Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά οι πόλεμοι δεν έλειψαν από τον
πλανήτη. Όμως, για αρκετό καιρό φαινόταν ότι αποκλειόταν το "μεγάλο
επεισόδιο", που θα μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη για μια γενικευμένη
σύγκρουση με απρόβλεπτες επιπτώσεις.
Πλέον έχουμε εισέλθει σε μια νέα φάση που χαρακτηρίζεται από ανοιχτά μέτωπα
που απειλούν να πυροδοτήσουν μια συνολικότερη, πλανητική σχεδόν, ανάφλεξη.
Σε αυτό συντελεί το πώς οι ΗΠΑ και συνολικά η Δύση κινούνται όλο και
περισσότερο σε συγκρουσιακή τροχιά με τη Ρωσία και την Κίνα, ιδίως εάν
επιταχυνθεί η "ευρασιατική σύγκλιση" ανάμεσα σε Μόσχα και Πεκίνο, στο φόντο,
εκτός και της δυσκολίας των δυτικών οικονομιών να πετύχουν εντυπωσιακούς
ρυθμούς ανάπτυξης.
Η ουκρανική κρίση
Η κλιμάκωση της αμερικανικής και εσχάτως ευρωπαϊκής ρητορικής σε σχέση με
την κατάσταση στην Ουκρανία και η επίμονη αναπαραγωγή της θέσης ότι η Ρωσία
ετοιμάζεται να εισβάλει στον γείτονά της αποτυπώνουν τη σημασία αυτού του
ανοιχτού μετώπου.
Βεβαίως την ίδια στιγμή είναι εμφανής μια ορισμένη αμηχανία και ταλάντευση
στην αμερικανική πλευρά, καθώς, ενώ πλήθος κέντρων πιέζουν για επίδειξη
αποφασιστικότητας, είτε με παροχή όπλων στην Ουκρανία, είτε με επιτάχυνση
της διαδικασίας ένταξης στο ΝΑΤΟ, λειτουργεί και η επίγνωση ότι τυχόν
κλιμάκωση της έντασης με όρους άμεσης εμπλοκής νατοϊκών και ρωσικών δυνάμεων
θα διαμόρφωνε ένα σημείο χωρίς επιστροφή.
Η Ρωσία προσπαθεί να κάνει σαφές ότι υπάρχει διέξοδος μέσα από την επιστροφή
σε μιαν αντίληψη συλλογικής ασφάλειας που προσφέρει εκατέρωθεν εγγυήσεις,
συμπεριλαμβανομένης της μη επέκτασης του ΝΑΤΟ αλλά και της εφαρμογής στο
ουκρανικό ζήτημα της Συμφωνίας του Μινσκ. Την ίδια στιγμή υπογραμμίζει με
τον τρόπο που έχει διατάξει τις στρατιωτικές της δυνάμεις, ότι οποιαδήποτε
κίνηση της ουκρανικής πλευράς να τροποποιήσει τον σημερινό συσχετισμό θα
απαντηθεί με τρόπο συντριπτικό.
Όσο για την Ευρώπη, αυτή αντιμετωπίζει το δίλημμα είτε να συνταχθεί πλήρως
με μια επιθετική κατεύθυνση (όπως απαιτούν οι "χώρες της διεύρυνσης", αλλά
και πολιτικές δυνάμεις σαν τους Γερμανούς Πράσινους) ή να σταθμίσει την
πραγματική ενεργειακή και άλλη εξάρτησή της από τη Ρωσία.
Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν
Φαινομενικά τα πράγματα σε σχέση με το Ιράν έχουν επιστρέψει σε μια συνθήκη
εξομάλυνσης ύστερα από την αποχώρηση από τον Λευκό Οίκο του Ντόναλντ Τραμπ,
ο οποίος είχε σαφώς επιλέξει να στοχοποιήσει την Τεχεράνη. Άλλωστε, αυτόν
τον συμβολισμό έχει και η απόφαση των ΗΠΑ να επιστρέψουν στη διαπραγμάτευση
για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Επιπλέον, είχε γίνει σαφές ότι οι
κυρώσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αναποτελεσματικές, η Ισλαμική
Δημοκρατία εμπεριέχει δικλίδες έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας που
δυσκολεύουν τα σχέδια για "αλλαγή καθεστώτος" και η χερσαία επέμβαση θα
προσέκρουσε σε ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και ένα υπαρκτό αίσθημα
πατριωτισμού.
Η σχετική αναδίπλωση των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή έχει ενεργοποιήσει
δυναμικές συνεννόησης στην περιοχή που κάποια χρόνια πριν θα φάνταζαν
αδύνατες. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν οι δίαυλοι επικοινωνίας του Ιράν με τα
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και την Ιορδανία.
Ωστόσο, ακριβώς αυτή η δυναμική τοπικής συνεννόησης είναι που πυροδοτεί την
αντίδραση όσων, με πρώτο το Ισραήλ, δεν επιθυμούν να κατοχυρωθεί η θέση του
Ιράν ως μιας ισχυρής περιφερειακής δύναμης που αξιοποιεί τις συμμαχίες του
λεγόμενου "άξονα της αντίστασης" (Τεχεράνη, Δαμασκός, Χεζχμπολλάχ) για να
διαμορφώσει συσχετισμό.
Έτσι, ενώ τα πράγματα κατατείνουν προς μια νέα ισορροπία, επανέρχονται και
τα σχέδια για κάποιου είδους στρατιωτικό πλήγμα στο Ιράν: πρόκειται για
στρατηγική την οποία ρητά προωθεί το Ισραήλ, επιδιώκοντας να πείσει και την
αμερικανική ηγεσία. Όμως, μια τέτοια κίνηση απλώς ρισκάρει μιαν ευρύτερη
ανάφλεξη στην περιοχή και θα μπορούσε να συμπαρασύρει και άλλες δυνάμεις,
εάν κρίνουμε από την υπαρκτή δυναμική προσέγγισης του Ιράν τόσο με την Κίνα
όσο και με τη Ρωσία.
Το δύσκολο μέλλον της Ταϊβάν
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα δεν περιορίζεται στο οικονομικό
επίπεδο, παρότι έχει επιταχυνθεί το τελευταίο διάστημα, με κινήσεις και από
τις δύο πλευρές, η τάση "αποσύνδεσης" (decoupling) των οικονομιών τους.
Αποκτά παράλληλα και γεωπολιτικές διαστάσεις. Αυτές με τη σειρά τους
επικεντρώνουν σε δύο κρίσιμα σημεία: τα όρια δικαιοδοσίας που διεκδικεί η
Κίνα στη Νότια Σινική Θάλασσα και το ζήτημα της Ταϊβάν.
Στην ίδια την Ταϊβάν ένα σημαντικό μέρος των νεότερων γενεών του πληθυσμού
δεν δείχνει να ταυτίζεται ούτε με την προοπτική της επανένωσης με την
ηπειρωτική Κίνα ούτε με μια προοπτική τυπικής ανεξαρτητοποίησης. Άλλωστε, οι
εξελίξεις στο Χονγκ Κονγκ έχουν κάνει κάπως λιγότερο θελκτική την προοπτική
του μοντέλου "μία χώρα-δύο συστήματα". Αφετέρου, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει
δώσει ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό το θέμα, θεωρώντας ότι γύρω από την
υπεράσπιση της Ταϊβάν θα κριθεί ο συνολικότερος συσχετισμός με την Κίνα. Την
ίδια στιγμή το Πεκίνο έχει κάνει σαφές ότι σε σχετικά σύντομο χρονικό
διάστημα θα είναι σε θέση να καταλάβει την Ταϊβάν.
Και εδώ οι ΗΠΑ έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στο να φανούν συνεπείς προς τη
ρητορική τους και το γεγονός ότι οποιαδήποτε ανάμιξή τους θα σήμαινε άμεση
εμπλοκή με τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις, σε μια περίοδο που οι τελευταίες
προσπαθούν να αποκτήσουν τα χαρακτηριστικά υπερδύναμης.
Αυτό, όμως, δεν αναιρεί την προσπάθειά τους να διαμορφώσουν μια συμμαχία
"απομόνωσης" της Κίνας, τόσο με τη συνεργασία με την Αυστραλία και τη Μεγάλη
Βρετανία (AUKUS) όσο και με την προσπάθεια να αναβάθμισης της συνεργασίας με
την "Τετράδα", ήτοι την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ινδία.
Όμως, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι οι χώρες της περιοχής,
συμπεριλαμβανομένων των συνομιλητών των ΗΠΑ, είναι διατεθειμένες να δουν μια
γενικευμένη ανάφλεξη, την ώρα που τα οικονομικά οφέλη από την περαιτέρω
ανάπτυξη των συναλλαγών και με την Κίνα είναι παραπάνω από σημαντικά.
0 Σχόλια