Σύμφωνα με τον αρχαίο Κινέζο θεωρητικό του πολέμου Sun Zu, αποτελεί σοβαρό
στρατηγικό σφάλμα ο εγκλωβισμός του αντιπάλου σε χώρο δίχως οδούς διαφυγής,
διότι αυτό θα τον υποχρεώσει να αντισταθεί μέχρις εσχάτων. Τηρουμένων των
αναλογιών, οι σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία βρίσκονται στο σημείο όπου
γίνονται εμφανείς οι επιπτώσεις ενός τέτοιου λάθους.
Επί τρεις δεκαετίες, η Μόσχα με άγχος παρακολουθεί να καταπατάται η
προφορική δέσμευση προς τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ για μη επέκταση του ΝΑΤΟ προς
ανατολάς και το σύστημα ασφαλείας της Δύσης (στο οποίο η μετασοβιετική
ρωσική ηγεσία φαντασιωνόταν ότι θα μπορούσε να ενταχθεί) να περιλαμβάνει
περιοχές της παραδοσιακής σφαίρας επιρροής της. Πολύ περισσότερο, η επέκταση
αυτή κατέστησε ευάλωτη παραμεθόριο την καρδιά της ρωσικής επικράτειας πέριξ
της πρωτεύουσας. Κατά το αφήγημα που προσφάτως άρχισε η ρωσική πλευρά να
διατυπώνει και ρητά, δια του υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ, όλη αυτή η
πορεία ακολούθησε τη μέθοδο της "σαλαμοποίησης”, με διαδοχικά βήματα καθένα
εκ των οποίων δεν μπορούσε από μόνο του να δικαιολογήσει μια σοβαρή ρήξη
στις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση.
Η περασμένη Παρασκευή θα πρέπει από αυτή την άποψη να θεωρηθεί σημείο τομής.
Το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών δημοσιοποίησε δύο σχέδια διεθνών συμφωνιών,
με τις ΗΠΑ διμερώς και με το ΝΑΤΟ συλλογικά, τα οποία είχαν επιδοθεί δύο
μέρες νωρίτερα σε συνάντηση επιπέδου υφυπουργών Εξωτερικών και αποτυπώνουν
σε μορφή νομικά δεσμευτικού κειμένου αυτό που ο Πούτιν έχει αποκαλέσει
ρωσική "κόκκινη γραμή”. Στα κείμενα αυτά, το ΝΑΤΟ καλείται να μην εντάξει
νέα μέλη από τον μετασοβιετικό χώρο, να ανακαλέσει τις σχετικές προσκλήσεις
προς την Ουκρανία και τη Γεωργία και να μην πραγματοποιεί κοντά στα ρωσικά
σύνορα ασκήσεις με σενάριο πυρηνικού πλήγματος και με εμπλοκή δυνάμεων
μεγέθους άνω της ταξιαρχίας, ενώ οι ΗΠΑ υποχρεώνονται να μην υπογράψουν
συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας με τις ως άνω χώρες, να μην μεταφέρουν
κοντά στη Ρωσία πυραύλους μέσου ή ανώτερου βεληνεκούς και να αποσύρουν στην
δική τους επικράτεια τα πυρηνικά όπλα που έχουν τοποθετήσει σε τρίτες χώρες,
όπως η Τουρκία και η Γερμανία.
Είναι δύσκολο να καταλήξει κανείς αν η δημοσιοποίηση των κειμένων αυτών
συνιστά την "ουβερτούρα” μιας περίπλοκης διαπραγμάτευσης ή απλώς
τελεσίγραφο, στον βαθμό που αποτελούν ένα συμπαγές "πακέτο” επί θεμάτων τα
οποία η Ουάσιγκτον συνήθιζε να θεωρεί έξω από κάθε συζήτηση.
Ήδη ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Γενς Στόλντενμπεργκ (προφανώς όχι αυτοβούλως), αλλά και
η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Τζεν Ψάκι απέκρουσαν την ρωσική κίνηση, ωστόσο
ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου Τζέικ Σάλιβαν προσπάθησε να
την εμφανίσει ως τμήμα μιας "κανονικότητας” στην διπλωματική ιστορία.
Μόνο που η πραγματική σύγκρουση νοοτροπιών είναι ακριβώς αυτή. Ο Πούτιν
διεκδικεί την επάνοδο σε μια "βεστφαλιανή” αντίληψη της διεθνούς
αρχιτεκτονικής ως ισορροπίας διαφορετικών μεγάλων δυνάμεων οι οποίες μπορούν
και να συγκροτούν σχήματα συλλογικής ασφάλειας, ενώ η αμερικανική εξουσία (η
κοινοβουλευτική και μιντιακή πολύ περισσότερο και από την εκτελεστική)
διαπνέεται από μία ιδεολογικοποιημένη "λογική εξαίρεσης”, η οποία δεν
αναγνωρίζει σε άλλους παίκτες δικαίωμα στρατηγικής αυτονομίας, πόσω μάλλον
συνδιαμόρφωσης ενός πλαισίου δεσμευτικού για την "μόνη υπερδύναμη”.
Όμως η "μόνη υπερδύναμη” έχει αποδυναμωθεί. Και αυτήν ακριβώς την στροφή των
πραγμάτων ανέμενε ο Πούτιν στα χρόνια που επιδείκνυε "στρατηγική υπομονή”,
εργαζόμενος για την εσωτερική ανασυγκρότηση της Ρωσίας και πρωτίστως για την
θεαματική ενίσχυση των στρατιωτικών της δυνατοτήτων. Στο τελείωμα μιας
χρονιάς η οποία ξεκίνησε με τα επεισόδια του Καπιτωλίου, σημαδεύτηκε από την
αδυναμία του Μπάιντεν να κερδίσει την εγχώρια κοινή γνώμη και να
ευθυγραμμίσει τις διαφορετικές πτυχές του αμερικανικού κατεστημένου σε μια
συνεκτική διεθνή στρατηγική και κατέπληξε την υφήλιο με την χαοτική
αποχώρηση από το Αφγανιστάν, ο ηγέτης του Κρεμλίνου κατέθεσε και γραπτά την
αξίωση να αναγνωρισθεί η χώρα του ως ισότιμος φορέας διακριτών και μη
διαπραγματεύσιμων συμφερόντων ασφαλείας.
Και σε αυτό δεν είναι μόνος. Η τελευταία συνομιλία του με τον Κινέζο πρόεδρο
Σι Τζινπινγκ στην οποία υπογραμμίσθηκε η βούληση για ενίσχυση της σύμπραξης
των δύο ευρασιατικών δυνάμεων, προαναγγέλθηκε η συγκρότηση ενός
χρηματοπιστωτικού χώρου εκτός δολαρίου και καταδικάσθηκε η "Σύνοδος της
Δημοκρατίας” που συγκάλεσε ο Μπάιντεν έρχεται σε πολύ χαρακτηριστική στιγμή.
Αν κάποιος απομένει απολύτως αμήχανος απέναντι σε όλα αυτά είναι ασφαλώς η
Ευρώπη που παρακάμπτεται ως συνομιλητής, βλέπει την ενότητά της να
απειλείται, αλλά και το ίδιο το ευρωατλαντικό πλαίσιο να χάνει εν πολλοίς,
σε περίπτωση υιοθέτησης των ρωσικών κειμένων, τον λόγο ύπαρξής του.
0 Σχόλια