσο να ανακοπεί το σπιράλ της επιδείνωσης των εντάσεων.
Και διότι η προεργασία για τη σημερινή νέα επαφή μοιάζει να κινείται σε δύο
παράλληλα κανάλια τα οποία προϊδεάζουν για αντιδιαμετρικά αντίθετες
εξελίξεις.
Αίφνης, η συνάντηση την προηγούμενη εβδομάδα των υπουργών Εξωτερικών των δύο
πλευρών στο περιθώριο της Συνόδου του ΟΑΣΕ οδήγησε σε αδιέξοδο. Οι Σεργκέι
Λαβρόφ και Άντονι Μπλίνκεν συνομίλησαν για μόλις σαράντα λεπτά, χωρίς να
ακολουθήσουν κοινές δηλώσεις. Ακολούθησαν ωστόσο χωριστές συνεντεύξεις τύπου
όπου ο ισχυρός άνδρας της πλατείας Σμολένσκαγια δήλωσε ότι ακούει "την ηχώ
του πολέμου”.
Παράλληλα, η διήμερη διαδικτυακή Σύνοδος για τη Δημοκρατία που συγκαλεί
μεθαύριο με 110 προσκεκλημένους ο Τζο Μπάιντεν αποτελεί ξεκάθαρα σάλπισμα
αντισυσπείρωσης απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα και ιδεολογικοποίησης του
νέου ψυχρού πολέμου ως αγώνα κατά του ευρασιατικού "αυταρχισμού” (και της
διαφθοράς). Καθόλου τυχαία, η Σύνοδος αυτή έχει ήδη βρεθεί στο στόχαστρο των
Ρώσων και Κινέζων ιθυνόντων που καταγγέλλουν προσπάθεια κατακερματισμού του
διεθνούς τοπίου και κατάλυσης του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ σε ό,τι αφορά
την ισοτιμία των κυρίαρχων κρατών και τη μη ανάμιξη στα εσωτερικά τους.
Περνώντας μάλιστα από τα λόγια στις πράξεις, η Ρωσία πρόβαλε, μετά την
συνάντηση του Πούτιν με τον Ναρέντρα Μόντι ως ο "πραγματικός θιασώτης του
εκδημοκρατισμού της διεθνούς σκηνής”, συνηγορώντας στην πρόταση της Ινδίας
για διεύρυνση, ενίσχυση και μεταρρύθμιση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ,
ώστε αυτό να γίνει πιο "συμπεριληπτικό” και σύμφωνο με τις τωρινές
πραγματικότητες.
Και όμως: ενώ οι μεγάλοι της διεθνούς σκηνής δείχνουν να ακολουθούν
αποκλίνοντες δρόμους, η κινητικότητα του τελευταίου διαστήματος παραπέμπει
σε διακριτικές προσπάθειες εξεύρεσης ενός νέου modus vivendi – ή έστω
αποφυγής μοιραίων "ατυχημάτων”. Ασφαλώς δεν συναντήθηκαν για το τίποτε, και
μάλιστα δύο φορές, οι επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών ΗΠΑ και Ρωσίας, ενώ
το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την τηλεφωνική επικοινωνία των αντίστοιχων
αρχηγών των Γενικών Επιτελείων Ενόπλων Δυνάμεων.
Προφανώς οι ένστολοι αντιλαμβάνονται καλύτερα τα ρίσκα. Άλλωστε το "ατύχημα”
δεν είναι μία φιλολογική πιθανότητα όταν οι χώρες του ΝΑΤΟ κρούουν διαρκώς
τον κώδωνα του κινδύνου για σχεδιαζόμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και
πραγματοποιούν επιδείξεις ναυτικής ισχύος στην Μαύρη Θάλασσα, ενώ οι ΗΠΑ
αποστέλλουν, όπως κατήγγειλε η Μόσχα, στρατηγικά βομβαρδιστικά της δυνάμενα
να φέρουν πυρηνικά όπλα στα όρια του ρωσικού εναέριου χώρου.
Στρατηγική και τακτική ασάφεια
Το παράδοξο που παρακολουθούμε εν μέρει εξηγείται από αποφασισμένες τακτικές
επιλογές (καθώς ο Τζο Μπάιντεν αρέσκεται, ως φαίνεται, να εναλλάσσει τα
"θερμά” με τα "ψυχρά” μήνυματα στις συναλλαγές του με τις ηγεσίες της Ρωσίας
και της Κίνας), εν μέρει όμως από μία στρατηγική ασάφεια, καθώς η Ουάσιγκτον
ταλαντεύεται ανάμεσα στην εξαγορά χρόνου με το κλείσιμο επικίνδυνων μετώπων,
προκειμένου να διευκολυνθεί και η μεταπανδημική της ανασυγκρότηση, και όσους
επείγονται για τη δημιουργία τετελεσμένων απέναντι στην ανάδυση των
Ευρασιατών ανταγωνιστών. Παρομοίως η ιθύνουσα τάξη των ΗΠΑ διχάζεται ανάμεσα
σε όσους, κυρίως στρατιωτικούς, έχουν επίγνωση των περιορισμών και όσους,
κυρίως στο Κογκρέσο, επιθυμούν, έχοντας κατά νου δεδομένα παλαιότερων ετών,
"μυώδεις” επιδείξεις της αμερικανικής "αξιοπιστίας”.
Ταυτόχρονα ενεργό παραμένει το δίλημμα ανάμεσα στα σενάρια τύπου "Κίσινγκερ
1972”, δηλ. προσεταιρισμού της Κίνας για περικύκλωση της Ρωσίας, και
"αντίστροφου Κίσιγνκερ” (καθώς η κινεζική απειλή αξιολογείται ως
μεσομακροπρόθεσμα σημαντικότερη, αφού συνδυάζει την στρατιωτική ενδυνάμωση
με οικονομική εκτόξευση).
Το ότι ο Μπάιντεν, που προσωπικά αποτελεί δοκιμασμένο θιασώτη των
ρεαλιστικών συνεννοήσεων κορυφής, δοκιμάζεται παράλληλα στο εσωτερικό από
την πτώση της δημοτικότητάς του λόγω της οικονομικής κρίσης δεν καθιστά τα
πράγματα ευκολότερα.
Η αμοιβαία αναγνώριση των πραγματικών προθέσεων της κάθε πλευράς
μετατρέπεται συνεπώς σε γρίφο, ενώ η Μόσχα, εγκαταλείποντας την διαχρονική
επιθυμία της να γίνει αποδεκτή ως ισότιμη δύναμη με ευρωπαϊκή φυσιογνωμία,
υιοθετεί το τελευταίο διάστημα, πρωταγωνιστούντος του Λαβρόφ, μιαν όλο και
πιο σκληρή ρητορική, με έκδηλη περιφρόνηση προς την Δύση και με υπογράμμιση
των συγκρουσιακών καταστάσεων που απειλούνται. Το γεγονός ότι διεκόπησαν οι
διπλωματικές σχέσεις Ρωσίας-ΝΑΤΟ εικονογραφεί χαρακτηριστικά την διάχυτη
αίσθηση ότι η διπλωματία δεν έχει πολλά να προσφέρει πλέον και ότι η Μόσχα
κοιτά με περισσότερες προσδοκίες προς Ανατολάς.
Ποιά είναι η κόκκινη γραμμή
Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που ο Βλαντίμιρ Πούτιν διακήρυξε ότι η χώρα
του θα αντιδράσει δυναμικά σε ό,τι κρίνει κάθε φορά ως παραβίαση των μη
κατονομαζόμενων "κόκκινων γραμμών” της. Όμως το τελευταίο διάστημα, στο
πλαίσιο και της συνάντησης Μπλίνκεν-Λαβρόφ, οι "κόκκινες γραμμές” έγιναν
σαφέστερες (όπως άλλωστε και οι ρωσικές επιχειρησιακές δυνατότητες με την
επιτυχή δοκιμή των νέων υπερηχητικών πυραύλων Zirkon).
Αφορούν την παροχή επαληθεύσιμων και νομικά δεσμευτικών εγγυήσεων για την
ασφάλεια των δυτικών συνόρων της Ρωσίας, ήτοι την μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς
Ανατολάς και την μη αποστολή δυνάμει απειλητικού για τη ρωσική ασφάλεια
οπλισμού πλησιέστερα προς τα σύνορα. Ειδικότερα, η προειδοποίηση αφορά την
Ουκρανία, καθώς τόσο η αποστολή Δυτικών συμβούλων στο Κίεβο όσο και οι
ναυτικές ασκήσεις του ΝΑΤΟ ερμηνεύονται ως ένα ενθαρρυντικό σινιάλο προς την
κυβέρνηση Ζελένσκι να επιλύσει "αποφασιστικά” το ζήτημα των αυτονομιστών του
Ντονμπάς. Και ενώ τα μέσα ενημέρωσης, αλλά και αξιωματούχοι της Δύσης
υποστηρίζουν (με επιμονή τέτοια που μοιάζει σαν να περιγράφουν επιθυμητό
ενδεχόμενο) ότι επίκειται ρωσική στρατιωτική επέμβαση, η οποία προφανώς θα
ύψωνε αδιαπέραστο πολιτικο-οικονομικό τείχος στις σχέσεις Ευρώπης και
Ρωσίας, η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα
αντλεστρεψε την προηγούμενη εβδομάδα τις κατηγορίες ισχυριζόμενη ότι το
ήμισυ των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων έχει συγκεντρωθεί στη γραμμή
αντιπαράταξης του Ντονμπάς.
Έτσι και αλλιώς, η πιθανότητα επίλυσης του συγκεκριμένου ζητήματος βάσει των
Συμφωνιών του Μινσκ έχει απομακρυνθεί οριστικά αφότου το Κίεβο βρήκε την
"κατανόηση” της Γαλλίας και της Γερμανίας στην απροθυμία του να προβεί στις
απαιτούμενες συνταγματικές αλλαγές για την επανενσωμάτωση των αποσχισθεισών
περιοχών υπό καθεστώς αυτονομίας. Το ότι την ίδια ώρα η Ουκρανία βυθίζεται
ολοένα και περισσότερο στην οικονομική κρίση και την αστάθεια, με τον
πρόεδρο Ζελένσκι να κατηγορεί τον ολιγάρχη αντίπαλό του Ρινάτ Αχμέτοφ ότι
ετοιμάζει πραξικόπημα, περιπλέκει περαιτέρω τα πράγματα.
Την εικόνα συμπληρώνει η ένταση στα σύνορα Λευκορωσίας και Πολωνίας, η οποία
πάντως αν κατάφερε κάτι είναι να προσδέσει στενότερα στην Ρωσία τον κατά τα
λοιπά δύστροπο Λευκορώσο πρόεδρο Λουκασένκο ο οποίος διαμήνυσε ότι η χώρα
του θα ζητήσει την εγκατάσταση ρωσικών πυρηνικών, αν υπάρξει ανάπτυξη
αντίστοιχων όπλων στην πολωνική επικράτεια, ότι αναγνωρίζει την προσάρτηση
της Κριμαίας, αλλά και ότι δεν θα μείνει αδιάφορη σε τυχόν γενικευμένο
πόλεμο στην Ουκρανία.
Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν ο Μπάιντεν έχει τα περιθώρια κίνησης στο
εσωτερικό να επιτύχει έναν συμβιβασμό τον οποίο οι αντίπαλοί του θα
καταγγείλλουν ως "μειοδοσία” (και το "βαθύ κράτος” υπονομεύσει). Όμως η
επείγουσα ανάγκη του Μπάιντεν να επιτύχει αποκλιμάκωση των τιμών του
πετρελαίου, με τη διάθεση περισσότερων ποσοτήτων στην αγορά, δημιουργεί ένα
πεδίο στο οποίο η εξεύρεση κοινής γλώσσας με τη Ρωσία δεν είναι διόλου
αδιάφορη.
0 Σχόλια